Της Ανδριανής Πετρίδου *
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα γεννήθηκε η «διπλωματία του πετρελαίου» η οποία με σύγχρονες πολιτικές (lobbying) άρχισε να χαράσσει τις στρατηγικές και να διαμορφώνει τις αντίστοιχες τακτικές επιλογές των μεγάλων δυνάμεων αλλά και ενώσεων κρατών όπως είναι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετεξέλιξη της «διπλωματίας του πετρελαίου» σήμερα, αποτελεί η «πολιτική των αγωγών» (pipeline politics), που αφορά στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς οι οποίοι διαμορφώνουν τον σχεδιασμό και την πιθανότητα χάραξης πετρελαιαγωγών ή αγωγών φυσικού αερίου από τους τόπους παραγωγής και εξόρυξης στις καταναλωτικές αγορές της Δύσης.
Στην σύγχρονη εποχή δημιουργούνται όμως νέες συνθήκες ανταγωνισμού και ισορροπιών λόγω των αυξημένων αναγκών της ΕΕ και γενικότερα της Δύσης με τα ενεργειακά κοιτάσματα της περιοχής της Κασπίας αλλά και της Κεντρικής Ασίας να γίνονται πολύ σημαντικά. Οι πρωταγωνιστές σε αυτό το παιχνίδι, εκτός από τις ίδιες τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, είναι η Ρωσία, οι ΗΠΑ, η Ευρώπη, η Τουρκία αλλά και ως ένα βαθμό και η Ελλάδα, ως μέλους της ΕΕ και παράγοντα σταθερότητας.
Η γεωοικονομική-γεωπολιτική σπουδαιότητα της Κασπίας
Στην γεωπολιτική-γεωοικονομική εξέλιξη της ΝΔ Ασίας υπήρξαν δύο ορόσημα που συνδέονται με την πτώση δύο αυτοκρατοριών: της Οθωμανικής (1900-1922) και της Σοβιετικής Ενώσεως (1980-1992). Το πετρέλαιο και γενικότερα η ενεργειακή επάρκεια αν και δεν διαμόρφωσε, οπωσδήποτε επιτάχυνε την πορεία προς την κατάρρευση μαζί με άλλους παράγοντες. Η «διπλωματία του πετρελαίου» και η μετεξέλιξή της, η «πολιτική των αγωγών» έφερε στο προσκήνιο έναν τόπο με σημαντικά ενεργειακά αποθέματα που έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον της Δύσης, την Κασπία Θάλασσα και γενικότερα την περιοχή των λοιπών χωρών της Κεντρικής Ασίας.
Η Κασπία Θάλασσα είναι παγκοσμίως το μεγαλύτερο κλειστό σώμα νερού. Δεν υπάρχει κοινή προσέγγιση ακόμη και σήμερα από τα 5 παράκτια Κράτη, αν αποτελεί λίμνη ή … κλειστή θάλασσα. Η λεκάνη της Κασπίας αποτελεί μία μεγάλη υπό-περιοχή της Ευρασιατικής Ηπείρου και θεωρείται μαζί με τα Ουράλια ως το σύνορο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, Δύσης και Ανατολής. Να υπενθυμίσουμε ότι γεωγραφικά, καλύπτει μία μεγάλη ενιαία έκταση, η οποία εκτείνεται από τη Μαύρη Θάλασσα στα δυτικά ως την Κεντρική Ασία στα ανατολικά με την Κασπία στο κέντρο, να χωρίζει τον Καύκασο από την Κεντρική Ασία στον άξονα Δύσης- Ανατολής και τη Ρωσία από το Ιράν στον άξονα Βορρά- Νότου. Η αναφερόμενη ως περιοχή του Καυκάσου διακρίνεται στον Βόρειο Καύκασο ο οποίος καλύπτει όλες τις νότιες αυτόνομες «δημοκρατίες» της Ρωσικής Ομοσπονδίας και το Νότιο Καύκασο, ο οποίος περιλαμβάνει τα 3 ανεξάρτητα κράτη, την Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν με ανάμεικτους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Από την άλλη πλευρά, η Κεντρική Ασία περιλαμβάνει τα επονομαζόμενα 5 «Στανς», δηλ. το Καζακστάν που είναι και η μεγαλύτερη χώρα, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν. Το Ιράν και το Αζερμπαϊτζάν είναι τα δύο Κράτη με πλειοψηφία μουσουλμάνων Σιιτών, ενώ τα 5 Στανς αν και είναι κοσμικά κράτη έχουν μεγάλες ισλαμικές φονταμενταλιστικές πληθυσμιακές ομάδες, με όλα τα προβλήματα, που εκτιμάται ότι μπορεί να ανακύψουν.
Από την περιοχή της Κασπίας περνούσε ο «διάδρομος» μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής γνωστός και ως «Δρόμος του Μεταξιού». Ο έλεγχος ζωτικών χερσαίων και υδάτινων οδών, ιδιαίτερης σημασίας για το εμπόριο μπαχαρικών και μεταξιού, εξασφάλιζε μεγάλα πλούτη και δύναμη τόσο στους ντόπιους πληθυσμούς της περιοχής όσο και στις μεγάλες εμπορικές δυνάμεις. Προκαλούσε όμως και έντονες διαμάχες. Με την βιομηχανική και τεχνολογική πρόοδο το ενδιαφέρον του παγκόσμιου επιχειρηματικού κόσμου και των Μεγάλων Δυνάμεων από το εμπόριο εστιάστηκε στους ενεργειακούς πόρους.
Η παρουσία πετρελαίου στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία καταγράφεται τον 13ο αιώνα μ.Χ. ενώ το Κασπιανό πετρέλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στον γεωστρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ της Ρωσικής και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για την κυριαρχία στην Κεντρική Ασία τον 19ο αιώνα. Αργότερα το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ανεδείχθησαν σε κινητήριους μοχλούς του ανταγωνισμού των δυνάμεων για τον έλεγχο της Ευρασιατικής κεντρικής ζώνης, της γνωστής με όρους γεωπολιτικής ως heartland και παρά το γεγονός ότι η περιοχή δεν είναι «Περσικός Κόλπος» είναι πλούσια σε ενεργειακά αποθέματα. Ενώ το Καζακστάν κρατάει τα πρωτεία (πλην Ρωσίας), το Αζερμπαϊτζάν διατηρεί σημαντικά επίπεδα παραγωγής φυσικού αερίου. με την παραγωγή του Τουρκμενιστάν να είναι υψηλότερη με σημαντικά αποδεδειγμένα αποθέματα τα οποία μπορούν να μεταφερθούν εύκολα, μέσω υποθαλάσσιου αγωγού που θα φτάνει στο Αζερμπαϊτζάν. Υπάρχουν όμως τρία σημαντικά προβλήματα που αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα στην εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων και συνεπώς στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών της περιοχής:
- H «ιδιόμορφη» γεωγραφία συνέπεια της οποίας είναι η δύσκολη και μακρινή πρόσβαση σε οποιαδήποτε θάλασσα.
- Το αδιευκρίνιστο νομικό καθεστώτος της Κασπίας και των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης από τα παράκτια Κράτη.
- Οι διάφορες και πολλαπλές τοπικές διαμάχες στον Καύκασο, οι οποίες δημιουργούν πολιτική και στρατιωτική αστάθεια, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ασφάλεια και των ήδη υπαρχόντων αλλά και των σχεδιασμένων αγωγών.
Οι ενεργειακές προκλήσεις της ΕΕ και της Δύσης
Σε ό,τι αφορά στην ενεργειακή πολιτική η ΕΕ έχει θέσει τους παρακάτω στόχους :
- Μείωση του ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις («ανταγωνιστικότητα»)
- Εξασφάλιση αξιόπιστου και απρόσκοπτου ενεργειακού εφοδιασμού («ασφάλεια του εφοδιασμού»)
- Περιορισμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την παραγωγή, τις μεταφορές και τη χρήση της ενέργειας («αειφορία»).
Το ζήτημα όμως είναι ότι η Ευρώπη εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις εισαγωγές ενέργειας από τρίτες χώρες την στιγμή που τα μοναδικά ενεργειακά κοιτάσματα της Ηπείρου, αυτά της Βόρειας Θάλασσας, εμφανίζουν φθίνουσα παραγωγική δυναμική. Η εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές αυξήθηκε σημαντικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες και οι χώρες της ΕΕ εισάγουν ετησίως το ισοδύναμο 406 δισεκατ. EUR (3,2% του ΑΕΠ). Επισημαίνεται ότι ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη βασίζονται σε έναν μόνο προμηθευτή (Ρωσία) και συχνά σε μία και μοναδική οδό εφοδιασμού για το 80% έως και το 100% του αερίου που καταναλώνουν. Αυτό σημαίνει ότι είναι εκτεθειμένα στην ισχύ του μοναδικού προμηθευτή τους, ο οποίος ενδέχεται να μην ακολουθεί πάντα τη λογική της αγοράς για τον καθορισμό των τιμών του. Η «διασπορά κινδύνου» με την δυνατότητα εφοδιασμού από πολλούς προμηθευτές, είναι αναγκαία συνθήκη σταθερότητας στην σχέση παραγωγή-κατανάλωση, όσο και για τις τιμές των ενεργειακών πόρων. Η αυξημένη ζήτηση ενέργειας σε άλλα μέρη του κόσμου θα μπορούσε να έχει άμεσες επιπτώσεις και στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, λόγω των υψηλών τιμών που η Ιαπωνία και η Κορέα καταβάλλουν για το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) — περίπου κατά 60% υψηλότερες από τη μέση τιμή των εισαγωγών LNG στην ΕΕ τον Φεβρουάριο 2013 — οι εισαγωγές LNG προς την ΕΕ μειώθηκαν κατά 30% σε σύγκριση με το 2011 (καταστροφικός σεισμός και διακοπή χρήσης πυρηνικής ενέργειας από την Ιαπωνία). Τα κράτη μέλη που διαθέτουν διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο προμηθευτών φυσικού αερίου και οδών εφοδιασμού καθώς και καλά ανεπτυγμένες αγορές αερίου ευνοούνται πληρώνοντας λιγότερο για τις εισαγωγές.
Και ενώ η εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων αυξάνεται, οι ΗΠΑ μετατρέπονται σταδιακά από εισαγωγέας φυσικού αερίου σε εξαγωγέα. Επειδή οι διαφορές στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις τιμές των ορυκτών καυσίμων, και η πρόσφατη ανάκαμψη στην εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, ιδίως του αερίου από σχιστολιθικά πετρώματα, δημιουργεί ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των βιομηχανικών τιμών ενέργειας στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Εμφατικά σημειώνεται ότι το 2012, οι μέση βιομηχανική τιμή αερίου στις ΗΠΑ ήταν τέσσερις φορές χαμηλότερη από αυτήν στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών εταιρειών. Μια άλλη επίπτωση της έκρηξης στην παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, είναι η αύξηση της χρήσης άνθρακα και των εκπομπών CO2 στους σταθμούς παραγωγής ενέργειας της Ευρώπης. Η μεγάλη κατανάλωση αερίου στις ΗΠΑ συνεπάγεται την απελευθέρωση άνθρακα ΗΠΑ για εξαγωγή προς την Ευρώπη.
Η μετάβαση σε μια ασφαλή, ανταγωνιστική ενέργεια, απαιτεί τη συνεχή αύξηση των επενδύσεων σε εξοπλισμό, δίκτυα, τεχνολογίες μεταφορών και υποδομές. Μέχρι το 2020, εκτιμάται ότι απαιτούνται στην ΕΕ επενδύσεις 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ για τη διασφάλιση της ασφάλειας του εφοδιασμού, τη διαφοροποίηση των πηγών, καθαρότερες πηγές ενέργειας και ανταγωνιστικές τιμές εντός μιας ολοκληρωμένης ενεργειακής αγοράς. Για τους παραπάνω λόγους βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, η ΕΕ δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τον μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο, τις ΗΠΑ, στις τιμές της ενέργειας λόγω των διαφορετικών εκμεταλλεύσιμων φυσικών πόρων.
Κατόπιν των παραπάνω, διαφαίνεται η ανάγκη για διαφοροποίηση της ενεργειακής της πολιτικής της ΕΕ με στόχο την απεξάρτηση από την Ρωσία, κυρίως για τις χώρες που δεν διαθέτουν υποδομές LNG (κατά κύριο λόγο χώρες χωρίς πρόσβαση σε θάλασσα, landlocked). Μετά την πτώση του Ανατολικού μπλοκ και την αδυναμία αντίδρασης εκ μέρους της Ρωσίας τη δεκαετία του 1990, στράφηκε το ενδιαφέρον όλων των δυτικών προς τα ενεργειακά κοιτάσματα της Κασπίας και στα νέα, ανεξάρτητα κράτη που δημιουργήθηκαν στη θέση των πρώην Σοβιετικών «Δημοκρατιών». Στις χώρες αυτές παραμένει και σήμερα το ενδιαφέρον για εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, με μεταφορά μέσα από φιλικές προς τη δύση χώρες παρακάμπτοντας την Ρωσία και τους «δορυφόρους» της στην περιοχή.
Το μέγεθος των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη κεντρική Ασία και η απόσταση τους από τις αγορές της Ε.Ε. τα καθιστούν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα. Η σχεδίαση ενός ή περισσοτέρων διηπειρωτικών αγωγών εντός των ορίων της Ε.Ε. με σημείο εκκίνησης την Κασπία, οφείλει να λάβει υπ' όψιν της τις στοχευόμενες τελικές καταναλώσεις, το δυναμικό και τις προοπτικές των ενδιάμεσων αγορών που μπορούν να οργανωθούν και τέλος την οικονομία των επιλογών σε σύγκριση µε άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Η δημιουργία των νέων ενεργειακών διαδρόμων, θα συμβάλλει στην ασφάλεια της τροφοδοσίας της Ε.Ε. σε φυσικό αέριο και στην ομαλή λειτουργία των αγορών της. Τα υφιστάμενα πολιτικά προβλήματα στην αφετηρία τροφοδοσίας των νέων αγωγών αλλά και σε όλο το μήκος της διαδρομής τους, συνιστούν μεγάλο «πονοκέφαλο» για την ΕΕ αλλά και για όλους τους ενδιαφερόμενους που διεκδικούν την εξόρυξη και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Κεντρικής Ασίας (παράδειγμα αποτελεί η κατασκευή του αγωγού και το ενδεχόμενο προώθησης σημαντικών ποσοτήτων αερίου από το Τουρκμενιστάν στην Ευρώπη, που αναμένεται ότι θα συναντήσει την έντονη αντίδραση της Ρωσίας, μέσω της οποίας πραγματοποιείται έως σήμερα η μεταφορά αυτή). Η στρατηγική για μεταφορά ποσοτήτων πετρελαίου και αερίου από την Κασπία προς τις δυτικές αγορές αποτελεί βασικό άξονα της οικονομικής γεωπολιτικής και ενεργειακής εξωτερικής πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, της ΕΕ αλλά και όλων των περιφερειακών «παικτών» της περιοχής.
Η εμπλοκή της Ελλάδος
Η Ελλάδα εμπλέκεται γεωπολιτικά σ' αυτή την προσπάθεια λόγω της γεωγραφικής της θέσης στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Η γειτνίαση της χώρας μας με την Τουρκία, η οποία έχει ήδη ανεπτυγμένα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου τόσο με χώρες της Κασπίας όσο και με το Ιράν, καθώς επίσης και η εγγύτητά της και οι καλές σχέσεις με χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, την καθιστούν κομβικό σημείο περάσματος για διάφορα σχέδια αγωγών. Επακόλουθό αυτών είναι η ενίσχυση του γεωπολιτικού-γεωοικονομικού ρόλου της με την προϋπόθεση να σταθμίσει σωστά την ακολουθία κινήσεων της στην «διπλωματία του πετρελαίου» και την «πολιτική των αγωγών».
Κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί τι υλοποιείται, τι υπάρχει σε σχεδιαστικό στάδιο και τι έχουμε επίπεδο συζητήσεων:
- Άρχισε η κατασκευή ου Διαδριατικού Αγωγού (ΤΑΡ) , που θα ξεκινάει από τα ελληνοτουρκικά σύνορα και μέσω της Ελλάδας, θα φτάνει στην Αλβανία, και τέλος στην Ιταλία. Στα σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας, ο αγωγός αυτός, μέρος του Νοτίου Διαδρόμου, θα συνδεθεί στην τοποθεσία Κήπους με τον αγωγό TANAP (Trans-Anatolian Natural Gas Pipeline project), που μεταφέρει φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν και αναμένεται να εφοδιάζει τις ευρωπαϊκές αγορές από το 2020.
- Ο αγωγός IGB (Interconnector Greece- Bulgaria) συνδέει την Ελλάδα με τη Βουλγαρία, και αποτελεί ένα μικρό αγωγό (180χλμ) Είναι, όμως, ένας αγωγός στρατηγικής σημασίας, με δυνατότητα μεταφοράς αερίου προς δύο κατευθύνσεις. Ο IGB θα συνδεθεί με τον TAP, τον σταθμό LNG στη Ρεβυθούσα, αλλά και τον νέο σταθμό ΑΣΦΑ στην Αλεξανδρούπολη. Αποτελεί τον πρώτο σύνδεσμο του Κάθετου Διαδρόμου που, μέσω διασυνδέσεων, θα φτάνει ως την Ουκρανία, και θα προμηθεύει την κεντρική και ανατολική Ευρώπη με φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν και τον LNG, πολλαπλασιάζοντας τις πηγές ανεφοδιασμού των περιοχών αυτών, και ενισχύοντας την προσπάθεια της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία.
- Το πιο πρόσφατο σχέδιο αγωγού -που περιλαμβάνει την Ελλάδα- είναι αυτό του αγωγού East Med, που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από την Αίγυπτο και το Ισραήλ, μέσω της Κύπρου και της Ελλάδας, μέχρι την Ιταλία. Το σχέδιο αυτό ενισχύεται και από την εύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στα νερά μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Οι τέσσερις χώρες έχουν καταθέσει ήδη το σχέδιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση για έλεγχο και οι ενδείξεις είναι πολύ θετικές. Το έργο θεωρείται επιτεύξιμο και βιώσιμο ενώ, ταυτόχρονα, ενισχύει την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ένωσης τόσο απέναντι στη Ρωσία, όσο και στην Τουρκία.
- Με τη ματαίωση των σχεδίων για τους αγωγούς Nabucco και South Stream (Δεκέμβριος 2014), η Ρωσία αποφάσισε να προχωρήσει στη δημιουργία του αγωγού Turkish Stream που θα διασχίζει την Τουρκία, με την προοπτική να μπορέσει να φτάσει τον Ευρωπαϊκό νότο χωρίς να την Ουκρανία. Το επόμενο βήμα είναι η επέκταση του αγωγού πέρα από τα τουρκικά σύνορα, και μία πολύ πιθανή λύση είναι να περάσει από τη χώρα μας, (Greek Stream) και από εκεί στη πΓΔΜ, την Σερβία και την Ουγγαρία, με την κατασκευή του αγωγού Tesla.
Αντί επιλόγου
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι διατηρείται και αυξάνεται η ενεργειακή σπουδαιότητα της Κασπίας τόσο για την ΕΕ όσο και για την Ελλάδα ειδικότερα. Διαφαίνεται ο καίριος ρόλος που μπορεί να παίξει η χώρα μας στα ενεργειακά δρώμενα, ώστε οι «δρόμοι» των πετρελαίων της Κασπίας – κι όχι μόνο αυτοί αλλά πλέον και οι ελληνικοί και κυπριακοί υδρογονάνθρακες- να καταλήξουν στις «διψασμένες» αγορές της Δύσης, προσφέροντας παράλληλα στην Ευρώπη την πολυπόθητη ασφάλεια του ενεργειακού της εφοδιασμού σε συνεργασία με όλες τις χώρες της περιοχής. Στην δύσκολη οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα, κάθε βήμα πρέπει να μελετηθεί με ιδιαίτερη προσοχή, εκτιμώντας κάθε γεωπολιτικό ρίσκο, χτίζοντας με στρατηγική σταθερές διακρατικές συμφωνίες και δημιουργώντας θεσμικές και επενδυτικές προϋποθέσεις για το άμεσο κι απώτερο μέλλον!
*Η Ανδριαννή Πετρίδου είναι Συνταγματάρχης (ΥΝ) ε.α., Τεχνική Σύμβουλος Πολιτικής Προστασίας Δήμου Κω και σπουδάζει στο ΕΚΠΑ Ζητήματα Γεωπολιτκής και Ασφάλειας στο Σύμπλοκο Τουρκίας-Μέσης Ανατολής