Του Σωτήρη Σέρμπου*
Ας επιχειρήσουμε μια συνοπτική περιδιάβαση στις δύσβατες ευρωπαϊκές διαδρομές όπου διασταυρώνονται οι δρόμοι της πολιτικής οικονομίας με εκείνους των διεθνών σχέσεων. Όλοι γνωρίζουμε πως για περισσότερο από μια δεκαετία ισχυρά παγιωμένα συμφέροντα που προσδιόρισαν τα οικονομικά μοντέλα στην Ευρώπη αναπτύχθηκαν τόσο στις πλεονασματικές (πιστωτές), όσο και στις ελλειμματικές οικονομίες (χρεώστες).
Εξέλιξη που επέτρεψε σοβαρότατες μακροοικονομικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και είχε ως επακόλουθο την εσφαλμένη διαίρεση ανάμεσα σε οικονομίες πιστωτές και οικονομίες χρεώστες. Η επικράτηση αυτής της διαίρεσης έναντι της υιοθέτησης μιας συγκροτημένης πανευρωπαϊκής πολιτικής ως απάντηση στην κρίση χρέους, πέρα από τη διατήρηση συστημικής αστάθειας, δομικών αδυναμιών και έλλειψης εμπιστοσύνης, εισήγαγε και στοιχεία γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Ειδικότερα, εξαιτίας του ρήγματος ανάμεσα σε πιστωτές και χρεώστες, όχι μόνο διαταράχθηκαν οι οικονομικές σχέσεις στην Ευρώπη, αλλά και επαναπροσδιορίστηκαν οι ενδοευρωπαϊκοί συσχετισμοί ισχύος. Προλειαίνοντας το έδαφος για την παρουσία γεωπολιτικών διλημμάτων, με αντίκτυπο τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις Η.Π.Α. Η αυξανόμενη ανησυχία αναφορικά με τις στρατηγικές επιπτώσεις της κρίσης χρέους στην Ευρώπη από κοινού με τη γεωπολιτική αναγκαιότητα διατήρησης της ευρωατλαντικής κοινότητας ενιαίας και συντονισμένης υπαγόρευσαν την ανάγκη ενεργούς παρέμβασης της Ουάσινγκτον στα ευρωπαϊκά δρώμενα.
Απορρίπτοντας την επανεξισορρόπηση της Ευρωζώνης. Τι συμβαίνει μετά;
Όσο η Ευρώπη αποτυγχάνει να ξεπεράσει την κρίση χρέους, τόσο η παγκόσμια οικονομία θα αδυνατεί να ανακάμψει. Αυτό που έπεται περιλαμβάνει την ομολογία μιας άβολης αλήθειας ως προς το κυρίαρχο οικονομικό παράδειγμα της Ευρωζώνης και αποκαλύπτει το ελάττωμα της οικονομικής σκέψης των πιστωτών τα προηγούμενα έξι χρόνια. Με άλλα λόγια, το εξαγωγικό μοντέλο των πιστωτών δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς το καταναλωτικό μοντέλο των χρεωστών. Και αυτό διότι, αν και πρόκειται για δύο διαφορετικά μοντέλα, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Πολύ απλά, το ένα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το άλλο, αν καταστραφεί το ένα καταστρέφεται και το άλλο και ούτω καθεξής. Από τη στιγμή όμως που οι πιστωτές αποδέχθηκαν τη δημοσιονομική πειθαρχία (ευρωπαϊκός νότος, Ανατολική Ευρώπη), η αναπόφευκτη συνέπεια είναι πως το μοντέλο ανάπτυξης της Γερμανίας στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον είναι απλά ανέφικτο.
Παρόλα αυτά, τα παγιωμένα συμφέροντα που έχουν διαχρονικά προσδιορίσει το μονόπλευρο εξαγωγικό μοντέλο της Γερμανίας έχουν αποκρούσει την αλλαγή στρατηγικής και το πολλά υποσχόμενο άλμα προς το εμπρός. Αυτό της υιοθέτησης επεκτατικών πολιτικών τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης. Ως εκ τούτου, οι προοπτικές οικονομικής ανάκαμψης της Ευρωζώνης παραμένουν ανησυχητικά ζοφερές. Ταυτόχρονα, ακόμα κι αν μια περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης χρέους έχει αποφευχθεί, η απουσία της γερμανικής επανεξισορρόπησης ανοίγει τον δρόμο στο βασικό σενάριο όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση εγκλωβίζεται σε μία περίοδο διαρκούς αναιμικής ανάπτυξης και παρατεταμένης στασιμότητας. Ένα σενάριο που ενσωματώνει όλους τους κινδύνους για την Ευρώπη, την παγκόσμια οικονομία και φυσικά τη διεθνή πολιτική.
Πώς αντιδρούν οι ΗΠΑ σε μια τόσο ανησυχητική κατάσταση;
Η γερμανική πολιτική είναι κυριολεκτικά αντίθετη από εκείνη της Αμερικής για το τι χρειάζεται να γίνει ώστε όχι μόνο να αποφύγουμε μια νέα οικονομική κρίση στην Ευρώπη, αλλά και να ενισχύσουμε την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας μέσω της αναζωογόνησης που θα προσφέρει μια οικονομικά εύρωστη Ε.Ε. Ως μη μέλος της Ε.Ε., η επιρροή των Η.Π.Α. στο σκέλος της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής είναι ξεκάθαρα περιορισμένη. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως από την αρχή της κρίσης η Ουάσινγκτον φρόντισε να προσεγγίσει το Βερολίνο και να επισημάνει τα όσο διακυβεύονται τόσο για την ευρωατλαντική όσο και για την παγκόσμια οικονομία. Υπογραμμίζοντας την πιεστική ανάγκη αναθεώρησης του αναπτυξιακού μοντέλου της Γερμανίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ακανθώδες ζήτημα των μακροοικονομικών ανισορροπιών στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Άλλωστε, η αναγνώριση του προνομιακού ρόλου της Γερμανία εκ μέρους της Αμερικής ως τον ηγετικό παράγοντα που μπορεί να σταθεροποιήσει την Ευρωζώνη, να «ξεκλειδώσει» την ευρωπαϊκή οικονομία και να επανεκκινήσει έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης πηγαίνει χέρι - χέρι με την αποδοχή εκ μέρους του Βερολίνου μιας περισσότερο ισορροπημένης προσέγγισης σε σχέση με τα ενδογενή αίτια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, ούτως ώστε να αποτραπεί ο επόμενος γύρος μιας βαθύτερης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Η κατάρρευση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς;
Παρόλα αυτά, αν η επιλογή ενός περισσότερο διευρυμένου επιμερισμού των βαρών ανάμεσα σε πιστωτές και χρεώστες δεν κερδίσει έδαφος, μοιραία θα προσεγγίσουμε το κρίσιμο και χωρίς επιστροφή σημείο. Σ' εκείνη της αποφασιστικής σημασίας κατάσταση, ακόμα κι αν ο μεγάλος πιστωτής (Γερμανία) είναι διατεθειμένος να προχωρήσει σε στροφή πολιτικής 180ο υπό την ομπρέλα μιας επεκτατικής στρατηγικής που θα αναζωογονήσει τη στάσιμη οικονομία της Ευρωζώνης, οι χρηματοδοτικές ικανότητες της Γερμανίας θα είναι ανεπαρκείς για να φέρουν εις πέρας ένα τέτοιας κλίμακας μέγα-σχέδιο. Με τον Ευρωπαϊκό Νότο να παραμένει εγκλωβισμένος σε μια παρατεταμένη περίοδο παγιωμένης ύφεσης, οι χώρες χρεώστες θα παραμένουν παγιδευμένες σε περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης όπου δεν θα καταφέρνουν να διατηρούν διαχειρίσιμα πλεονάσματα προκειμένου να ξεπληρώνουν το χρέος τους προς τους πιστωτές. Σε μια τέτοια συνθήκη, το ειδικό οικονομικό βάρος της ίδιας της Γερμανίας δεν θα είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθεί στην ανάγκη διοχέτευσης τεράστιων πόρων ώστε να καθησυχάσει τους αυξανόμενους φόβους των διεθνών αγορών εξαιτίας της αναβάθμισης των κινδύνων πτώχευσης των εξουθενωμένων χρεωστών. Τα ποσά που θα απαιτηθούν για τέτοιου μεγέθους ρυθμίσεις θα είναι απλά μη διαθέσιμα.
Τελευταίο, αλλά διόλου αμελητέο, όταν μιλάμε για την οικονομία, είναι οι προσδοκίες που διαμορφώνουν το περιβάλλον και την ψυχολογία των αγορών. Αν η στροφή πολιτικής δεν αποδώσει καρπούς στη Νότια Ευρώπη, οι κυβερνήσεις των χωρών του μεσογειακού νότου θα αντιμετωπίσουν πολύ μεγάλες δυσκολίες για να παραμείνουν αγκυροβολημένες στο λιμάνι της Ευρωζώνης/Ε.Ε. και θα επιλέξουν την έξοδο από αυτήν. Θα γλιτώσουν από την επιβληθείσα λιτότητα του Βερολίνου, αλλά θα συσπειρώσουν τις υπόλοιπες χώρες. Τότε, τα ζητήματα ασφάλειας θα αποκτήσουν κεντρικό ρόλο και η πόρτα για την εισαγωγή προστατευτικών πολιτικών θα είναι πλέον ορθάνοικτη. Η κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς θα είναι απλώς θέμα χρόνου.
Η εναλλακτική: Το γεωπολιτικό όραμα της Μεσευρώπης (Mitteleuropa)
Με τη γεωπολιτική να λειτουργεί ως μεσοπρόθεσμη στρατηγική και θεωρώντας πως είναι σε γνώση του μεγάλου πιστωτή ένα τέτοιο αναπόφευκτο σενάριο, υπάρχει εναλλακτική στρατηγική για το Βερολίνο; Κι αν η Γερμανία, μία εξ ορισμού προσεκτική και χαμηλού ρίσκου χώρα, εξετάσει την εφεδρική επιλογή της «πτώσης προς τα πίσω»; Έχοντας ακόμα χρόνο ώστε να προλάβει άνευ προηγουμένου γεγονότα, αποφασίσει την αποχώρηση της από την Ευρωζώνη, προκειμένου να επιτρέψει την εξοικονόμηση των διαθέσιμων πόρων της ώστε αυτές να διοχετευτούν στην υπηρέτηση του γεωπολιτικού οράματος της Μεσευρώπης. Κοινώς, της γερμανικής αποκλειστικής κυριαρχίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (ΚΑΕ).
Στην περίπτωση που η Γερμανία αρνηθεί να βαδίσει ένα τέτοιο επικίνδυνο μονοπάτι γεμάτο από προβλήματα ασφάλειας, το μόνο διαθέσιμο εργαλείο πολιτικής για να διατηρήσει το μονοδιάστατο οικονομικό μοντέλο της εξαγωγικής ανάπτυξης προϋποθέτει την επιδίωξη μιας συνολικότερης στρατηγικής προσέγγισης που θα περιλαμβάνει τη θέσπιση μιας ενισχυμένης σχέσης με τη Ρωσία. Από κοινού με την αμιγώς οικονομική προσέγγιση που βασίζεται στον εμπορικό ρεαλισμό. Αναγνωρίζοντας δηλαδή τα οφέλη προώθησης ενός γερμανορωσικού άξονα που θα επιτρέψει να δοθεί μεγαλύτερη ώθηση στις γερμανικές εξαγωγές εξαιτίας των συσσωρευμένων παθογενειών της μη-εκσυγχρονισμένης ρωσικής οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, οι Η.Π.Α. θα δράσουν αποφασιστικά προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν έναν τόσο σοβαρό παράγοντα κινδύνου που θα επιφέρει σωρεία στρατηγικών εμπλοκών συνολικά για την πολιτική της στην Ευρασία.
Λαμβάνοντας υπόψη τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, η οικονομική και χρηματοδοτική επανεξισορρόπηση της Ευρώπης προσεγγίζεται ως μεσοπρόθεσμος στόχος και περιλαμβάνει γεωπολιτικές επιπτώσεις για όλους τους εμπλεκόμενους δρώντες. Συγκεκριμένα, είναι πολύ χρήσιμο να «ρίξουμε φως» στο εάν και κατά πόσο η κρίση στην Ουκρανία και η στρατηγική σημασία της ευρύτερης Ευρώπης σηματοδοτούν την αλλαγή γεωπολιτικής τακτικής εκ μέρους των Η.Π.Α. Προκειμένου προοδευτικά να σφυρηλατηθεί μια λειτουργική ισορροπία δυνάμεων που κρατά την Ευρώπη ενωμένη και ικανή να διατηρεί την αργή αλλά με ώθηση στην περαιτέρω ολοκλήρωση κατεύθυνση της. Μάλιστα, μια τέτοια συνθήκη θέτει τα θεμέλια για τη διαμόρφωση ενός συνεργατικού μοντέλου θετικού αθροίσματος που συνάδει με τα στρατηγικά συμφέροντα όλων των κύριων παικτών της ευρωατλαντικής κοινότητας. Ως επακόλουθο του κεντρικού ρόλου της Γερμανίας και δυνητικό παράγοντα κινδύνου στο σημερινό ευρωπαϊκό περιβάλλον οικονομίας και ασφάλειας, ο σχεδιασμός πολιτικής εκ μέρους του Βερολίνου τοποθετείται ως ακρογωνιαίος λίθος στο πλαίσιο εκπόνησης της προαναφερθείσας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής.
Ο ρόλος της Γερμανίας
Το μέγεθος της ρωσικής αγοράς για την υποδοχή των γερμανικών εξαγωγών από κοινού με τη μεσοπρόθεσμη ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία είναι στοιχεία που αναδεικνύουν την ισχυρή διαπραγματευτική θέση της Μόσχας έναντι του πιο αδύναμου και ευάλωτου Βερολίνου. Με το ευρωπαϊκό σχέδιο να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού πώς μέσω της Ουκρανίας ο Πρόεδρος Vladimir Putin (φωτ. δεξιά) εμπλέκει τη Ρωσία σε μια γενικότερη στρατηγική «διαίρει και βασίλευε». Προσμένοντας και επενδύοντας στη βήμα - βήμα υποχώρηση της ενοποιητικής διαδικασίας εξαιτίας της προοδευτικής αποδόμησης που θα επιφέρει ο αντίκτυπος της κρίσης χρέους στην Ε.Ε. Εν πολλοίς, η μακροχρόνια γεωπολιτική στρατηγική του Κρεμλίνου προάγει την επιδίωξη μιας λιγότερο ενωμένης και περισσότερο κατακερματισμένης Ευρώπης. Με την Ε.Ε. να ταλαιπωρείται από ένα σχίσμα εξαιτίας του οποίου μπορεί και να μη συνέλθει ποτέ, η Ρωσία θα επιχειρήσει να κερδίσει έδαφος τόσο μέσω της ανάπτυξης μιας γαλλορωσικής σχέσης που θα αναχαιτίζει την αμερικανική επιρροή, όσο και μέσω ενός γερμανορωσικού άξονα που θα επιτρέπει στη Γερμανία να διαδραματίσει έναν ολοένα και πιο ισχυρό ρόλο στη Μεσευρώπη.
Προκειμένου να αποφευχθεί μια επικίνδυνη κλιμάκωση των διλημμάτων ασφαλείας στην Ευρώπη εξαιτίας του αυξανόμενου ανταγωνισμού δυνάμεων, ο κομβικός ρόλος της Γερμανίας για την αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών ζητημάτων οικονομίας και ασφάλειας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αγνοηθεί. Κι αυτό διότι συνιστά σοβαρό παράγοντα κινδύνου για τους μακροχρόνιους στόχους της αμερικανικής στρατηγικής στην Ευρασία. Αν η διαδικασία περαιτέρω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθυστερήσει ή, ακόμα χειρότερα, εκτροχιαστεί, οι Η.Π.Α. θα χρειαστεί να προχωρήσουν σε ανάσχεση της γερμανικής ισχύος και αποτροπής της συμμαχίας Γερμανίας - Ρωσίας. Με τη ρίζα του προβλήματος να εντοπίζεται ξεκάθαρα στο Βερολίνο, η κρίση στην Ουκρανία σηματοδοτεί την ανατροπή μιας τέτοιας πιθανότητας, με τη Γερμανία να παραμένει προσδεδεμένη στο ευρωπαϊκό άρμα.
Ο αντίκτυπος της ουκρανικής κρίσης
Τα γεωπολιτικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη ως απόρροια της κρίσης στην Ουκρανία επιτρέπουν στις Η.Π.Α. να ακολουθήσουν μια στρατηγική εξισορρόπησης της γερμανικής ισχύος, προκειμένου το Βερολίνο να συνεισφέρει ενεργά και προπάντων εποικοδομητικά τόσο στη διασφάλιση του μέλλοντος της Ε.Ε., όσο και της παρουσίας της Ευρώπης στο νέο υπό διαμόρφωση περιβάλλον ασφάλειας. Ως προς αυτό, η ουκρανική κρίση δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την επανενεργοποίηση του γαλλογερμανικού άξονα και σταδιακά επανεκκινεί τη διαδικασίας μιας περισσότερο λειτουργικής και συνεκτικής Ε.Ε. Ομοίως, διευκολύνονται περαιτέρω οι γερμανικές προσπάθειες για κοινή δράση στο πλαίσιο επιδίωξης ενός γεωπολιτικού ρόλου συμβατού με τις προαναφερθείσες ευρωατλαντικές αντιλήψεις.
(Φωτ.: 04/06/2015 - Μαρίνκα - Ουκρανία. Ουκρανoί φιλορώσοι μαχητές περιπολούν μπροστά σε ένα σπίτι που έχει υποστεί καταστροφές.)
Ως αποτέλεσμα των διλημμάτων ασφαλείας που έθεσαν στο τραπέζι οι Η.Π.Α., το Βερολίνο ενώνει δυνάμεις με την Ουάσινγκτον για την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας. Αναμφισβήτητα, χωρίς την αμερικανική υποστήριξη και της εγγυήσεις που αυτή παρέχει στα προβλήματα ασφαλείας της Ευρώπης, ο γεωπολιτικός ρόλος της Γερμανίας στην ΚΑΕ τίθεται εν αμφιβόλω.
Ο δεύτερος παράγοντας που συνέβαλε στην άσκηση επιπλέον πίεσης στη γερμανική πολιτική έναντι της Ρωσίας σχετίζεται με τις ισχυρές αντιδράσεις εκ μέρους των χωρών της ΚΑΕ για την απόκρουση της ρωσικής επιθετικότητας (με την αναβαθμισμένη γεωπολιτικά Πολωνία να τίθεται επικεφαλής αυτής της προσπάθειας). Σε αντίθετη περίπτωση, το Βερολίνο θα αναλάμβανε το ρίσκο απάλειψης του οράματος της Μεσευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, οι χώρες της ΚΑΕ έχουν παραμείνει καχύποπτες και ποτέ δεν ενέκριναν την υπαγωγή τους στην απόλυτη επικυριαρχία της Γερμανίας. Άλλωστε, έχοντας υπόψη τα όσα διακυβεύονται εξαιτίας της αυξανόμενης ρωσικής αυτοπεποίθησης και του εντεινόμενου κινδύνου για την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής, η Γερμανία είναι ανήμπορη να τις υπερασπιστεί από μόνη της. Τέλος, οι χώρες της ΚΑΕ δεν επιθυμούν να αποκλειστούν από σειρά κρίσιμων πολιτικών διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν μεταξύ Η.Π.Α. και Γερμανίας για το περιφερειακό σύστημα ασφαλείας και να αναθέσουν έναν τέτοιο ρόλο αποκλειστικά στη Γερμανία.
Το Βερολίνο «κλειδωμένο» στο ευρωατλαντικό μέτωπο
Με βάση τα παραπάνω, σχετικά με την πολιτική της Γερμανίας ως προς τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία εκ μέρους της Δύσης, είναι γεγονός ότι οι Γερμανοί δεν μπορούν πλέον να αποδεσμευτούν από το πλαίσιο που διαμορφώθηκε. Πέρα από να προσπαθούν να διαδραματίσουν μια διαλλακτική στάση, φορώντας το «καπέλο» του γεφυροποιού μέσω της ανάμιξης τους σε ωφέλιμες διπλωματικές πρωτοβουλίες για την αποφυγή ενός νέου γύρου κλιμάκωσης στην ουκρανική κρίση. Αν το Βερολίνο αποφασίσει να «σπάσει» το ευρωατλαντικό μέτωπο, θα καταβάλει υψηλό τίμημα με ορατό τον κίνδυνο να χάσει έδαφος στην ΚΑΕ. Τούτου λεχθέντος, δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως στο τέλος οι Γερμανοί τάχθηκαν εναντίον των Ρώσων και μάλιστα υπερακόντισαν.
Την ίδια στιγμή, ούτε η Ρωσία άσκησε ισχυρή πίεση στη Γερμανία, θέτοντας της ένα δίλημμα το οποίο –επί του παρόντος τουλάχιστον– η Μόσχα δεν επιθυμεί να διατυπώσει. Προχωρώντας σε μία τέτοια κίνηση, η Ρωσία αναλαμβάνει το ρίσκο να χάσει εκ νέου. Εξάλλου, ο Πρόεδρος Putin είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να επιλέξει έναν επωφελέστερο μελλοντικά χρόνο, ευελπιστώντας τότε να καταφέρει καίριο πλήγμα που θα διασπάσει τη δυτική συμμαχία. Εκ παραλλήλου, παρά τις όποιες αντιδράσεις, δεν υπάρχουν ενδείξεις σθεναρών πιέσεων στο εσωτερικό της Γερμανίας που θα ανάγκαζαν την κυβέρνηση να αποσύρει την υποστήριξη της στο ζήτημα των ρωσικών κυρώσεων. Μολονότι κάποιας μορφής ειδική σχέση μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας θα εξακολουθήσει να υφίσταται, το πραγματικό διακύβευμα ήταν πάντα να απομειωθούν οι μελλοντικές προοπτικές της.
Εν κατακλείδι, επιλέγοντας μια πολιτική ισορροπίας δυνάμεων στην Ουκρανία, η αμερικανική στρατηγική αποτρέπει ένα πιθανό μελλοντικό άνοιγμα της Γερμανίας στη Ρωσία, «κλειδώνει» τη Γερμανία στο ευρωατλαντικό μέτωπο και καθίσταται ρυθμιστής της ευρωπαϊκής πολιτικής του Βερολίνου. Με τον κίνδυνος ατυχήματος να ελλοχεύει, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως οι Η.Π.Α. ξεδιπλώνουν την πολιτική τους από απόσταση και εκ του ασφαλούς. Ταυτόχρονα, οι καταγραφόμενες ζημιογόνες επενέργειες αυξανόμενου ευρωσκεπτικισμού, λαϊκίστικου αυταρχισμού και δηλητηριώδους εθνικισμού δεν έχουν επαρκώς αντιστραφεί προκειμένου να αποτραπούν τα συμπτώματα μιας Ευρώπης σε αποσυναρμολόγηση. Στο τέλος της ημέρας, το λατινικό ρητό μας θυμίζει με νόημα: «Quinon proficit deficit» «όποιος δεν προχωρά, πάει προς τα πίσω»…
* Ο κ. Σωτήρης Σέρμπος είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.