(Φωτ.: Η πρωτοβουλία για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού, που ανακοινώθηκε από τον Κινέζο Πρόεδρο, Xi Jinping, το 2013, θα πρέπει να ξεπεράσει το εμπόδιο της γραφειοκρατίας και να προσελκύσει και ιδιωτικά κεφάλαια.)
Της Χριστιάννας Λιούντρη*
Ως νέος δρόμος του Μεταξιού ορίζεται η πολιτική πρωτοβουλία που ανακοινώθηκε από τον Κινέζο Πρόεδρο, Xi Jinping, το 2013 και αφορά στη δημιουργία δύο πρωτίστως οικονομικών ζωνών, που, ξεκινώντας από την Κίνα, διασχίζουν την Κεντρική Ασία και καταλήγουν στην Ευρώπη. Πρόκειται συγκεκριμένα για την Silk Road Economic Belt (χερσαία ζώνη) και την 21st – century Maritime Silk Road (θαλάσσια ζώνη). Βασικός στόχος είναι η πιο εύκολη πρόσβαση στις αγορές, ειδικά στην ευρωπαϊκή. Ως στενά συνδεδεμένες και συμπληρωματικές πρωτοβουλίες στον νέο δρόμο του μεταξιού θεωρούνται ο Σινοπακιστανικός Οικονομικός Διάδρομος και ο Οικονομικός Διάδρομος ανάμεσα σε Μπαγκλαντές, Κίνα, Ινδία, Μιανμάρ.
Ουσιαστικά, επιχειρείται να διαμορφωθούν αναπτυξιακές στρατηγικές που να εστιάζουν στη διασύνδεση και τη συνεργασία μεταξύ χωρών που βρίσκονται πρωτίστως στην Κεντρική Ασία. Αναλυτές επισημαίνουν ότι ο νέος δρόμος του μεταξιού αποτελεί μία επιμέρους προσπάθεια για την πραγμάτωση του «κινεζικού ονείρου»: τη δημιουργία μίας ευημερούσας κοινωνίας και την επίτευξη της εθνικής αναζωογόνησης.
Με αυτήν την πρωτοβουλία η Κίνα επιδιώκει να:
- διαφοροποιήσει τους προορισμούς των εξαγωγικών της προϊόντων
- συνεισφέρει στην ανάπτυξη στην Ευρασία και αυξήσει τις προσβάσεις της σε τρόφιμα και ενέργεια
- μειώσει την εξάρτησή της από το αμερικανικό δολάριο
- βελτιώσει την εκπροσώπηση των αναπτυσσόμενων χωρών στις παγκόσμιες υποθέσεις
Ο νέος δρόμος του μεταξιού αφορά σε μία πολιτική επιλογή που έχει στόχο να αντιμετωπίσει, σε πρώτο επίπεδο, τις εσωτερικές προκλήσεις της χώρας (αυξανόμενες εισοδηματικές αποκλίσεις, υπερβολική εξάρτηση από τις εξαγωγές, εθνικιστικές αποσχιστικές τάσεις, περιβαλλοντική μόλυνση, διαφθορά). H Κίνα πρέπει να δώσει λύση στη μεγάλη αναπτυξιακή απόκλιση ανάμεσα στις ανατολικές και δυτικές περιφέρειές της. Πιο συγκεκριμένα, οι δυτικές της περιφέρειες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Xinjiang, απομακρυσμένες από τα κινεζικά παράλια, δεν επωφελούνται άμεσα από το εμπόριο που ανθεί στις ανατολικές επαρχίες και εμφανίζουν εθνικιστικές και αποσχιστικές τάσεις. Για να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα, η κεντρική εξουσία, που μέχρι πρότινος κινούνταν στη λογική «προτεραιότητα στη σταθερότητα», έχει αναπτύξει μία ρητορική που χαρακτηρίζει ως «τις 3 δυνάμεις του κακού» την τρομοκρατία, τον εξτρεμισμό και τις αποσχιστικές τάσεις. Πρακτικά, η κινεζική κυβέρνηση εκπόνησε μία στρατηγική, την οποία ονομάζει «Στροφή στη Δύση», δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην οικονομική ανάπτυξη των πόλεων: στόχος είναι τα προϊόντα που παράγονται στις δυτικές περιφέρειες να κατευθύνονται άμεσα προς την Κεντρική Ασία και την Ευρώπη. Παράλληλα προωθεί την ανάδειξη υποεθνικών δρώντων (πόλεις και περιφέρειες) σε σημαίνοντες παράγοντες της εξωτερικής πολιτικής. Με τη διασύνδεση της Κίνας, με την Κεντρική Ασία και εν τέλει με την Ευρώπη, οι δυτικές περιφέρειες της Κίνας ενσωματώνονται ταχύτατα σε διεθνικά συνεργατικά δίκτυα, μεταρρυθμίζονται σχεδόν αυτόματα με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες, ενώ ταυτόχρονα γίνονται πιο εξωστρεφείς με τον τελικό στόχο να είναι το να
Η ενεργειακή ασφάλεια ως κινητήρια δύναμη
Μεταξύ 1989 και 2011, η Κίνα εμφάνιζε ρυθμούς ανάπτυξης κατά μέσο όρο 10% και οι ενεργειακές της ανάγκες αυξήθηκαν κατ' αναλογία. Κατά τη δεκαετία του 1980, η Κίνα ήταν αυτάρκης σε ό,τι αφορά τους ενεργειακούς πόρους. Πλέον, στηρίζεται σε εξωτερικές πηγές για να καλύψει το μισό περίπου της εγχώριας κατανάλωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Κίνα ηύξησε τις εισαγωγές της από τη Ρωσία κατά 30%, σε μία προσπάθεια να μειώσει την εξάρτησή της από τη Μέση Ανατολή και την υποσαχάρια Αφρική. Αυτό έγινε για δύο λόγους: Αφενός, η μεταφορά ενεργειακών πόρων από αυτές τις περιοχές γινόταν μέσω θαλασσίων οδών οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις υπέκειντο σε πειρατικές επιθέσεις ή σε διοικητικές καθυστερήσεις. Αφετέρου, και οι δύο προαναφερόμενες περιοχές βρίσκονται αντιμέτωπες με χρόνια πολιτική αστάθεια η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελλείψεις ή σε διακοπή της ροής φυσικών πόρων.
Ο νέος δρόμος του μεταξιού δίνει τη δυνατότητα στην Κίνα να διαφοροποιήσει τους παρόχους της, εισάγοντας και από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας που σχετικά πρόσφατα ξεκίνησαν μία δυναμική παρουσία στην αγορά ενέργειας. Η σύνεση με την οποία η Κίνα αντιμετωπίζει τη Ρωσία και επιδιώκει να διαμορφώσει εναλλακτικές εκπορεύεται από δύο παράγοντες:
- Στην Κίνα δεν επιτρέπεται να επενδύσει ή να συμμετέχει σε κοινοπραξίες στον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας, γεγονός που στερεί από το Πεκίνο τη δυνατότητα να έχει μακροχρόνια και αξιόπιστη πρόσβαση σε πόρους. Παρόλα αυτά και με δεδομένες τις πιέσεις που αντιμετωπίζει η Ρωσία σε διεθνές επίπεδο, εκτιμάται ότι οι Ρώσοι έχουν προβεί σε σημαντικές μειώσεις στην τιμή πώλησης φυσικού αερίου.
- Η Ρωσία έχει κατ' επανάληψη δείξει ότι είναι παραπάνω από πρόθυμη να χρησιμοποιήσει την ενεργειακή εξάρτηση ως μοχλό άσκησης πολιτικής πίεσης. Με τη χρηματοδότηση έργων υποδομής ενεργειακής φύσεως σε χώρες της Κεντρικής Ασίας, η Κίνα θα έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει εναλλακτικούς προμηθευτές, νέες οδούς προμήθειας, μακριά από τη ρωσική παρουσία, και να μετριάσει τις πιθανές επιπτώσεις από τυχόν διακοπές παροχής από τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Ρωσία.
Ο κινεζικός κύκλος επιρροής
Ο αναλυτής του the International Centre for Trade and Sustainable Development Shuaihua Wallace Cheng, σε ανάλυσή του στο Yale Global Online, διαπιστώνει ότι οι δύο οικονομικές πρωτοβουλίες σχηματίζουν ένα κύκλο υπό κινεζική επιρροή ο οποίος όμως δεν εμπίπτει στον αντίστοιχο αμερικανικό. Στην ανάλυσή του κάνει 4 θεμελιώδεις παρατηρήσεις:
- Ο κινεζικός κύκλος έχει ως αφετηρία το στρατηγικό άνοιγμα των ΗΠΑ επί προεδρίας Ομπάμα στην Ασία, που ανακοινώθηκε το 2011 και έκανε λόγο για μία νέα ισορροπία στην περιοχή. Στον άξονα αυτό περιλαμβάνονται ένα σχέδιο για την ασφάλεια και ένα για την οικονομία: την ανασύνταξη του 60% των αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στην Ασία μέχρι το 2020, περικυκλώνοντας έτσι την Κίνα και τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή του Trans - Pacific Partnership Agreement με τους συμμάχους τους, αποκλείοντας την Κίνα. Εκ των πραγμάτων η Κίνα περιορίζεται και δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή στα ανατολικά και στον Νότο.
- Ο κύκλος ανοίγει νέες αγορές για την εξαγωγή κινεζικών προϊόντων. Οι παραδοσιακές αγορές των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σχετικά στάσιμες. Επιπλέον, σε ορισμένους τομείς, όπως τα ηλιακά πάνελ, τα μηχανήματα, ή υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών και των κατασκευών, αυτές οι αγορές είτε είναι κορεσμένες ή διέπονται από μέτρα προστατευτισμού σε ό,τι αφορά το εμπόριο και το επενδυτικό καθεστώς. Οι αναπτυσσόμενες χώρες κατά μήκος του νέου δρόμου αφήνουν εξαιρετικά περιθώρια επενδύσεων. Πράγματι και σύμφωνα με το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου, το διμερές εμπόριο με τις χώρες αυτές αντιπροσωπεύει το 26% του συνολικού κινεζικού εμπορίου για το πρώτο τετράμηνο του 2015.
- Η Κίνα θα έχει καλύτερη πρόσβαση σε ενέργεια και τροφή, και θα εξαρτάται πολύ λιγότερο από τις διαμετακομιστικές οδούς που ελέγχει ο αμερικανικός στρατός. Μέχρι στιγμής, το 80% των εισαγωγών πετρελαίου της Κίνας διέρχεται από το Στενό της Μαλάκα, που ελέγχονται από τον αμερικανικό στρατό και από εμπορικές οντότητες που δεν ελέγχονται από την Κίνα. Για την ανατροπή αυτής της κατάστασης, γίνονται σημαντικές επενδύσεις στο Πακιστάν, με την Κίνα να έχει δεσμεύσει περίπου 46 δισ. δολάρια.
- Ο κύκλος έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε έναν κύκλο του γουάν, επιτρέποντας στην Κίνα να βελτιστοποιήσει τη χρήση των αποθεματικών και να επιταχύνει τη διεθνοποίηση του νομίσματός της. Η Κίνα διαθέτει περίπου 3.2 - 3.3 τρισ. δολάρια σε συναλλαγματικά διαθέσιμα. Μέχρι στιγμής, το 60% αυτών των αποθεματικών χρησιμοποιείται για να αγοράσει αμερικανικά ομόλογα. H απόδοση αυτών των ομολόγων είναι εξαιρετικά χαμηλή, με τα ξένα αποθεματικά της Κίνας να χάνουν συνεχώς αξία, λόγω και της ανατίμησης του γουάν, με την τάση αυτή να αντιστρέφεται μετά το καλοκαίρι και το χρηματιστηριακό κραχ. Επομένως, η Κίνα επιλέγει, αντί να δανείζει χρήματα στις ΗΠΑ, να κατευθύνει αυτά τα αποθεματικά σε επενδύσεις υποδομών και παραγωγής κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού, για να εξασφαλίσει καλύτερες οικονομικές απολαβές και να εδραιώσει πολιτικές φιλίες. Η Κίνα οραματίζεται μεγαλύτερη κεφαλαιακή σύγκλιση και συναλλαγματική ενσωμάτωση, συνοδευόμενη από μείωση της εξάρτησης από το αμερικανικό δολάριο, με το γουάν να χρησιμοποιείται ήδη για εμπορικές συναλλαγές στη Μογγολία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη.
Οι οικονομικοί θεσμοί που τον στηρίζουν
Η χρηματοδότηση των έργων που θα υλοποιήσουν το φιλόδοξο σχέδιο του νέου δρόμου του μεταξιού έχει οδηγήσει την Κίνα στο να αναπτύξει νέα θεσμικά οικονομικά εργαλεία τα οποία θα της εξασφαλίσουν αυτονομία και ευελιξία. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται: το Ταμείο για τον Δρόμο του Μεταξιού, η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομής (Asian Infrastructure Investment Bank) και η Αναπτυξιακή Τράπεζα των BRICS.
Βασικό ρόλο αναμένεται να αναλάβουν οι κινεζικές κρατικές τράπεζες. Πράγματι, τον Απρίλιο του 2015, δημοσιεύτηκαν πληροφορίες που ήθελαν το Πεκίνο να έχει δεσμεύσει κεφάλαιο 62 δισ. δολάρια για να το διαθέσει σε δύο τράπεζες που στηρίζουν τις κρατικές πολιτικές της. Συγκεκριμένα: 32 δισ. στην Αναπτυξιακή Τράπεζα της Κίνας και 30 δισ. στην Τράπεζα Εισαγωγών-Εξαγωγών. Ταυτόχρονα, το Κινεζικό Συμβούλιο Επικρατείας κινείται προς τη μεταρρύθμιση των κρατικών τραπεζών, σε μία προσπάθεια να ασκήσει αυστηρότερους ελέγχους, να ανατρέψει την τραπεζική στρατηγική που δίνει βάση στην κατανάλωση και εν τέλει να ενισχύσει τον υποστηρικτικό ρόλο που οφείλουν να αναλάβουν οι τράπεζες σε σχέση με τις κυβερνητικές πολιτικές και τους στρατηγικούς στόχους της χώρας. Επιπλέον, το China International Trust and Investment Corporation, ένας κρατικός επενδυτικός όμιλος, έχει ανακοινώσει ήδη ότι πρόκειται να διαθέσει πάνω από 113 δισ. δολάρια σε δάνεια και κεφάλαιο για να υποστηρίξει περίπου 300 έργα που σχετίζονται με τον δρόμο του μεταξιού.
Το Ταμείο για τον Δρόμο του Μεταξιού, που ιδρύθηκε επίσημα τον Δεκέμβριο του 2014, θεωρείται ως το πρωταρχικό επενδυτικό μέσο σε διμερές επίπεδο για τη χρηματοδότηση έργων που εμπίπτουν στη στρατηγική αυτή. Τουλάχιστον 16 δισ. θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση έργων στην Κεντρική Ασία. Το ταμείο θα λειτουργεί με στόχο το κέρδος, εστιάζοντας σε επενδύσεις που θα έχουν μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη απόδοση.
Η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομής αποτελεί ένα πολυμερή θεσμό, στον οποίο συμμετέχουν ως ιδρυτικά μέλη πάνω από 57 χώρες. Η κεφαλαιακή βάση της είναι 100 δισ. δολάρια. Η συγκεκριμένη τράπεζα αποτέλεσε μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Πεκίνου, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ επιδόθηκαν σε διπλωματικό μαραθώνιο προκειμένου να αποτρέψουν τη συμμετοχή συμμαχικών τους χωρών στο εγχείρημα. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι 14 κράτη-μέλη της Ε.Ε., ανάμεσα τους η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, εξέφρασαν την επιθυμία τους να συμμετέχουν. Πρόκειται για μία θεσμική πρωτοβουλία που έρχεται να αμφισβητήσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στην περιοχή η οποία εκδηλώνεται μέσω της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων. Η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομής είναι η πρώτη κινεζική προσπάθεια άσκησης διακυβέρνησης σε παγκόσμιο επίπεδο η οποία κατορθώνει να συγκεντρώσει σημαντική υποστήριξη. Η κινεζική πρόταση αναμένεται να συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη της ευρύτερης ασιατικής περιφέρειας, η οποία έχει ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές.
Τέλος, η Αναπτυξιακή Τράπεζα των BRICS, που ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 2014 και ιδρύθηκε επίσημα τον Ιούλιο του 2015, έρχεται ως εναλλακτική στην Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πράγματι, μόλις η Αναπτυξιακή Τράπεζα καταστεί λειτουργική, θα υποκαταστήσει τις λειτουργίες των δύο προαναφερόμενων οργανισμών, ενώ είναι μία ελκυστική εναλλακτική για τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες, παρά τη βελτίωση των οικονομικών τους δεικτών και της ανάπτυξης που επιτυγχάνουν, δεν αυξάνουν την πολιτική τους ισχύ στις διεθνείς υποθέσεις υπό το πρίσμα των θεσμών του Bretton Woods (ΠΤ και ΔΝΤ). Το αρχικό κεφάλαιο της τράπεζας είναι 50 δισ. δολάρια, με τις ιδρυτικές χώρες να συμμετέχουν με το ίδιο μερίδιο, με τον στόχο να είναι να φτάσει τα 100 δισ. Προφανώς, από πλευράς Κίνας, η Αναπτυξιακή Τράπεζα γίνεται αντιληπτή ως μέσο χρηματοδότησης έργων που σχετίζονται με τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού. Πάρα ταύτα, κινέζοι ακαδημαϊκοί επισημαίνουν, αφενός, ότι η τράπεζα έχει ευρύτερη εντολή να χρηματοδοτήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη σε κράτη που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, αφετέρου, ότι κάθε ένα από τα 5 ιδρυτικά μέλη επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την Τράπεζα για να προωθήσει έργα στην περιφέρειά του ώστε να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη.
Αντί επιλόγου: Προκλήσεις για την υλοποίηση
Είναι παραπάνω από προφανές ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο που εμπεριέχει πολλές προκλήσεις. Για παράδειγμα, δεν έχει γίνει κατάλληλη οικονομική ανάλυση που να ιεραρχεί τα επενδυτικά σχέδια και να τα κοστολογεί. Επιπλέον, πρόκειται για ένα πολυδιάστατο έργο που δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά με κυβερνητικά χρήματα, αλλά πρέπει να προσελκύσει και ιδιωτικά κεφάλαια. Περαιτέρω, πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο ανακοινώθηκε από τον Xi Jinping με την κινεζική γραφειοκρατία να κινείται σε αχαρτογράφητα νερά καταβάλλοντας προσπάθεια να το υλοποιήσει. Είναι μία up-to-bottom διαδικασία, η οποία θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο η Σοβιετική Ένωση προσπαθούσε να θέσει σε αναπτυξιακή τροχιά την οικονομία της, αποτυγχάνοντας παταγωδώς γιατί απέκλειε το σημαντικότερο και πλέον ενεργό κομμάτι της κοινωνίας της και αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους που ηττήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο, με τις ΗΠΑ να εφαρμόζουν την ακριβώς αντίθετη διαδικασία κατορθώνοντας να ισορροπήσουν τις κρατικές με τις κοινωνικές επιταγές. Δεν μπορεί επίσης να παραγνωριστεί ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας και ο συγκεντρωτικός, ολοκληρωτικός τρόπος με τον οποίο ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας: είναι εξαιρετικά δύσκολο σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον να ελεγχθούν όλες οι πτυχές που μπορεί να επηρεάσουν τις οικονομικές επιδόσεις μίας χώρας. Περαιτέρω, οι συμφωνίες που υπογράφονται και προωθούνται δεν είναι απαραίτητα οι πιο συμφέρουσες οικονομικά, αλλά μπορεί να προκύπτουν ως αποτέλεσμα πολιτικών συνδιαλλαγών ή διεφθαρμένων δοσοληψιών.
Εφόσον τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας επεκτείνονται στο εξωτερικό, θα πρέπει ο στρατός και οι υπηρεσίες ασφαλείας να αναλάβουν μεγαλύτερο περιφερειακό ρόλο. Η Κίνα δεν έχει στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό, ενώ η εξωτερική της πολιτική δεσμεύεται από την αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων χωρών. Πρόσφατα όμως, κατατέθηκε ένα προσχέδιο αντιτρομοκρατικού νόμου που για πρώτη φορά νομιμοποιεί την τοποθέτηση κινέζων στρατιωτών σε ξένο έδαφος με τη σύμφωνη γνώμη του κράτους υποδοχής.
Τελευταία και σημαντικότερη παρατήρηση είναι το ότι τα αναληφθέντα και προωθούμενα έργα πρόκειται να γίνουν σε εξαιρετικά ασταθείς περιοχές. Πρόκειται για ένα γεγονός, αδιαπραγμάτευτο, το οποίο θα θέσει σε δοκιμασία την κινεζική πολιτική της αποφυγής εμπλοκής σε υποθέσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια στο εξωτερικό. Αδιαμφισβήτητο γεγονός παραμένει και το ότι η αμερικανική στρατιωτική προστασία, στο Αφγανιστάν και αλλού, αποτέλεσε έναν προστατευτικό μανδύα για τις κινεζικές επενδύσεις στην περιοχή.
Εν τέλει, η επιτυχημένη εφαρμογή της στρατηγικής του νέου δρόμου του μεταξιού απαιτεί οικονομική, θεσμική και πολιτική υποστήριξη όχι μόνο από την Κίνα, αλλά και από τις υπόλοιπες χώρες που συμπεριλαμβάνονται στον δρόμο. Η Κίνα θα κληθεί να αναπτύξει τα εργαλεία αυτά που θα της επιτρέψουν να διαχειριστεί τις γεωγραφικές, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και στρατιωτικές συνθήκες της κάθε χώρας προωθώντας παράλληλα τη σύνδεση μεταξύ τους. Από την κινεζική πλευρά, προωθείται ως διαχειριστικό μέσο η δημιουργία θεσμών που θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο όχι μόνο στην προώθηση του περιφερειακού και διεθνούς εμπορίου και της οικονομικής συνεργασίας αλλά και στη διευκόλυνση της θέσπισης (νέων και αντιπροσωπευτικότερων της αναδιανεμηθείσας ισχύος) κανόνων στο διεθνές σύστημα.
* Η κ. Χριστιάννα Λιούντρη είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών κ'' Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, φοιτήτρια Νομικής του ΕΚΠΑ, ερευνήτρια στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου με ειδίκευση στη Μέση Ανατολή.