Η ώρα της ωριμότητας για τη γερμανική εξωτερική πολιτική έφτασε

Η ώρα της ωριμότητας για τη γερμανική εξωτερική πολιτική έφτασε

Του Βασίλη Κοψαχείλη*

Μετά το 1990, η Γερμανία δεν θα είχε καταφέρει πολλά, αν τότε δεν ακουμπούσε την πλάτη της στη δυναμική της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η συμπεριφορά των γερμανικών κυβερνήσεων από τότε μέχρι σήμερα, έδειξε ότι αυτό το γεγονός το Βερολίνο (γιατί θα μπορούσαμε ακόμη να μιλάμε για Δυτική Γερμανία και Βόννη…) μάλλον το ξέχασε.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, καλά τους Γερμανούς και τις «επαρχιακές ιμπεριαλιστικές» τους φιλοδοξίες, τον Γενάρη του 2009 η Ουάσιγκτον έπαιξε ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι με το Βερολίνο, και το αποτέλεσμα είναι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και η σημερινή Ευρωζώνη, για την οποία στην κατάσταση που βρίσκεται, μόνο πολιτικά αγράμματοι θα αισθάνονταν υπερήφανοι.

Και η Γερμανία ακόμη δεν έχει καταλάβει ότι πυροβόλησε τα πόδια της.

Στο μεταξύ, άλλαξαν και αλλάζουν οι παγκόσμιες συνθήκες και οι συσχετισμοί. Ο κόσμος επιστρέφει σε συνθήκες κλασσικής ισορροπίας της ισχύος και σε σφαίρες επιρροής με ηγεμονικά κράτη και ελεγχόμενες περιφέρειες.

Η μεταφορά ισχύος από τις Βρυξέλλες προς το Βερολίνο, που συντελέστηκε από το 2009 ως σήμερα, έχει αναδείξει τη Γερμανία σε σχεδόν απόλυτη ηγεμονική δύναμη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σήμερα, παρακολούθημα της Γερμανικής ισχύος και της φιλοσοφίας του «επαρχιακού ιμπεριαλισμού» παραμένει η Γαλλία, την ώρα που η Μ. Βρετανία έθεσε εαυτόν εκτός ευρωπαϊκού οικοδομήματος και κινδυνεύει με τους άστοχους χειρισμούς που γίνονται να αυτοκαταστραφεί, έχοντας απολέσει τη τεχνογνωσία και τη φιλοδοξία του δικού της «αστικού ιμπεριαλισμού».

Η μοναξιά της Γερμανίας ως ηγεμονικής δύναμης στην ΕΕ, σε ένα κόσμο που αναδιατάσσεται και οξύνεται, και ενόψει των Γερμανικών γενικών εκλογών στις 24 Σεπτεμβρίου, αναπόδραστα ανακινεί συζητήσεις και προκαλεί αποφάσεις μέσα στην ίδια τη Γερμανία, τον ρόλο της στην Ευρώπη και την εξωτερική της πολιτική στον κόσμο.

Τα δεδομένα…

Η Γερμανία έχει δύο ουσιαστικά επιλογές στα θέματα της εξωτερικής της πολιτικής.

Η μία της επιλογή είναι να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο και στο ίδιο μοτίβο που έχει χαράξει. Αυτή η επιλογή οδηγεί ιστορικά σε πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα που κανείς δεν θέλει να ξαναδεί στη Γηραιά Ήπειρο.

Η άλλη της επιλογή είναι να ενσκήψει στην ωριμότητα και να συμπεριφερθεί ως «αστική» ηγεμονική δύναμη προς την περιφέρειά της και τον κόσμο. Αυτό θα είναι κάτι νέο για την Γερμανική ισχύ, αλλά εξόχως ενδιαφέρον και ενδεχομένως πολύ κερδοφόρο για όλους, όχι μόνο για τους Γερμανούς.

Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα δεδομένα σε αυτή την πορεία.

Πηγή ισχύος της Γερμανίας είναι η δυναμική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και όχι το Γερμανικό κράτος. Η Γερμανία είναι ηγεμονική δύναμη, και σε ένα κόσμο ισορροπίας της ισχύος, οφείλει να συμπεριφερθεί ως ηγεμονική δύναμη και όχι να παριστάνει τον πρώτο μεταξύ ίσων, στραγγίζοντας υπογείως την περιφέρεια για χάρη του κέντρου. Και τον ρόλο της ως ηγεμονικής δύναμης να τον επιβάλλει με τρόπο δημοκρατικό (αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση) στην σφαίρα επιρροής της, και δια τις κοινής ευρωπαϊκής ισχύος στις διεθνείς της σχέσεις.

Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι ΗΠΑ και Γερμανία έχουν μπει σε μία φάση ανταγωνισμού με κίνδυνο τη διάρρηξη των Ατλαντικών σχέσεων. Η Γερμανία επιχειρεί αντιστάθμιση με τον προσεταιρισμό της Ρωσίας και της Κίνας στους σχεδιασμούς της. Όποια και αν είναι η σημερινή διάθεση της Ουάσιγκτον απέναντι στη Γερμανία και την Ευρώπη, υπάρχουν ιστορικοί δεσμοί και πολυεπίπεδες σχέσεις προστασίας των ατλαντικών σχέσεων και αυτό το στοιχείο αποτελεί μεγάλη δικλείδα ασφαλείας των συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ- Ευρώπης. Αντίθετα, αυτό που πάει να κάνει η Γερμανία είναι να βάλει τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, επειδή ο σκύλος γέρασε ή πεινάει.

Τρίτο δεδομένο είναι ότι με αφορμή τις εξελίξεις στις Γερμανο-τουρκικές σχέσεις φαίνεται πως η Γερμανία, ευτυχώς, απομακρύνεται από την πολιτική της διεύρυνσης της ΕΕ. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως δεν θα επιδιώξει μια ειδική σχέση με την Τουρκία.

Τέταρτο δεδομένο είναι ότι με το σημερινό οικονομικό σχεδιασμό στην ευρωζώνη, κάποια στιγμή η ευρωζώνη θα τιναχθεί στον αέρα από μια «Ευρωπαϊκή Άνοιξη» και θα μείνουν οι εγγυήσεις στη Γερμανία να παρακαλά εκείνη για διαγραφές χρεών που θα έχει φορτωθεί. Εκτός και αν προλάβει να τα φορτώσει στην ΕΚΤ. Σε αυτή τη διάσταση, ούτε η θέση των Γάλλων για κοινό ευρωπαϊκό υπουργείο οικονομικών είναι ορθή, διότι πολύ απλά τέτοια πράγματα γίνονται σε εποχές καλές, σε εποχές οικονομικής ευφορίας, και όχι σε εποχές παγκόσμιας σύνθετης κρίσης. Είναι πολύ μεγάλο το ρίσκο και ορθά δεν το αναλαμβάνει η Γερμανία!

Ο δρόμος προς την ωριμότητα για τη Γερμανία

Για τη Γερμανία, ο δρόμος προς την ωριμότητα είναι ένας. Να αντιληφθεί ότι η ισχύς της απορρέει μέσα από την ευρωπαϊκή δυναμική και όχι από τις επιλογές της ή τις δυνατότητές της ως έθνους-κράτους.

Θα πρέπει να αλλάξει τη στάση της απέναντι σε όλους τους ευρωπαίους εταίρους της. Είναι σύμμαχοί της και όχι υποτελείς της!

Η Γερμανία οφείλει να χαράξει μία «θεωρία νίκης» για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τα συμφέροντά του στον κόσμο. Χρειάζεται όραμα και σοβαρός σχεδιασμός απέναντι στα ευχολόγια, τα δάκρυα και τις χαρές της κας Mogherini. Χρειάζεται η αξιόπιστη έκφραση «ευρωπαϊκού συμφέροντος», πέρα και έξω από τα εθνικά συμφέροντα. Στα πλαίσια αυτά να σχεδιαστεί η παγκόσμια πολιτική της ΕΕ βάσει των πραγματικών δεδομένων, των κοινών συμφερόντων και των ρόλων που ο καθένας ισόρροπα θα αναλάβει στο νέο σχεδιασμό. Έτσι η Γερμανία θα αποκτήσει «νομιμοποίηση» του ηγεμονικού της ρόλου.

Θα πρέπει να αποφευχθεί το γενναιόδωρο άνοιγμα της πόρτας της Ευρώπης σε δυνάμεις με ικανότητα «φυλάκισης» των ευρωπαϊκών συμφερόντων στο στενό χώρο της Γηραιάς Ηπείρου και τη «μαύρη τρύπα» της Μεσογείου. Κινδυνεύει η ΕΕ και η Γερμανία να έχουν την τύχη της Γένοβας και της Βενετίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Εγκλωβίστηκαν και αναλώθηκαν στο στενό χώρο τους και έχασαν το τρένο της ιστορικής μετάβασης στην εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων, με αποτέλεσμα γρήγορα να ξεπεραστούν και να χαθούν.

Τα παραπάνω αποτελούν μερικούς άξονες στους οποίους η νέα Γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει στις εκλογές θα μπορούσε να βασίσει μία επανεκκίνηση της εξωτερικής της πολιτικής σε βιώσιμες και σταθερές βάσεις.

Στο νέο κόσμο που γοργά ανατέλλει τα μεγέθη ακόμη και της Γερμανίας είναι μικρά και αναλώσιμα. Η Ευρώπη, ακόμη, μετρά για όλους μας και σε αυτή τη βάση θα πρέπει να συνεννοηθούμε.

*Ο κ. Βασίλης Κοψαχείλης είναι Διεθνολόγος, Γεωστρατηγικός Αναλυτής.