Του Κωνσταντίνου Λαμπρόπουλου
Αναμφισβήτητα, οι τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο λυκαυγές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα στο τεχνολογικό πεδίο και η παρούσα επίδρασή τους, καθώς και οι δυνητικές εφαρμογές τους στον στρατιωτικό τομέα τις προσεχείς δεκαετίες, προσιδιάζουν στις αντίστοιχες αλλαγές που συνέβησαν στο τεχνολογικό - στρατιωτικό - κοινωνικό επίπεδο από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 1914, όταν η επιλεγόμενη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση και τα τεχνολογικά επιτεύγματά της επέδρασαν καταλυτικά στην στρατιωτική στρατηγική, στη διεξαγωγή του Πολέμου σε παγκόσμια κλίμακα και οδήγησαν στην αναδιαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος στο διεθνές σύστημα.
Οι τεχνολογικές καινοτομίες του 21ου αιώνα, ως αποτελέσματα της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που αλλάζουν τα υπάρχοντα δεδομένα, ήτοι αποτελούν game changers τόσο στο στρατηγικό, όσο και στο επιχειρησιακό/τακτικό επίπεδο, ως εκ τούτου συνιστούν καταλύτες (enablers) μετατόπισης της διεθνούς ισορροπίας ισχύος.
Παράλληλα,όπως και στην περίπτωση της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης, η ριζικά μεταπλαστική (transformative) εισαγωγή καινοτομίας προήλθε εκτός του πλαισίου του στρατιωτικού συμπλέγματος (militaryestablishment), εν προκειμένω, ως αποτέλεσμα ευρείας και ενδελεχούς ανάπτυξης της έρευνας σε πολλαπλά πεδία από τον ιδιωτικό τομέα.
Συνολικά, η διαρκώς αναπτυσσόμενη τεχνολογική καινοτομία εκτείνεται σε πέντε ευρεία πεδία, τα οποία λόγω των στρατιωτικών εφαρμογών τους, επηρεάζουν την εθνική και κατ' επέκταση την διεθνή ασφάλεια: To πρώτο πεδίο αφορά την βιολογία, βιοτεχνολογία και Ιατρική, το δεύτερο, την Τεχνητή Νοημοσύνη, τη Ρομποτική και την Επαυξημένη Νοημοσύνη (Human Augmentation) που αφορά την Συνεργασία Ανθρώπου –Μηχανής), το τρίτο, τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και Επικοινωνίας και την Γνωσιακή Επιστήμη (Cognitive Science), το τέταρτο την νανοτεχνολογία και τα λεγόμενα ανεπτυγμένα, υψηλής απόδοσης υλικά (advanced materials) και το πέμπτο την ενεργειακή τεχνολογία. Τα ανωτέρω πεδία κωδικοποιούνται προς συντόμευση ως BRINE.
Κάθε τεχνολογική εξέλιξη στα ανωτέρω πεδία, αφορά και δυνητικές εφαρμογές στον στρατιωτικό τομέα. Εν παραδείγματι,η πρόοδος στη βιολογία, βιοτεχνολογία και ιατρική οδηγούν σε εξατομικευμένη και αναγεννητική ιατρική, συνθετική βιολογία και χαρτογράφηση του εγκεφάλου, γεγονός που δυνητικά αλλάζει τις δυνατότητες βελτίωσης της διανοητικής και ψυχολογικής ικανότητας του στρατιώτη στο πεδίο της μάχης.
Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής διευκολύνει τη χρήση μη επανδρωμένων και αυτόνομων οχημάτων και πλατφορμών για πολεμικές επιχειρήσεις με μελλοντική δυνατότητα αυτο- επούλωσης από πλήγματα και δυνατότητες αυτόνομης επιλογής στόχων.
Επιπρόσθετα, η πρόοδος στις τεχνολογίες πληροφοριών και στη γνωσιακή επιστήμη αυξάνουν την ταχύτητα και την ευελιξία στην μεταφορά δεδομένων, ευνοούν την αποθήκευση, συσσώρευση και επεξεργασία των μαζικών δεδομένων (bigdata) προσφέροντας ανεκτίμητη αξία στις υπηρεσίες πληροφοριών και κατ' επέκταση στην επίγνωση της κατάστασης, το λεγόμενο situational awareness σε πραγματικό χρόνο στο σύγχρονο δικτυοκεντρικό περιβάλλον μάχης.
Παράλληλα με την ανάπτυξη και της κβαντικής υπολογιστικής (quantum computing) αυξάνονται εξαιρετικά οι δυνατότητες κυβερνο-πολέμου και κυβερνο-άμυνας, γεγονός που αποτελεί σημαντικό πολλαπλασιαστή ισχύος για το σύγχρονο πολυφασικό (fullspectrum) στρατιωτικό δόγμα.
Ακολούθως η ανάπτυξη της νανοτεχνολογίας και των υψηλής απόδοσης «έξυπνων» υλικών πολλαπλών εφαρμογών, σε συνδυασμό με τις ανεπτυγμένες προδιαγραφές της τρισδιάστατης (3-D) ή και τετραδιάστατης (4-D) Εκτύπωσης στο πλαίσιο της Πρόσθετης Παραγωγής (Additive Manufacturing), ευνοούν τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας, ενώ δύνανται να επιφέρουν τεράστια επίδραση στην ανθεκτικότητα των συστημάτων, στο πεδίο της αναγνώρισης των στόχων (reconnaissance) και στο πεδίο της διοικητικής μέριμνας (logistics) μεταξύ άλλων.
Eν κατακλείδι, η ανεπτυγμένη ενεργειακή τεχνολογία δημιουργεί τις προϋποθέσεις υιοθέτησης κατευθυνόμενων ενεργειακών όπλων κατά προσωπικού και ηλεκτρομαγνητικών πυροβόλων κατά επερχόμενων κατευθυνόμενων πυραύλων, ενώ ο συνδυασμός της χρήσης ενεργειακής τεχνολογίας με τη χρησιμοποίηση ανεπτυγμένων μετα- υλικών και τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών δύναται να οδηγήσουν στην ανάπτυξη υπερηχητικών ευέλικτων όπλων που αναπτύσσουν ταχύτητες άνω των 5Machκαι καθιστούν το υπάρχον αντιβαλλιστικό δόγμα ανεπαρκές και προβληματικό.
Ποιος είναι ο αντίκτυπος όμως της νέας Τεχνολογικής Επανάστασης σ ότι αφορά την διεθνή ασφάλεια και το μέλλον του Πολέμου;
Πρώτον, η νέα τεχνολογική επανάσταση αυξάνει την πιθανότητα αποδοχής (acceptance) του πολέμου ως επιλογή, καθώς η ύπαρξη και η ευρύτερη χρήση μη επανδρωμένων οχημάτων απομακρύνει το ανθρώπινο στρατιωτικό δυναμικό από το πεδίο της μάχης, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως συνθήκες ανοχής των πολεμικών επιχειρήσεων από τις κοινωνίες, ιδίως από εκείνες που αποστρέφονται την πιθανότητα ανθρώπινων απωλειών, όπως οι δυτικές κοινωνίες.
Το γεγονός αυτό όμως δύναται να λειτουργήσει και αντίστροφα. Καθώς η απόκτηση ανεπτυγμένων στρατιωτικών τεχνολογιών από ένα κράτος προσφέρει στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων, ταυτόχρονα εξαιτίας της αυξανόμενης τεχνολογικής καινοτομίας, δημιουργείται μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας ενώ αυξάνεται και η εξάρτηση του θεσμικού μηχανισμού ασφάλειας από την τεχνολογία.
Η τεχνολογική εξάρτηση δημιουργεί τρωτότητες οι οποίες δύνανται να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες, οι οποίοι επενδύουν σε ασύμμετρες τακτικές, μετατρέποντας το αρχικό πλεονέκτημα αποφυγής των ανθρώπινων απωλειών σε μειονέκτημα, καθώς στοχοποιείται ο άμαχος πληθυσμός ως αντιστάθμιση.
Δεύτερον, η ταχύτητα της τεχνολογικής καινοτομίας δυσκολεύει την διατήρηση της παρακολούθησης των νέων στρατιωτικών δυνατοτήτων από το εθνικό θεσμικό σύστημα ασφάλειας, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος της στρατηγικής παραπλάνησης.
Στο πεδίο του κυβερνοπολέμου εν παραδείγματι, καθώς οι επιθετικές δυνατότητες στον κυβερνοχώρο βασίζονται στην στιγμιαία εκμετάλλευση τρωτοτήτων, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη η ταυτόχρονη επίδειξη (demonstration) και διατήρηση (maintaining) των ανωτέρω δυνατοτήτων, καθώς ο δεχόμενος την κυβερνο-επίθεση, αντιδρά, αποκαθιστώντας την ζημία, καθιστώντας στη συνέχεια τον αρχικά επιτιθέμενο, ευάλωτο στις επιθετικές δυνατότητες του αρχικά αμυνόμενου.
Το πλαίσιο του συμβατικού πολέμου αλλάζει λόγω της ταχύτητας με την οποία θα διεξάγονται οι επιχειρήσεις, ενώ θα καταστεί εξαιρετικά ανεδαφική η λεγόμενη ενδοπολεμική αποτροπή (intra-wardeterrence). Κατά τα λεγόμενα του Αμερικανού στρατηγού WilliamHix, ένας συμβατικός πόλεμος στο μέλλον θα είναι εξαιρετικά θανατηφόρος και σύντομος, ενώ θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποτραπεί η κλιμάκωσή του.
Τρίτον και άκρως σημαντικό, οι νέες στρατιωτικές δυνατότητες δύνανται να ανατρέψουν την ισορροπία μεταξύ επίθεσης-άμυνας, δημιουργώντας συνθήκες αποσταθεροποίησης σε στρατηγικό επίπεδο, ευνοώντας την ανάληψη ρίσκου και επιθετικής στρατηγικής συμπεριφοράς, ενώ το μοντέλο του προληπτικού Πρώτου Πλήγματος δύναται να κυριαρχήσει έναντι της Αποτροπής βασισμένης στην ικανότητα του αμυνόμενου να εξαπολύσει ένα δεύτερο πλήγμα από πλατφόρμες που δύσκολα εντοπίζονται και γίνονται στόχοι.
Αυτό ισχύει δυνητικά, στην περίπτωση ανάπτυξης αυτόνομων πλατφορμών με τεχνητή νοημοσύνη που θα τους επιτρέπει να εντοπίζουν και να επιλέγουν αυτόνομα στόχους, χωρίς να δύναται ο αμυνόμενος να διαγνώσει έγκαιρα τον κίνδυνο (early warning) εξαπολύοντας ένα καθολικό πρώτο πλήγμα που θα παραλύσει τον αντίπαλο, κυρίως τα συστήματα διοίκησης και ελέγχου (command and control) εξανεμίζοντας τις δυνατότητες μαζικών αντιποίνων και ευέλικτης ανταπόδοσης (καθιστώντας το ψυχροπολεμικό παράδειγμα αποτροπής παρωχημένο).
Τέταρτον, καθώς η ανεπτυγμένη τεχνολογία καθίσταται φθηνότερη, διαχέεται στην ευχέρεια ευρείας γκάμας δρώντων. Στην τρέχουσα δεκαετία, περισσότερες από 70 χώρες διαθέτουν δορυφόρους παρακολούθησης σε τροχιά με την Γη. Νανο- δορυφόροι γίνονται επιχειρησιακοί από Πανεπιστήμια και ιδιωτικές εταιρείες. Μία αυξανόμενη δεξαμενή μικρών κρατών δύναται να αγοράσει εξοπλισμό off thes helf τελευταίας τεχνολογίας. To διάστημα έχει ήδη καταστεί πεδίο ανταγωνισμού όχι μόνο κρατών αλλά και ιδιωτικών εταιρειών.
Η διαθεσιμότητα για εμπορικούς σκοπούς και το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ευνοεί την ευρεία και ταχεία διασπορά της τεχνολογίας διττού σκοπού σε κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες ενώ ο αυξανόμενος ανταγωνισμός, καθιστά ολοένα και δυσκολότερη την επίτευξη συμφωνιών για να αποτραπεί η απόκτηση της ανωτέρω τεχνολογίας από διεφθαρμένα καθεστώτα και εγκληματικά δίκτυα.
Πέμπτον, η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και η εφαρμογή τους στο στρατιωτικό πεδίο, ευνοούν το υβριδικό μοντέλο πολέμου, θολώνοντας τα όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης και δημιουργώντας προϋποθέσεις κορεσμού των Ενόπλων Δυνάμεων και στρατηγικής αστάθειας (strategic instability).
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα τα εξής ερωτήματα: Πως η υπάρχουσα θεσμική δομή εθνικής ασφάλειας θα ενσωματώσει τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε τεχνολογικό επίπεδο και αλλάζουν τα δεδομένα (game changers) στο πεδίο της ασφάλειας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο; Πως θα επιτευχθεί η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αξιοποίηση των δεδομένων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις;
Οι απαντήσεις προφανώς δεν είναι εύκολες. Καταρχάς υπάρχει το εξής παράδοξο αναφορικά με την αξιοποίηση της Τεχνολογίας από το θεσμικό σύστημα εθνικής ασφάλειας, το οποίο συνίσταται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας ασκεί πιέσεις στους στρατηγιστές, στους διαμορφωτές αποφάσεων και στο θεσμικό σύστημα να υιοθετήσουν τις νέες τεχνολογίες και να τις ενσωματώσουν στο στρατηγικό δόγμα. Η πίεση δύναται να προέλθει τόσο από το δυναμικό του ίδιου του συστήματος, όσο και από την διαπίστωση ή τον φόβο ότι ένας δυνητικός αντίπαλος αναπτύσσει αυξημένες στρατιωτικές δυνατότητες στηριζόμενος στις νέες τεχνολογίες.
Παραταύτα οι γραφειοκρατίες και κυρίως οι ιεραρχικοί οργανισμοί όπως το θεσμικό σύστημα εθνικής ασφάλειας παρουσιάζουν δυσκολίες σε πιθανές αλλαγές καθώς εκ σχεδιασμού έχουν ως καθήκον να πραγματοποιούν δεδομένες αποστολές με συνέπεια και συνέχεια.
Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό προκαλεί στον στρατηγιστή - αναμορφωτή το εξής δίλημμα: Το θεσμικό σύστημα επιβάλλεται να αλλάξει για να επιβιώσει στα νέα δεδομένα αλλά ανθίσταται στην καινοτομία λόγω της εγγενούς αδυναμίας του που απορρέει από το λειτουργικό του πλαίσιο. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο από το γεγονός ότι η κατεύθυνση και το momentum της βέλτιστης μεταρρύθμισης συχνά διακρίνεται από αβεβαιότητα και είναι προϊόν πολλαπλών παραγόντων.
Επιπρόσθετα η Τεχνολογία και εξ αυτής καινοτομία αφορούν καταστάσεις μέλλοντος και ως εκ τούτου οι ανάγκες και οι προκλήσεις του παρόντος δύνανται να αγνοηθούν. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει ισορροπία αναφορικά με τις απαιτήσεις της μακροσκοπικής στρατηγικής και την αντιμετώπιση των απειλών και των προκλήσεων ασφάλειας του παρόντος στον στρατηγικό σχεδιασμό.
Μία σημαντική παράμετρος αφορά το γεγονός πως η τεχνολογική καινοτομία αποτελεί προϊόν που παράγεται εκτός θεσμικού πλαισίου με τον ιδιωτικό τομέα να καταλαμβάνει την μερίδα του λέοντος. Ήδη οι πλέον ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν προχωρήσει στην διαμόρφωση του πλαισίου που επιτρέπει την κοινοπραξία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την βέλτιστη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στον στρατιωτικό τομέα.
Παραταύτα, εξακολουθεί να παρατηρείται σημαντική εκροή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού προς των ιδιωτικό τομέα, στερώντας από το θεσμικό σύστημα, πολύτιμες και ανεκτίμητες εφεδρείες, γνώσεις και πληροφόρηση.
Κατά συνέπεια, μια μεγάλη πρόκληση για την εθνική θεσμική δομή θα είναι το πως θα προσελκύσει το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό υψηλής κατάρτισης και απόδοσης προσφέροντας βέλτιστες συνθήκες εργασίας και απολαβές.
Παράλληλα συνεπώς με την προσαρμογή στα νέα δεδομένα που αφορούν την ενσωμάτωση της τεχνολογικής προόδου στο στρατηγικό δόγμα, η πολιτική προσέλκυσης ανθρώπινου δυναμικού υψηλής κατάρτισης και η επένδυση στην περαιτέρω ανάπτυξη του υπάρχοντος δυναμικού αποτελούν τις εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για την βέλτιστη ανταπόκριση του θεσμικού πλαισίου στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις.