Εν μέσω γεωπολιτικής καταιγίδας κινδυνεύει να βρεθεί η Ελλάδα την στιγμή που η χώρα δείχνει όλο και πιο εξαρτημένη από τους δανειστές, αδύναμη να απαλλαγεί από το βάρος των «αξιολογήσεων» οι οποίες απορροφούν όχι μόνο κάθε οικονομικό πόρο αλλά και εξαντλούν τα αποθέματα αυτοπεποίθησης και ισχύος της χώρας.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον ηλεκτρισμένο, με την Ευρώπη να κινείται στην κόψη του ξυραφιού, την Ρωσία να επιχειρεί να δικάσει τις αντοχές της Δύσης, την νέα αμερικανική κυβέρνηση να μην έχει δώσει πλήρες στίγμα των προθέσεων της για τις διεθνείς υποθέσεις και το πεδίο ανοικτό για ανταγωνισμό περιφερικών δυνάμεων, τα «σύννεφα» της αβεβαιότητας μαζεύονται πυκνά πάνω από την περιοχή μας.
Η τουρκική απειλή είναι διαρκής με τον τουρκικό αναθεωρητισμό να έχει προσλάβει υπό την ηγεσία του Ταγιπ Ερντογάν και «ιδεολογικο-θρησκευτικό» περιεχόμενο μέσω του Νεοοθωμανισμού, το Κυπριακό οδηγείται σε αδιέξοδο που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την διαχείριση της «επομένης ημέρας». Στα Βαλκάνια τα σύννεφα επιστρέφουν καθώς η Μόσχα επιχειρεί να καλύψει το κενό έδαφος που αφήνει μια προβληματική πολιτική διεύρυνσης της Ε.Ε., ενώ πλέον ο Αλβανικός Μεγαλοϊδεατισμός που «ανταμείφθηκε» με την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου και την αναβάθμιση της αλβανικής μειονότητας στην ΠΓΔΜ (με τον UCK) στρέφεται ανοικτά πλέον εναντίον της «ενότητας» της ΠΓΔΜ.
Στα Βαλκάνια οι επιλογές της Ελλάδας είναι δύσκολες και οι ισορροπίες πολύ λεπτές.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η πραγματική απειλή αποσταθεροποίησης είναι ο Αλβανικός Μεγαλοϊδεατισμός ο οποίος διατηρεί διεκδικήσεις στο Μαυροβούνιο, στην Νότιο Σερβία, στην Δυτική ΠΓΔΜ και στην Ήπειρο. Ο Έντι Ράμα αποδείχθηκε ο πιο συνεπής εκφραστής αυτού του εθνικιστικού κινήματος το οποίο επιχειρεί να ανασχεδιάσει τον χάρτη των Βαλκανίων, με πρώτη σημαντική επιτυχία (με τις ευλογίες της Δύσης) την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου.
Για την Ελλάδα είναι σαφές ότι πρέπει να ανακοπεί αυτός ο αλβανικός αλυτρωτισμός, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και πάλι σε ανάφλεξη τα Βαλκάνια, όπως έχει φανεί στην διαχείριση της σέρβικης μειονότητας στο Κόσσοβο αλλά και τώρα στην ΠΓΔΜ. Ένας εθνικισμός που γίνεται επικίνδυνος καθώς έχει σχεδόν επιτύχει να μετατρέψει τους δικούς του αλυτρωτικούς στόχους, σε «γραμμή άμυνας» της Δύσης, έναντι της υπαρκτής μεν αλλά όχι και τόσο αποτελεσματικής προσπάθειας της Μόσχας να επιστρέψει στα Βαλκάνια. Πάντως η Μόσχα με την παρέμβαση της στην ΠΓΔΜ ,όπου κατήγγειλε την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ότι επιχειρούν να επιβάλλουν κυβέρνηση η οποία υπηρετεί τα Σχέδια της Μεγάλης Αλβανίας περιπλέκει την κατάσταση.
Η εμπειρία των τελευταίων ετών είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη με την κυβέρνηση Ε. Ράμα να διαμορφώνει μια καθαρά ανθελληνική ατζέντα, που τίθεται σε εφαρμογή με κάθε ευκαιρία είτε πρόκειται για το Τσάμικο, είτε για την διατήρηση της εκκρεμότητας στην οριοθέτηση των Θαλάσσιων ζωνών, είτε στην άσκηση πίεσης στην μειονότητα αλλά και στην άρνηση λειτουργίας των δυο στρατιωτικών κοιμητηρίων, και στην ύπαρξη λυτρωτικών κειμένων στα σχολικά βιβλία.
Συγχρόνως όμως η Αθήνα παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στα Σκόπια καθώς εκτός όλων των άλλων ζητημάτων ασφάλειας και σταθερότητας για την ευρύτερη περιοχή, υπάρχει ο κίνδυνος εκείνος που θα ισχυροποιήσει την θέση του (τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα των σλαβόφωνων), από την κρίση που υποδαυλίζεται από τον Αλβανικό Μεγαλοϊδεατισμό, να είναι ο Ν. Γκρουέφσκι και το VMRO-DPMNE, οι γνήσιοι εκφραστή του «Μακεδονισμού» που στρέφεται κυρίως εναντίον της Ελλάδας. Όμως ο κ. Γκρουέφσκι παίζει ένα παιγνίδι που μπορεί τελικά να υπονομεύσει την ίδια την ύπαρξη της ΠΓΔΜ
Η ανάδειξη των Αλβανών στα Σκόπια σε παράγοντα που σταδιακά θα επιβάλλει ομοσπονδιακή μορφή στο κράτος πρακτικά θα αποδυναμώσει τον «Μακεδονισμό» και θα επιβάλλει εκ των πραγμνάτων την αναζήτηση νέας ονομασίας σε ένα κράτος που δεν είναι «μακεδονικό», αλλά διεθνικό (σλαβομακεδονες- Αλβανοί). Αυτή η προοπτική θα εξυπηρετούσε κατ αρχήν τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά μόνο στην περίπτωση που η ΠΓΔΜ παρέμενε κυρίαρχη και ενιαία, κάτι που θα τεθεί υπό αμφισβήτηση εφόσον το αλβανικό στοιχείο αποφασίσει να επιδιώξει μεγαλύτερη ενσωμάτωση με την γειτονική Αλβανία με το πρόσχημα της αναζήτησης προστασίας και ασφάλειας.
Η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται και ο ίδιος ο Γκρουέφσκι ίσως δίνει την ευκαιρία, να αναπτυχθούν την συγκεκριμένη στιγμή εμπιστευτικοί δίαυλοι επικοινωνίας, ώστε να πεισθεί η ηγεσία του VMRO-DPMNE ότι, παρά τις αντιρρήσεις του αρχηγού του, μπροστά στον κίνδυνο διάλυσης της χώρας, είναι προτιμότερος ένας συμβιβασμός στο θέμα της ονομασίας.
Ο ίδιος ο Νίκος Κοτζιάς έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν έχει βλέψεις εναντίον της ΠΓΔΜ και έχει κάθε λόγο να στηρίζει την ύπαρξη της, θέση την οποία συμμερίζονται όλες οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις.
Αλλά ακόμη πιο δύσκολη είναι η διαχείριση της σχέσης με την Τουρκία, καθώς ο καθημερνός πλέον κίνδυνος θερμού επεισοδίου έχει επιβαρύνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ η αβεβαιότητα λόγω της απροβλεψιμότητας του Ταγίπ Ερντογάν, δυσχεραίνει τις προσπάθειες διαμόρφωσης της στρατηγικής, αλλά ακόμη και την αντιμετώπιση της καθημερινότητας στις διμερείς σχέσεις.
Απέναντι στην «νευρική» Τουρκία, όπως την περιγράφει ο υπουργός εξωτερικών, είναι σαφές ότι η απάντηση δεν μπορεί να είναι εξυπναδικισμοί και ηρωικά (τηλεοπτικά) «Μολών Λαβέ»,(όπως αυτά του Υπουργού Άμυνας) αλλά αθόρυβες κινήσεις και μακριά από δημοσιότητα μετρά για ενίσχυση (στα μέτρα του δυνατού) της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Και ταυτόχρονα ανάπτυξη συμμαχιών που τουλάχιστον θα αποτρέψουν την κλιμάκωση ενός ενδεχομένου θερμού επεισοδίου και που θα εμποδίσουν την νομιμοποίηση τετελεσμένων που επιχειρεί η Άγκυρα.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η δύσκολη αποστολή του Νίκου Κοτζιά να εξηγήσει την κατάσταση στον Αμερικανό ομόλογο του Ρεξ Τίλλερσον σε συνάντηση που θα έχουν στο επόμενο δεκαπενθήμερο, σε μια στιγμή βεβαίως που η Ουάσιγκτον κάθε άλλο παρά έχει την δυνατότητα αποφασιστικής παρέμβασής στον Ταγίπ Ερντογάν. Χωρίς να αναμένει κανείς ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα φορέσει «φουστανέλα», το επιχείρημα ότι η ανεξέλεγκτη κατάσταση στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο, και στα Βαλκάνια, θα οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση και την Ελλάδα, δεν μπορεί να αφήσει «ασυγκίνητη» την νέα αμερικανική κυβέρνηση.
Όσο για το Κυπριακό, και ενώ δεν διαφαίνονται προς το παρόν δυνατότητες επανάληψης των συνομιλίων με προοπτικές επιτυχίας, είναι γεγονός ότι το πεδίο που θα δοκιμασθεί η αντοχή όλων είναι (όπως εντελώς αντιδεοντολογικά και παράλογα δημοσίως παραδέχθηκε «ανώτατη πηγή του Υπουργείου Άμυνας») η έναρξη των ερευνών στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Η Τουρκία έχει απαιτήσει την διακοπή των ερευνών και η διαδικασία των συνομιλιών ουσιαστικά είχε επαναρχίσει με την άτυπη συμφωνία του 2014 όταν διακονήσαν οι δραστηριότητες στην Κυπριακής ΑΟΖ με αντάλλαγμα την απόσυρση εκ μέρους της Τουρκίας του Barbaros που πραγματοποιούσε παράνομες έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Βεβαίως οι επιλογές της Τουρκίας να παρέμβει δυναμικά σε αυτή την διαδικασία δεν είναι πολλές. Η παρενόχληση των ξένων ερευνητικών σκαφών, δεν μπορεί να ακυρώσει τις έρευνες, ενώ θα στρέψει και τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην Κυπριακή ΑΟΖ, (TOTAL, ENI, EXXON MOBIL, NOBLE κ.α.) εναντίον της Τουρκίας, ενώ η εκ νέου αποστολή του Barbaros στην κυπριακή ΑΟΖ δεν μπορεί να παράξει νομικά αποτελέσματα.
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η Τουρκία δεν θα επιχειρήσει να εκβιάσει την διακοπή ερευνών στην Κύπρο, δημιουργώντας τετελεσμένα σε άλλη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου συστηματικά αμφισβητεί την ελληνική υφαλοκρηπίδα του νησιωτικού συμπλέγματος της Μεγίστης.
Ν.Μ.