Της Χριστιάννας Λιούντρη*
Τα τελευταία χρόνια, κυριαρχεί μία γενικευμένη αντίληψη που θέλει την Κίνα να είναι ένας επιθετικός, ανταγωνιστικός και αναθεωρητικός δρων του διεθνούς συστήματος. Βασική θέση της ανάλυσης που θα ακολουθήσει είναι ότι η συμπεριφορά της Κίνας είναι μάλλον αναμενόμενη, αν λάβει κανείς υπόψιν την οικονομική ανάπτυξη που έχει επιτύγχει σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας (παρόλη την απόσταση που τη χωρίζει από το πρότυπο της φιλελεύθερης δημοκρατίας). Οι επιλογές που κάνει στον τομέα της εξωτερικής της πολιτικής πρέπει να εξετάζονται και να ερμηνεύονται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό, ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Το μέλλον της Κίνας και η παγκόσμια επιρροή της εξαρτάται από την ικανότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος να διατηρήσει τον μεταρρυθμιστικό δρόμο που χάραξε ο Deng Xiaoping και ακολούθησαν οι Zhang Zemin, Hu Zintao και Xi Jinping. Οι κύριοι τομείς στους οποίους πρέπει να διατηρήσει θετικές επιδόσεις η κινεζική διακυβέρνηση είναι η οικονομική ανάπτυξη, η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα και η εδαφική της ακεραιότητα. Η νομιμοποίηση της κινεζικής ηγεσίας εξαρτάται από το εάν το ΚΚΚ θα κατορθώνει να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να μεταρρυθμίσει τη χώρα και να συνεισφέρει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού.
Αναλυτικότερα, μπορούμε να εντοπίσουμε 4 διλήμματα στα οποία καλείται να απαντήσει η κινεζική εξωτερική πολιτική:
- Στην επίτευξη μίας ισορροπίας ανάμεσα στην επιθετική εξωστρέφεια που πυροδοτείται από το αίσθημα ευφορίας και ασφάλειας (οφειλόμενο κατά κύριο λόγο στο οικονομικό της «θαύμα») και στην ενίσχυση της ήπιας ισχύος της
- Στην επίυτευξη μίας ισορροπίας ανάμεσα στην ενίσχυση των υπάρχοντων διεθνών θεσμών ή στην παράκαμψή τους και τη δημιουργία νέων που θα εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντά της
- Στην επιλογή διαχείρισης των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής της μέσω πολυμερών ή διμερών δικτύων και
- Στην στρατηγική επιλογή του πεδίου εφαρμογής της ισχύος της σε περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο.
Η εξωστρέφεια που χαρακτηρίζει την εξωτερική της πολιτική εδράζεται στην επιθυμία να βελτιώσει τη διεθνή της θέση και την επιρροή της στην παγκόσμια διακυβέρνηση και από την ανάγκη να απαντήσει στον αυξανόμενο εθνικισμό, ειδικότερα της νέας γενιάς. Παράλληλα, η Κίνα επιδιώκει να ενισχύσει την ήπια ισχύ της και να βελτιώσει τη διεθνή της εικόνα, δεδομένου ότι η διεθνής κοινή γνώμη εμφανίζεται εξαιρετικά καχύποπτη σχετικά με την επανεμφάνισή της. Η κατευθυντήρια ιδέα της Κινεζικής Εξωτερικής Πολιτικής, με ρητορικές όπως η «ειρηνική ανάπτυξη» και η «μη-επέμβαση», αποδεικνύει ακριβώς τις διλημματικές καταστάσεις που αντιμετωπίζει και την ανάγκη να επιτύχει μία ισορροπία ανάμεσα στην προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων και τον εφησυχασμό των γειτόνων της.
Το κινεζικό... «Σχέδιο Μάρσαλ»
Με τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού επιχειρείται ένας αναπροσανατολισμός από μία προσέγγιση μεγάλης δύναμης σε μία εστίαση στις σχέσεις της με τις γειτονικές της χώρες. Περαιτέρω, πρόκειται για μία πρακτική θεώρηση της κατάστασης που εκτιμά ότι το εμπόριο μεταξύ Κίνας – Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αυξάνεται προοδευτικά, με την Κίνα να επιδιώκει να «κατασκευάσει» νέες οδούς για να φτάνουν τα προϊόντα της στην Ευρώπη. Τέλος, προφανώς, μέσα από τη διπλωματία του Nέου Δρόμου του Μεταξιού, θα ενισχύσει τους δεσμούς της με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας και θα διασφαλίσει τις ροές ενέργειας. Διεθνείς αναλυτές χαρακτηρίζουν τον νέο Δρόμο του Μεταξιού ως την κινεζική εκδοχή του «Σχεδίου Μάρσαλ»: μία προσπάθεια αύξησης της ισχύος της σε διεθνές επίπεδο και, εν τέλει, ένας τρόπος να κατορθώσει να θεμελιώσει το status της ως πραγματική Μεγάλη Δύναμη, ανταγωνιζόμενη στην περιφέρειά της τη Ρωσία και την Ινδία.
Πρακτικά, πρόκειται για ένα project με σαφή κινεζικά χαρακτηριστικά: διαμορφώνεται σταδιακά και έχει μακροπρόθεσμη προοπτική. Κατά κύριο λόγο, σε αυτό το πρωταρχικό στάδιο, βρίσκεται σε διαπραγμάτευση και εφαρμόζεται μέσω ξεχωριστών διμερών μηχανισμών, συμφωνιών και χρηματοδοτήσεων, οι οποίες φέρουν ξεκάθαρα την Κίνα σε ηγετική θέση και τις εμπλεκόμενες χώρες ή περιφέρειες ως ακολούθους. Το μέλλον του Νέου Δρόμου του Μεταξιού εξαρτάται από τις εξελίξεις στις περιοχές που περιλαμβάνει. Συγκεκριμένα, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι οι χώρες στις οποίες απευθύνεται είναι οι λιγότερο ενσωματωμένες στο διεθνές σύστημα και στο διεθνές εμπόριο, μπορούμε να σχηματίσουμε μία εικόνα για τα ενδογενή προβλήματα και τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Κίνα για να καταφέρει εν τέλει να κάνει το σχέδιο λειτουργικό.
Σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας
Δεν είναι ευρύτερα γνωστό το ότι η εκπόνηση του σχεδίου για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού έρχεται ως απάντηση σε αντίστοιχο σχέδιο των ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε το 2011 και προέβλεπε συγκεκριμένες ενέργειες με στόχο την οικονομική ανάπτυξη της Κεντρικής Ασίας, με το Αφγανιστάν να αναλαμβάνει ρόλο – κλειδί (σε μία ξεκάθαρη προσπάθεια από πλευράς ΗΠΑ να ενισχύσουν την πολιτική του σταθερότητα).
Ο αμερικανικός Δρόμος του Μεταξιού αφορά σε διακρατικά επενδυτικά σχέδια και περιφερειακές εμπορικές ενώσεις που δυνητικά και ιδανικά θα συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα της Κεντρικής Ασίας. Η βασική αμερικανική πρωτοβουλία στην περιοχή είναι ο αγωγός φυσικού αερίου που θα συνδέει Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν, Πακιστάν και Ινδία. Στο Τουρκμενιστάν εντοπίζεται το δεύτερο μεγαλύτερο απόθεμα φυσικού αερίου σε παγκόσμια κλίμακα και η συμπερίληψή του στο προαναφερθέν σχέδιο έχει στόχο να το αποκόψει από την Κίνα –που είναι βασικός αγοραστής των φυσικών του πόρων– και να κατευθύνει τους πόρους αυτούς στην Ινδία και το Πακιστάν. Η υλοποίηση αυτού του έργου, που κοστολογείται στα 10 δισ. Δολάρια, αναβάλλεται κατ' εξακολούθησιν λόγω της αδυναμίας εύρεσης επενδυτών.
Η συνολική σχέση με τις ΗΠΑ έχει προτεραιότητα στους σχεδιασμούς της Κίνας, καθώς οι ΗΠΑ είναι και θα παραμείνουν για το προσεχές μέλλον ο βασικός ανταγωνιστής για παγκόσμια και περιφερειακή πρωτοκαθεδρία. Το αν η Κίνα γίνει ένας περιφερειακός δρων και κατόπιν παγκόσμιος εξαρτάται από την πολιτική της βούληση και τις ικανότητές της να βελτιώσει την παρουσία της και την άμεση επιρροή της μακρύτερα από την άμεση περιφέρειά της, κυρίως σε αναπτυσσόμενες περιοχές της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, στις οποίες έχουν συμφέροντα οι ΗΠΑ.
Η περαιτέρω άνοδος της Κίνας τα προσεχή έτη θα την φέρει σε απευθείας σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Οι δύο δυνάμεις θα ανταγωνιστούν σε ζητήματα πολιτικής ιδεολογίας, παγκόσμιας διακυβέρνησης και μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης. Η διαχείριση ενός νέου τύπου σχέσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων θα είναι μία πρόκληση και για τις δύο: πρόκειται για χώρες που έχουν διαφορετικά πολιτικά και πολιτειακά μοντέλα διακυβέρνησης, ενώ η διαφορετική νοοτροπία, το διαφορετικό πολιτισμικό πρότυπο και η διαφορετική φιλοσοφική προσέγγιση αναμένεται να δυσκολέψουν την μεταξύ τους συνεννόηση και την εύρεση ενός σημείου ισορροπίας, τουλάχιστον σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Σχέσεις Ε.Ε. – Κίνας
Οι επιπτώσεις του Νέου Δρόμου του Μεταξιού για την Ε.Ε. θα εξαρτηθούν από την ταχύτητα με την οποία το project θα τεθεί σε τροχιά λειτουργίας, καθώς επίσης και από το εάν και κατά πόσον η Ε.Ε. θα προχωρήσει σε περαιτέρω εμβάθυνση, κινούμενη περισσότερο προς ομοσπονδιακό καθεστώς. Ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού προσφέρει τόσο ευκαιρίες όσο και προκλήσεις. Αφενός, αναμένεται να βελτιώσει τη διασύνδεση μεταξύ Ε.Ε. και Κίνας, να διευκολύνει την ανάπτυξη, το εμπόριο και την περαιτέρω οικονομική συνεργασία. Αφετέρου, κάθε οικονομική προσπάθεια μεγενθύνει καταρχάς άνισα τα οικονομικά μεγέθη, όπως την πρόσβαση στην εργασία ή τους μισθούς, και έτσι υπάρχει ο κίνδυνος να αναδειχθούν προβλήματα λόγω ανισότητας: πολλαπλασιασμός των διακρατικών προβλημάτων, όπως το οργανωμένο έγκλημα, της τρομοκρατίας, του trafficking… Κυρίως, όμως, στην περίπτωση που ολοκληρωθεί ο Δρόμος του Μεταξιού, ενισχύεται ο ρόλος της Κίνας στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο της Ευρασίας, με αναπόφευκτη εξέλιξη την επανεξισορρόπηση της ισχύος και τη δημιουργία νέων διεθνών θεσμών και κανόνων.
Ουσιαστικά, η παρουσία της Κίνας στην Ευρώπη συνδιαμορφώνεται από 3 παράγοντες:
- Την εδραίωση διμερών οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως λόγω των μεγάλων επενδυτικών ευκαιριών που προκύπτουν για την Κίνα εν μέσω οικονομικής κρίσης
- Τον σχηματισμό δικτύων πολυμερών και διμερών σχέσεων, όπως για παράδειγμα το διακυβερνητικό forum για τη Συνεργασία μεταξύ Κίνας και χωρών Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και
- Την εξασφάλιση πολιτικής στήριξης από τις προαναφερόμενες χώρες, ως αποτέλεσμα της ενισχυμένης οικονομικής συνεργασίας, για τις συνεχιζόμενες διαφωνίες μεταξύ Κίνας – Ε.Ε., κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά στο θέμα του εμπάργκο όπλων.
Η σύσταση του πολυμερούς οργανισμού για τη συνεργασία ανάμεσα στην Κίνα και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι ένα μείζον θέμα που τίθεται ενώπιον της Ε.Ε., εφόσον η Κίνα επιδιώκει και καταφέρνει να συνδιαλέγεται ταυτόχρονα τόσο με την Ε.Ε. σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών, όσο και με κράτη - μέλη, σε διμερές επίπεδο. Η προσέγγιση της Κίνας με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχει λάβει θεσμικό χαρακτήρα (Συνεργασία μεταξύ Κίνας και χωρών Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης), με 16 χώρες της Ε.Ε. να συμμετέχουν (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Λευκορωσία, ΠΓΔΜ, Μαυροβούνιο, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβακία, Σλοβενία).
Η τάση που μπορούμε να εντοπίσουμε εν προκειμένω είναι ότι με την οικονομική κρίση να μαστίζει την ευρωπαϊκή ήπειρο και με δεδομένο ότι οι χώρες που πλήττονται περισσότερο είναι αυτές με τις ασθενέστερες οικονομίες και ειδικά με τη μικρότερη ενσωμάτωση στο ευρωπαϊκό (βιομηχανικό) μοντέλο, η Κίνα προσπαθεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη τους για κεφάλαια για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής καθώς και για πρόσβαση σε φτηνά προϊόντα (Είναι γεγονός ότι στα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της Κίνας περιλαμβάνονται τα οικοδομικά υλικά, κυρίως το τσιμέντο και το σίδερο. Η υπερπαραγωγή τους μάλιστα ήταν αυτή που εξώθησε την κινεζική ηγεσία να αναζητήσει νέες αγορές).
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι οι χώρες της Μεσογείου ανταποκρίνονται θετικά στους σχεδιασμούς της Κίνας για τον θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού, αφενός γιατί εξασφαλίζεται ότι η Μεσόγειος θα διατηρήσει μία σημαντική θέση ως περιφέρεια του διεθνούς συστήματος και δεν θα απωλέσσει τον ρόλο της ως εμπορικό κέντρο, αφετέρου καλωσορίζουν τα επενδυτικά/επιχειρηματικά ανοίγματα της Κίνας τα οποία θα συμβάλλουν στην αναζωογόνηση της ευρύτερης περιοχής.
Συμπερασματικά, οι Κινέζοι διπλωμάτες είναι εξαιρετικά προσεκτικοί στους χειρισμούς τους απέναντι στην Ε.Ε., προωθώντας τις διπλωματικές τους σχέσεις τόσο με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσο και με τα μεμονωμένα κράτη - μέλη (οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων μάλιστα δεν είναι ενταγμένες στην Ευρωζώνη, γεγονός που επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία, με την αποφυγή των γραφειοκρατικών (και πολιτικών) αγκυλώσεων των ευρωπαϊκών μηχανισμών που δυσκολεύουν πάρα πολύ την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων). Η πρακτική αυτή της Κίνας έχει ουσιαστικά εξασθενήσει την ικανότητα της Ε.Ε. να εμφανιστεί με ενιαία στάση, πολιτική και πρακτική, απέναντι στην Κίνα.
Σχέσεις Ρωσίας – Κίνας
Οι σινορωσικές σχέσεις είναι αρκετά περίπλοκες και είναι βέβαιο ότι ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού τις περιπλέκει ακόμα περισσότερο, εφόσον οι χώρες της Κεντρικής Ασίας στις οποίες η Κίνα απευθύνεται και επιχειρεί να τις ενσωματώσει στο αναπτυξιακό της πλάνο για την Ευρασία άνηκαν παραδοσιακά στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας και έχουν κατά καιρούς με μεγάλη επιτυχία τροφοδοτήσει ανταγωνισμούς ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις (Ανατολικό Ζήτημα, Μεγάλο Παιχνίδι…). Παρόλο που εντοπίζουμε συγκλίσεις στις αποφάσεις τους σε ό,τι αφορά τις διεθνείς υποθέσεις, κυρίως μέσω της απόρριψης της χρόνιας πρακτικής να εκπορεύονται οι αποφάσεις σε διεθνές επίπεδο με βάση τις (δυτικές) αξίες και τη (δυτική) ηθική, η Κίνα φοβάται ότι η Μόσχα ενδέχεται να προσπαθήσει να απομακρύνει το Πεκίνο από την περιοχή που θεωρεί ως παραδοσιακή ζώνη επιρροής.
Πράγματι, ανατρέχοντας στις σχετικές περιφερειακές διεργασίες, διαπιστώνουμε ότι η Ρωσία προσπαθεί να υπονομεύσει την κινεζική διείσδυση: απέρριψε την κινεζική πρωτοβουλία για τη δημιουργία μίας ζώνης ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στα μέλη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης (Κίνα, Ρωσία, Καζακστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν) και προχώρησε στη δημιουργία της Ευρασιατικής Τελωνειακής Ένωσης με το Καζακστάν και τη Λευκορωσία. Από το Πεκίνο, η κίνηση αυτή ερμηνεύθηκε ως μία προσπάθεια αποκλεισμού της Κίνας από τα τεκταινόμενα στην περιοχή.
Οικονομικά, η Κίνα ενδιαφέρεται για τους ενεργειακούς πόρους και τον ορυκτό πλούτο της Ρωσίας. Το 2014 υπεγράφησαν δύο συμφωνίες για παροχή φυσικού αερίου αξίας 400 δισ. δολαρίων και διάρκειας 30 ετών, οι οποίες εκτιμάται ότι θα καλύψουν περίπου το 20% των κινεζικών αναγκών για την ερχόμενη δεκαετία. Επίσης, έχει υπογραφεί ένα μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της China National Petroleum Corporation και της Gazprom για την κατασκευή δύο αγωγών. Περαιτέρω, η Ρωσία είναι ένας σημαντικός στρατιωτικός εταίρος εφόσον εξάγει όπλα στην Κίνα. Με δεδομένο το εμπάργκο που έχει επιβληθεί στην Κίνα από την Ε.Ε. ως κύρωση για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στην πλατεία Τιανμέν το 1989, η Κίνα χρειάζεται την υποστήριξη της Ρωσίας στον στρατιωτικό τομέα.
H ειδική σχέση με την Ινδία
Κίνα και Ινδία συνεχώς αναζητούν εναλλακτικές ή/και επιπρόσθετες ροές ενέργειας, λόγω των αυξημένων αναγκών τους. Έτσι όμως κινούνται σε μία διπλωματική αντιπαράθεση που μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ισορροπία και την ειρήνη στην ινδική υποήπειρο. Συγκεκριμένα, η Κίνα, εδώ και μία δεκαετία, προωθεί την «πολιτική των μαργαριταριών», δηλαδή την εξασφάλιση του ελέγχου σε στρατηγικά σημεία (κυρίως λιμάνια και θαλάσσια στενά) μέσω των οποίων θα μπορεί να προβάλλει την ισχύ της στον Ινδικό Ωκεανό, αποφεύγοντας τα σημεία που ελέγχονται από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
ΤΟ... «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΟ ΚΟΛΙΕ» ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ
Η ανάδειξη στην εξουσία του Μόντι στην Ινδία θεωρείται ότι έχει ανατρέψει κάπως το σκηνικό, με τον τελευταίο να ακολουθεί «την αντίστροφη πολιτική των μαργαριταριών», επιδιώκοντας να «ξυλώσει το μαργαριταρένιο κολιέ» της Κίνας. Ενώ η «πολιτική των μαργαριταριών» δυνητικά θα εξασφαλίσει στην Κίνα μία βελτιωμένη ενεργειακή ασφάλεια, η ανατροπή της θα δώσει στην Ινδία ακόμη μεγαλύτερη πρόσβαση σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Παράλληλα, θα εξασθενίσει έως θα εξουδετερώσει τη στρατιωτική επιρροή της Κίνας στην περιοχή και θα εκμηδενίσει τα διπλωματικά της περιθώρια.
Συμπέρασμα
Η άνοδος της Κίνας, που ξεκίνησε το 1989 και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αναμένεται να αναδιαμορφώσει το διεθνές σύστημα. Ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει αυτό δεν είναι ξεκάθαρος, παρόλο που οι κινήσεις που γίνονται σε διεθνές επίπεδο αποτελούν ένα μικρό δείγμα των διεργασιών και των διπλωματικών δικτύων που χτίζονται, με τις δυτικές δυνάμεις να συνασπίζονται σχετικά απρόθυμα και την Κίνα να κινείται μεθοδικά και υπολογισμένα. Δεδομένου ότι το οικονομικό θαύμα της Κίνας βασίστηκε εν πολλοίς στα παγκοσμιοποιημένα οικονομικά δίκτυα, θα έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει η Κίνα στους τριγμούς και τους μηχανισμούς που θα αναπτύξει για να ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα και την επίπτωση που το νέο οικονομικό περιβάλλον, μετά την κρίση του 2008, θα έχει στα αναπτυξιακά και επενδυτικά της σχέδια.
* Η κ. Χριστιάννα Λιούντρη είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών κ'' Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, φοιτήτρια Νομικής του ΕΚΠΑ, ερευνήτρια στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου με ειδίκευση στη Μέση Ανατολή.