Του Δρ Κλεάνθη Κυριακίδη*
Oι πολιτικοί επιστήμονες παρακολουθούν τις εξελίξεις στην Κριμαία διότι πράγματι έχει έναν βαθμό επικινδυνότητας και αξίζει περαιτέρω ανάλυσης. Όμως δεν είναι κάτι καινούριο, ούτε για τη Ρωσία (για όσους γνωρίζουν τις εξελίξεις στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσσετία) ούτε ιστορικά.
Θα είχε ενδιαφέρον με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα, να δούμε τον τρόπο με τον οποίο κάποια κράτη επιτυγχάνουν τους μακροπρόθεσμους στόχους τους και γι' αυτό η πρώτη μας αναλογία είναι μεταξύ της Κριμαίας και της Αλεξανδρέττας.
Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα με την υπογραφή του καθηγητού γεωστρατηγικής Μέσης Ανατολής Δρ. Άρεφ Αλομπέιντ και τιτλοφορείται «Οι ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές καταβολές των σχέσεων Συρίας και Τουρκίας», ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «η Τουρκία, με την εμμονή της, τη συστηματική της πολιτική, την έξυπνη διπλωματική προσέγγιση, και την εκμετάλλευση των κατάλληλων διεθνών συνθηκών κατάφερε να πετύχει τον 'εθνικό' της στόχο, να προσαρτήσει την περιοχή της Αλεξανδρέττας στην τουρκική επικράτεια».
Η προσάρτηση δεν είναι κάτι απλό: απαιτεί έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό νομιμοποίησης και επειδή αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί βάση της αρχής της εθνικής κυριαρχίας, επιστρατεύεται η αρχή/ δικαίωμα της «αυτοδιάθεσης των λαών». Προφανώς οι περιπτώσεις της Αλεξανδρέττας και της Κριμαίας έχουν τεράστιες διαφορές.
Όμως και στις δυο περιπτώσεις είχαμε «εκμετάλλευση των κατάλληλων διεθνών συνθηκών και επίτευξη εθνικού στόχου». Η διαφορά είναι ότι η Ρωσία δεν ήταν αναγκασμένη να προβεί σε σταδιακές κινήσεις όπως η Τουρκία, η οποία στην αρχή ζητούσε αυξημένα δικαιώματα για τη μειονότητά της στην ευρύτερη περιοχή της Αλεξανδρέττας, μετά επιχείρησε επίτευξη ημιαυτονομίας της περιοχής αυτής που ανήκε στη Συρία, αργότερα ζήτησε αυτονομία, ανεξαρτησία και τέλος προσάρτησε την περιοχή, εκμεταλλευόμενη την αλλοίωση της πληθυσμιακής αναλογίας στην περιοχή.
Στην Κύπρο, η άμεση αντίδραση της διεθνούς Κοινότητας μετά την εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος του μαρτυρικού νησιού, την εμπόδισε να προχωρήσει σε τόσο βαρύ τετελεσμένο (κίνηση προσάρτησης). Άλλωστε πριν την προσάρτηση υπάρχει συνήθως το βήμα της ανεξαρτησίας που επιχειρήθηκε με την επίσης απόλυτα αποτυχημένη ανακήρυξη του ψευδοκράτους.
Τόσο η περίπτωση της Κριμαίας (της οποίας η εισβολή έχει αρκετές ομοιότητες με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και τη σημαντική διαφορά ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μειονότητα και όχι πλειοψηφία στο νησί), όσο και της Αλεξανδρέττας πρέπει να μας προβληματίσουν. Η Τουρκία εφάρμοσε τακτική «Κριμαίας» στην Κύπρο, αλλά και εν μέρει Αλεξανδρέττας, αφού προχώρησε σε εποικισμό για πληθυσμιακή αλλοίωση και πλέον οι Τούρκοι είναι περίπου όσοι και οι Τουρκοκύπριοι στο νησί.
Επιπρόσθετα, εφαρμόζει τακτική «Αλεξανδρέττας» στην Δυτική Θράκη. Δεν υπάρχουν ώριμες συνθήκες για να διεκδικήσει κάτι με αξιώσεις, οπότε ζητά αναγνώριση «τουρκικής» μειονότητας, δικαιώματα παρέμβασης (άμεσης ή έμμεσης όπως στο θέμα των μουφτήδων) και περιμένει να κάνει το θαύμα της η υπογεννητικότητα των Ελλήνων και να καρποφορήσει έτι περαιτέρω η προσπάθειά της να προσεταιριστεί τους ομόθρησκους Πομάκους και Ρομά.
Και αν η Θράκη μας αποτελεί πεδίο αναμφίβολων μελλοντικών διεκδικήσεων από την ισχυρή και αναθεωρητική Τουρκία, θα πρέπει να προσέξουμε την «εμμονή, τη συστηματική πολιτική, την έξυπνη διπλωματική προσέγγιση, και την εκμετάλλευση των κατάλληλων διεθνών συνθηκών προς επίτευξη εθνικού στόχου» από την βόρειο γείτονα πΓΔΜ, η οποία υστερεί πολύ στο ισοζύγιο ισχύος έναντι της χώρας μας.
Ήδη έχω εκφράσει τις απόψεις και αντιρρήσεις μου για την Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά θα ήθελα ο αναγνώστης να προσπαθήσει να την κατανοήσει μέσα και από το πρίσμα της συστηματικής προσέγγισης και του σταδιακού κέρδους των Σλαβομακεδόνων εδώ και δεκαετίες. Και προσωπικά δεν έχω πειστεί ότι ο «εθνικός τους σκοπός» είναι κάτι λιγότερο από την δημιουργία μιας «μεγάλης Μακεδονίας», με σημαντικότατο ποσοστό της χώρας να στηρίζει μια τέτοια σκέψη.
Δεν στέκομαι καν στην οικειοποίηση του ονόματος «Μακεδονία», αφού ήδη ουδείς αναφέρεται σε κράτος «Βόρειας Μακεδονίας». Θα κάνω, δε, την εκτίμηση ότι η ιδέα της «μεγάλης Μακεδονίας» είναι σχεδόν τόσο ισχυρή – ίσως και ισχυρότερη – της ιδέας της «μεγάλης Αλβανίας». Μήπως θα έπρεπε οι ιθύνοντες να είναι πιο προσεκτικοί και να πέσει το βάρος της χώρας στην στήριξη και την ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας (Ήπειρος, Μακεδονία και Θράκη);
Και κάτι τελευταίο: αν ακραία στοιχεία υποκινούν ή οργανώνουν κινητοποιήσεις για τη Μακεδονία, η λύση δεν είναι να θεωρήσουμε και χαρακτηρίσουμε τους συμμετέχοντες ως «φασίστες». Η λύση είναι να περιθωριοποιήσουμε τις ακραίες φωνές και όλοι μαζί να μπορούμε άφοβα να ψάλλουμε τον Εθνικό Ύμνο ή να τραγουδάμε το «Μακεδονία Ξακουστή», χωρίς να μεταφράζεται αυτόματα ο πατριωτισμός μας σε ρατσισμό, ξενοφοβία, σοβινισμό ή πατριδοκαπηλία.
*Ο Δρ Κλεάνθης Κυριακίδης είναι Διεθνολόγος
Φωτογραφία AP