Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου*
Αναμφισβήτητα, η καταφανής επικράτηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις τουρκικές εκλογές, συνιστά μία εξ ολοκλήρου διαφορετική πολιτική πραγματικότητα για την γείτονα χώρα, καθώς εντός της επόμενης πενταετίας πρόκειται να ολοκληρωθεί το μεγαλεπήβολο όραμα του AKP, περί μετατροπής της Τουρκίας σε μια ισλαμική δημοκρατία. Το ανωτέρω εγχείρημα, απότοκο του εσωτερικού μετασχηματισμού της τουρκικής κοινωνίας που συντελείται σταδιακά την τελευταία 15ετία, ενέχει προκλήσεις και κινδύνους τόσο για την περιφερειακή σταθερότητα, όσο και δυνητικές αρνητικές προεκτάσεις για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Με την συγκέντρωση υπερεξουσιών στο πρόσωπο του Τούρκου Προέδρου, η Τουρκία εισέρχεται πλέον σ ένα καθεστώς μετάβασης προς μία ισλαμική δημοκρατία σουνιτικού τύπου, γεγονός που θα επιφέρει σημαντικές θεσμικές αλλαγές στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης, καθώς προϋποθέτει συγκεντρωτικές γραφειοκρατικές διαδικασίες με ίδρυση νέων θεσμικών οργάνων και χάραξη πολιτικής βασισμένη σε μια γραφειοκρατία που θα προσλαμβάνεται και θα ελέγχεται πλήρως από το καθεστώς Ερντογάν.
Ως εκ τούτου, ο ήδη σημαντικός ρόλος της ισλαμικής παραστρατιωτικής οργάνωσης Sadat στην στελέχωση της δημόσιας διοίκησης και των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας θα ενισχυθεί περαιτέρω.
Παράλληλα αναμένεται η επιβολή επιπρόσθετων εκτεταμένων προγραφών σ΄ολο το φάσμα της δημόσιας διοίκησης, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως συνθήκες εκφοβισμού και αποκλεισμού αντιφρονούντων, πυροδοτώντας δυνητικά φυγόκεντρες τάσεις,σε ασφυκτιούσες δυτικότροπες ελίτ, σε τμήματα πιεζόμενων πληθυσμιακών ομάδων (Alevi) και στις συστηματικά διωκόμενες σουνιτικές φράξιες-(Οπαδοί Gulen).
Κατά συνέπεια, οι διώξεις ιδίως κατά των φερόμενων ως γκιουλενιστών στην δημόσια διοίκηση, θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη οξύτητα, καθώς η εγκαθίδρυση ενός προσωποπαγούς ισλαμικού καθεστώτος, προϋποθέτει την εξάλειψη θυλάκων που δύνανται να συμβάλλουν στην ανατροπή του.
Το δίκτυο FETO του κατοικοεδρεύοντος στην Πενσυλβάνια Ιμάμη Gulen, έχει χαρακτηριστεί ως υπαρξιακή απειλή για το καθεστώς Erdogan και κατ' επέκταση για το τουρκικό κράτος, ως εκ τούτου, η εξάλειψη της επιρροής του καθίσταται ύψιστη προτεραιότητα στην διαμορφούμενη «νέα» Τουρκία στο πλαίσιο μιας τιμωρητικής πολιτικής (punitivepolicy).
Παραταύτα, καθίσταται προφανές πως η ομαλή μετάβαση στο νέο προεδρικό σύστημα προϋποθέτει την απαραίτητη εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και κυρίως την διαμόρφωση ενός συναινετικού κλίματος τόσο εντός του AKP (αναφορικά με τις περιπτώσεις ηγητόρων που έχουν απομακρυνθεί όπως οι Νταβούτογλου και Γκιουλ) όσο και με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης για ζητήματα που αφορούν την αποδοχή/συναίνεση/συμμετοχή της στην εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης στο προσεχές μέλλον, γεγονός που θα προϊδεάζει για πιθανή προετοιμασία της διάδοχης κατάστασης στο απώτερο μέλλον.
Η ανωτέρω παράμετρος μπορεί να αποβεί καθοριστική για μελλοντικές εξελίξεις στο εσωτερικό πεδίο, καθώς το καθεστώς Ερντογάν θα βρεθεί αντιμέτωπο με σωρεία εξωτερικών και εσωτερικών προκλήσεων,προεξαρχούσης της οικονομίας. Είναι πολύ πιθανό ο Τούρκος Πρόεδρος να προβεί σε επιλεκτικούς πολιτικούς τακτικισμούς εν είδεισυμβιβασμού και δειγμάτων καλής θέλησης προς τους πολιτικούς του αντιπάλους (selectivereconciliation).Ένα πρώτο δείγμα αφορά την παύση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης (μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό).
Αξίζει να σημειωθεί πως το AKP υπέστη φθορά στην εκλογική αναμέτρηση, ενώ αναδείχθηκαν νέες αντιπολιτευτικές πολιτικές μορφές, όπως ο Ιντζέ αλλά και η Ακσενέρ που δυνητικά συγκροτούν έναν πόλο με αυξημένες δυνατότητες αναδιάταξης και συσπείρωσης δυνάμεων, επωφελούμενοι και από την φυσιολογική φθορά του κυβερνώντος σχηματισμού την επόμενη πενταετία (Ήδη το AKP απώλεσε το 7% της προηγούμενης εκλογικής του δύναμης στις πρόσφατες εκλογές).
Οι εκλογές ανέδειξαν δύο κυριαρχούσες δυναμικές εντός του τουρκικού πολιτικού συστήματος, οι οποίες χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής: το υπερεθνικιστικό κομμάτι (MHPκαι IyiParti) εκπροσωπείται συνολικά στην Τουρκική Βουλή, με ποσοστό που αγγίζει αθροιστικά το 22%, αποτελώντας πλέον τον ρυθμιστικό παράγοντα της τουρκικής πολιτικής σκηνής, ενώ ο εθνικισμός καθίσταται το κέντρο βάρους της τουρκικής πολιτικής (Και τα τέσσερα κύρια κόμματα της Βουλής (AKP-MHP-CHP και IYIParti) έχουν τον εθνικισμό ως πρόταγμα πολιτικής).
Η έτερη δυναμική αφορά την παγίωση μιας ισλαμικής πλειοψηφίας ως κυρίαρχης στο τουρκικό πολιτικό γίγνεσθαι, γεγονός που αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στα εκλογικά αποτελέσματα της περιοχής της Κωνσταντινούπολης, ένα απ' τα πάλαι ποτέ προπύργια του τουρκικού κοσμικού κράτους.
Ο συγκερασμός ισλαμικού συντηρητισμού και εθνικισμού θα επηρεάσει καταλυτικά την τουρκική εξωτερική ατζέντα την επόμενη πενταετία. Η εξάρτηση του Ερντογάν από τις βουλές του MHP,- ενώ δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και μελλοντική συναίνεση ή συμμετοχή του IYIParti-, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για περαιτέρω επίδειξη άκαμπτης στάσης τόσο ως προς το κουρδικό ζήτημα, όσο και προς την στρατηγική σχέση Τουρκίας-Δύσης, ενώ ειδικά ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις η δυναμική αναπτύσσεται επί τα χείρω.
Ως προς το κουρδικό ζήτημα, το συντριπτικό σύνολο του τουρκικού πολιτικού κόσμου-των υπερεθνικιστών προεξαρχόντων-, διακατέχεται από το λεγόμενο «Σύνδρομο των Σεβρών»,το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την δημιουργία αυτόνομης κουρδικής οντότητας ως βήμα διάλυσης του τουρκικού κράτους υπό δυτική μεθόδευση, ως εκ τούτου επικρότησε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο συριακό έδαφος. Το εφαρμοζόμενο προληπτικό επιθετικό δόγμα Ερντογάν, πρόκειται να ενισχυθεί περαιτέρω, καθώς στρέφεται εναντίον των Κούρδων στο Βόρειο Ιράκ.
Παράλληλα, η διττή στρατηγική Ερντογάν στο εσωτερικό πεδίο αναφορικά με τους Κούρδους, η οποία αποσκοπεί στην σύγχυση και στην δυνητική διάσπαση του κουρδικού κόμματος HDP μέσω της απονομιμοποίησης και σύνδεσης της ηγεσίας του με το PKK, θα λάβει επιπρόσθετη στήριξη από το ισχυρό υπερεθνικιστικό κομμάτι εντός της τουρκικής Βουλής, ενώ παράλληλα ο Τούρκος πρόεδρος δεν αποκλείει πολιτικές παραχωρήσεις (politicalconcessions)έναντι ανταλλαγμάτων, στους Κούρδους που λόγω θρησκευτικής εγγύτητας με το AKP, προσβλέπουν σ ένα καλύτερο modusvivendi με την τουρκική ηγεσία.
Ως προς την στρατηγική σχέση Τουρκίας-Δύσης, ο Τούρκος Πρόεδρος ακολουθεί το συναλλακτικό μοντέλο που βασίζεται στην προάσπιση του τουρκικού εθνικού συμφέροντος strictosensu, ενώ η συμπόρευσή του με το MHP, θα ενισχύσει την ακολουθήσασα πολιτική της αυτόνομης πορείας της Τουρκίας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Η ευρασιατική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής για την νέα Τουρκία αποτελεί αν όχι μονόδρομο, εντούτοις μια επιλογή συμβατή με τις προτιμήσεις (preferences) τόσο της ηγεσίας του AKP όσο και των υπερεθνικιστών συνοδοιπόρων της, αν και θα πρέπει να επισημανθεί πως αυτός ο προσανατολισμός δεν έχει μακροπρόθεσμα στρατηγικά χαρακτηριστικά, καθώς η νέα Τουρκία, στο πλαίσιο της αναβίωσης της εξωτερικής πολιτικής του «Επιτήδειου Ουδέτερου» κινείται επ' ωφελεία αποκλειστικά των δικών της συμφερόντων (marchalonepolicy).
Παραταύτα, η Τουρκία δεν αναμένεται να διαρρήξει την σχέση της με την Δύση, παρά θα κινηθεί με στόχο την απόκτηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων έναντι των περιφερειακών ανταγωνιστών της στο πολιτικό-διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο εξαιτίας του σημαντικού ειδικού της βάρους στο πλαίσιο της συναλλακτικής θεώρησης της πολιτικής.
Το βασικό «στοίχημα» της τουρκικής ηγεσίας τα επόμενα χρόνια είναι να θέσει τα θεμέλια του να καταστεί το τουρκικό κράτος, ρυθμιστής των περιφερειακών γεωπολιτικών εξελίξεων, ανακτώντας τον πρότερο ρόλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως κράτους -εκκρεμούς (swingstate) με γεωπολιτικούς όρους.
Στο πλαίσιο αυτό, η νέα διακυβέρνηση Ερντογάν θα επιδείξει μία πολιτική έναντι της Δύσης (ΗΠΑ και Ε.Ε) που θα περιλαμβάνει τόσο παραχωρήσεις έναντι ανταλλαγμάτων, όσο και απόρριψη δυτικών στρατηγικών επιλογών ως ένδειξη ισχύος (defianceasanactofpower).Το ζήτημα της ταυτόχρονης απόκτησης των οπλικών συστημάτων S-400 και F-35 από την Τουρκία εμπίπτει στην επιδιωκόμενη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας με την σύμφωνη γνώμη του υπερεθνικιστικού μπλοκ.
Παράλληλα όμως η συγκεκριμένη -μη συμβατή με τις νατοϊκές προδιαγραφές- αγορά, θα συνεχίσει να αποτελεί διαπραγματευτικό «χαρτί» στην πάγια στρατηγική επιδίωξη του Τούρκου Προέδρου που αφορά την αναγνώριση του status της Τουρκίας ως αυτόνομου ρυθμιστικού πόλου από τις ΗΠΑ και την Δύση εν γένει.
Σημαντικά σημεία τριβής στο προσεχές μέλλον για τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις θα αποτελέσουν οι επιπτώσεις από τους αμερικανικούς δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα , ενώ η πιθανή επιβολή κυρώσεων εκ μέρους των ΗΠΑ στις χώρες που εισάγουν πετρέλαιο από το Ιράν θα πυροδοτήσει εκ νέου αντιπαράθεση.
Αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η συνέχιση της υβριδικής προσέγγισης έναντι της Ελλάδας, απόρροια του προληπτικού δόγματος Ερντογάν, επιδιώκει να δημιουργήσει εκ νέου συνθήκες στρατηγικού αιφνιδιασμού της Αθήνας αλλά και της Λευκωσίας. Η στόχευση της νέας Τουρκίας παραμένει η αύξηση της τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια και ο στρατηγικός έλεγχος των φυσικών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο(Αιγαίο και Κύπρος).
Οι νέες αλλαγές που προαλείφονται στο θεσμικό κομμάτι της εθνικής ασφάλειας με πιθανή συμπερίληψη υπερεθνικιστών σε ζωτικά κέντρα λήψης αποφάσεων προδιαθέτουν για μία επιδείνωση της ρητορικής αφενός, αφετέρου θα πρέπει να προβληματίσει την ελληνική ηγεσία η πιθανότητα επανάκαμψης πρώην διωκόμενων εθνικιστών στελεχών σε καίρια πόστα και η βελτίωση των διακλαδικών δυνατοτήτων των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, απόρροια του επιδιωκόμενου καλύτερου ελέγχου και συντονισμού από την αναβάθμιση του κεντρικού θεσμικού οργάνου λήψης αποφάσεων.
Παράλληλα, η στρατηγική «Αιχμηρής Ισχύος» του Ερντογάν έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου θα ενταθεί, καθώς στοχεύει στο να σύρει την ελληνική και την κυπριακή πλευρά πιεζόμενες στο πεδίο των διαπραγματεύσεων, υπό δυσμενείς όρους.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί η τουρκική απόπειρα διεμβολισμού και διάσπασης της ενιαίας ευρωπαϊκής στάσης έναντι της Τουρκίας και της προώθησης διμερών διπλωματικών διαδικασιών, συμβατών με το πνεύμα που ήδη διακατέχει πλείστες ευρωπαϊκές χώρες (προεξάρχοντος του Ηνωμένου Βασιλείου). Η πρότερη λογική δημιουργίας συνολικού ευρωπαϊκού πλαισίου που θα ήλεγχε την επιθετικότητα της Τουρκίας λόγω της ενταξιακής προοπτικής της, καθίσταται πλέον παρωχημένη.
*Στρατηγικός Αναλυτής, Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης