Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Η πρόσφατη συνάντηση των προέδρων Trump και Putin στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής των G20 στο Αμβούργο, πραγματοποιήθηκε σε ιδιαίτερα θερμό κλίμα, δημιουργώντας προσδοκίες στη διεθνή κοινότητα για την ύπαρξη αμερικανορωσικής συνεργασίας σε μια σειρά κρίσιμων διεθνών ζητημάτων. Παρά τη διαφαινόμενη σύγκλιση των δύο ηγετών σε θέματα όπως είναι η κυβερνοασφάλεια και η τρομοκρατία, υπάρχουν ακόμη σοβαρά εκκρεμή ζητήματα, όπως το μέλλον της Συρίας και η ουκρανική κρίση. Ένα επιπλέον, όμως, ισχυρό εμπόδιο συνεργασίας, είναι ο έντονος ανταγωνισμός των δύο χωρών στον ενεργειακό τομέα.
Ο ενεργειακός κατακερματισμός της Ευρώπης
Πριν τη σύνοδο των G20, ο πρόεδρος Trump στάθμευσε στην Πολωνία για να παραστεί στην «Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών», στην οποία συμμετέχουν 12 χώρες απ' την κεντρική και βορειανατολική Ευρώπη (όλες πρώην κομμουνιστικά κράτη). Σκοπός αυτής της πρωτοβουλίας είναι να αναπτυχθούν συνέργειες μεταξύ των χωρών σε μια σειρά ζητημάτων, όπως είναι οι υποδομές και η οικονομία, αλλά και να ενισχυθεί η προσπάθεια απεξάρτησης απ' τη ρωσική ενέργεια, μέσω της εισαγωγής αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Τους προηγούμενους μήνες, η Πολωνία εισήγαγε το πρώτο φορτίο υγροποιημένου φυσικού αερίου απ' τις ΗΠΑ, ενώ η χώρα δεν επιθυμεί να ανανεώσει τα πολυετή συμβόλαια ενέργειας που διατηρεί με την Gazprom και τα οποία λήγουν το 2022, σκοπεύοντας να τα αντικαταστήσει -εν μέρει- με αμερικανικά. Το ίδιο επιθυμούν να πράξουν και οι χώρες της Βαλτικής, οι οποίες εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά απ' το εισαγόμενο ρωσικό αέριο, με αποτέλεσμα να είναι δέσμιες των πολιτικών σχεδιασμών της Μόσχας.
Την ίδια στιγμή, η Γερμανία, φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην υλοποίηση της δεύτερης γραμμής του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream που θα προμηθεύει τη γερμανική βιομηχανία με φθηνό ρωσικό αέριο. Το έργο αυτό προκαλεί διχόνοια στους κόλπους της Ε.Ε., καθώς αφενός αντιτίθεται στη διακηρυγμένη πρόθεσή της να περιοριστεί η εξάρτηση απ' τον ρωσικό παράγοντα, αφετέρου υπονομεύει τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ένωσης, αλλά και τους στόχους που έχουν θέσει τα κράτη σχετικά με το περιβάλλον για το 2020.
Απ' την άλλη πλευρά, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία και το Βέλγιο, θα επωφεληθούν απ' τις χαμηλότερες ενεργειακές τιμές, ενώ θα πληγεί οικονομικά πρωτίστως η Ουκρανία αλλά και η Πολωνία, λόγω του περιορισμού των τελών διέλευσης που θα προκαλέσει η κατασκευή του νέου αγωγού. Επίσης, δεν πρέπει, να λησμονούμε τα οικονομικά οφέλη που διακυβεύονται για τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες που συμμετέχουν στον αγωγό Nord Stream 2, της γαλλικής Εngie, της ολλανδο-βρετανικής Royal Dutch Shell, της αυστριακής OMV και των γερμανικών Uniper και Wintershall.
Παράλληλα, προωθείται η κατασκευή του ρωσο-τουρκικού αγωγού Turkish Stream, o οποίος δρα ανταγωνιστικά προς τον Διαδριατικό αγωγό (TAP) που έχει σχεδιαστεί για να προμηθεύσει με αέριο της Κασπίας την Ευρώπη. Κατά το τελευταίο έτος, Ρωσία και Τουρκία προχωρούν με μεθοδικές κινήσεις στην υλοποίηση του αγωγού αυτού, ενώ έχουν προγραμματίσει και την έναρξη της κατασκευής του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου το 2018. Προσφάτως, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία και η Σερβία δήλωσαν την πρόθεσή τους να συμμετέχουν στον Turkish Stream. Αυτό που τελικά φαίνεται να προκύπτει, είναι ένας κατακερματισμός ανάμεσα στις χώρες της κεντρικής και βορειανατολικής Ευρώπης, σχετικά με την στάση τους προς τη ρωσική ενέργεια, με τις εθνικές επιδιώξεις να υπερισχύουν σε κάθε περίπτωση των ευρύτερων ευρωπαϊκών σχεδιασμών.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ασκούνται πιέσεις προκειμένου να περιοριστεί η ενεργειακή πρόσβαση της Ρωσίας στην Ευρώπη, μέσω παράτασης των κυρώσεων προς τη Μόσχα (υπήρξε σχετική απόφαση της Γερουσίας που εκκρεμεί προς έγκριση). Πιθανή παράταση ή διεύρυνση των κυρώσεων, όμως, όχι μόνο θα δυσχεράνει την προσέγγιση Ουάσιγκτον-Μόσχας που επιχειρείται απ' τον Πρόεδρο Trump, αλλά ήδη συναντάει και τη σθεναρή αντίσταση μεγάλων αμερικανικών εταιρειών ενέργειας, όπως είναι η Exxon Mobil και η Chevron, οι οποίες έχουν αναλάβει έργα σε συνεργασία με ρωσικές ενεργειακές επιχειρήσεις.
Οι περίπλοκες σχέσεις με Σ. Αραβία και Κατάρ
Αν και τα δύο σουνιτικά κράτη παραδοσιακά αποτελούν συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή της Μ. Ανατολής, οι σχέσεις τους με τον αμερικανικό παράγοντα τα τελευταία χρόνια έχουν διαταραχθεί, τόσο λόγω της χρηματοδότησης που αυτά παρέχουν σε ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, όσο και λόγω του έντονου διεθνούς ενεργειακού ανταγωνισμού που προέκυψε ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών καινοτομιών στις ΗΠΑ. Η Σ. Αραβία προσπάθησε να θέσει εκτός αγοράς τους αμερικανούς παραγωγούς ενέργειας μέσω της μακροχρόνιας διατήρησης χαμηλών τιμών στο πετρέλαιο, αλλά τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να μειώσει σε σημαντικό βαθμό τα κρατικά της έσοδα. Παρά την πρόσφατη αμυντική συμφωνία της Σ. Αραβίας με τις ΗΠΑ, η Ρωσία σκοπεύει να εμβαθύνει τις επαφές της με το Ριάντ, καθώς ο μελλοντικός ηγέτης της χώρας, Πρίγκηπας Mohammed bin Salman, διατηρεί καλές σχέσεις με τη Μόσχα. Επιπρόσθετα, η Saudi Aramco εξετάζει τη σύμπραξή της με ρωσικές εταιρείες στον τομέα του υγροποιημένου φυσικού αερίου (ιδιαίτερα στον ρωσικό αρκτικό κύκλο) ενώ οι δύο χώρες χαράσσουν -ατύπως μεν αλλά από κοινού- και την τιμολογιακή πολιτική στη διεθνή αγορά του πετρελαίου, με την προοπτική μελλοντικά η Ρωσία να ενταχθεί επισήμως στον ΟΠΕΚ.
Όσον αφορά το Κατάρ, οι πρόσφατες εμπορικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη χώρα εξαιτίας της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της υποστήριξης του Ιράν, έπληξαν την οικονομία της πρώτης εξαγωγού υγροποιημένου φυσικού αερίου στον κόσμο, η οποία βρίσκεται πλέον σε άμεσο ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ στον τομέα αυτό (ιδιαίτερα για τις αγορές της Ασίας). Το Κατάρ μετά την εξαγορά του 19,5% των μετοχών της Rosneft, διαθέτει πλέον στενές οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα (φήμες αναφέρουν ότι η αγορά αυτή χρηματοδοτήθηκε από ρωσικούς πόρους και το επενδυτικό fund του Κατάρ έπαιξε απλά το ρόλο του «ανακυκλωτή» των χρηματών). Σε μια προσπάθεια να «απαντήσει» στο εμπάργκο, το Κατάρ ανακοίνωσε την απόφασή του να αυξήσει μελλοντικά κατά 30% την παραγωγή υγροποιημένου αερίου, ώστε να θέσει εκτός αγοράς τους ανταγωνιστές του στην αγορά. Πριν από λίγες μέρες, όμως, Κατάρ και ΗΠΑ υπέγραψαν συμφωνία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, κίνηση που αναμένεται να εκτονώσει σταδιακά την κρίση στις σχέσεις της Ντόχα με την Ουάσιγκτον και τις υπόλοιπες αραβικές χώρες. Βεβαίως, τόσο η Σ. Αραβία, όσο και το Κατάρ αποτελούν ανταγωνιστές και της ίδιας της Ρωσίας, στο βαθμό που προσφέρουν ανάλογα προϊόντα με αυτήν στις διεθνείς αγορές ενέργειας.
Έντονος ανταγωνισμός και στις ασιατικές αγορές
Αποτελεί γεγονός, ότι το ρωσικό φυσικό αέριο μπορεί να διατεθεί επί του παρόντος στην Ευρώπη σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με το αμερικανικό, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας και του δικτύου αγωγών που διαθέτει η Μόσχα. Αυτό σημαίνει, ότι κύρια στόχευση για το αμερικανικό αέριο αποτελούν σε πρώτη φάση οι αγορές της Ασίας και ιδιαιτέρως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ν. Κορέα και η Ινδία.
Η Ρωσία, όμως, ήδη δραστηριοποιείται έντονα στις αγορές αυτές. Η γιγαντιαία συμφωνία για την προμήθεια των ανατολικών επαρχιών της Κίνας με φυσικό αέριο μέσω του αγωγού Power of Siberia προχωράει κανονικά, ενώ η Κίνα συμμετέχει μέσω της κρατικής εταιρείας πετρελαίου και του επενδυτικού ταμείου για το Νέο Δρόμο του Μεταξιού και στο project της χερσονήσου Yamal στη Σιβηρία, απ' όπου θα προκύψουν τεράστιες ποσότητες υγροποιημένου ρωσικού αερίου για τις αγορές της Ασίας. Στο έργο αυτό συμμετέχει και η γαλλική Total που προσφάτως ανέλαβε την εκμετάλλευση του τεράστιου ιρανικού κοιτάσματος South Pars στα σύνορα με το Κατάρ, με την προοπτική να δραστηριοποιηθεί αργότερα και στο σουνιτικό βασίλειο, σχηματίζοντας έτσι ένα περίπλοκο ενεργειακό/διπλωματικό τετράγωνο μεταξύ Ρωσίας-Ιράν-Κατάρ-Γαλλίας.
Η Ρωσία αποκτά ερείσματα στην Άπω Ανατολή και μέσω του σχεδιαζόμενου έργου Far East LNG, όπου σκοπεύουν να συμπράξουν η Rosneft και η Exxon Mobil, με τη συμμετοχή κατά 25% των ιαπωνικών εταιρειών Mitsui και Mitsubishi. Στην Ινδία, η Rosneft, έχει επιτύχει συμπράξεις με μεγάλες ενεργειακές εταιρείες της χώρας, ενώ στη νήσο Σαχαλίνη, η Ρωσία έχει αναπτύξει εδώ και χρόνια την εξόρυξη πετρελαίου και αερίου, με τη συμμετοχή κατά 20% μιας ινδικής εταιρείας και κατά 30% μιας ιαπωνικής.
Συμπερασματικά, ο ενεργειακός ανταγωνισμός ΗΠΑ-Ρωσίας εκτείνεται γεωγραφικά τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία και αναμένεται μελλοντικά να ενταθεί εξαιτίας της μεγάλης προσφοράς ενέργειας. Τα συμφέροντα ισχυρών αμερικανικών και ρωσικών εταιρειών ενέργειας συμπίπτουν σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιτίας κοινών έργων που έχουν αναλάβει, αλλά προσκρούουν τόσο στις πιέσεις που ο Πρόεδρος Trump δέχεται από μεγάλη μερίδα του Τύπου και της Γερουσίας για να επιβάλλει νέες κυρώσεις, όσο και στην επιθυμία να προωθηθούν οι αμερικανικές εξαγωγές υγροποιημένου αερίου. Συνεπώς, η εξέλιξη των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων, πέραν της δυνατότητας εξεύρεσης λύσεων κοινής αποδοχής για τα ζητήματα της Συρίας και της Ουκρανίας, θα εξαρτηθεί και απ' τη δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα να προωθήσει τα αμιγώς επιχειρηματικά του συμφέροντα, μακριά από λογικές αυστηρής εθνικής ισχύος.
* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος και διεθνολόγος, συντονιστής έρευνας στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (Πάντειο Πανεπιστήμιο).