(Φωτ.: Εργασίες στο στρατόπεδο Ευθυμιόπουλου, μεταξύ Μάνδρας και Κουτσοχέρου στο ν. Λαρίσης, για τη δημιουργία ανοικτού κέντρου φιλοξενίας προσφύγων την Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016.)
Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Η αντιμετώπιση του πολυσύνθετου προσφυγικού και μεταναστευτικού προβλήματος έχει ορθά καταστεί –ίσως η σημαντικότερη– προτεραιότητα της ελληνικής Πολιτείας. Η ιεράρχηση αυτή απορρέει από τις αδιαφιλονίκητες διασυνδέσεις του προβλήματος με θέματα εσωτερικής ασφάλειας, κυριαρχικών δικαιωμάτων, διεθνών σχέσεων, οικονομικών συνεπειών αλλά και διατήρησης της (συχνά λοιδορούμενης, αλλά βαθιά ριζωμένης στο λαϊκό αίσθημα) εθνικής ταυτότητος. Το μέγεθος και οι συνέπειες του προβλήματος έγιναν –έστω και με καθυστέρηση– αντιληπτά από την κυβέρνηση της χώρας, η οποία και φέρει μεγάλο μέρος των ευθυνών για τη γιγάντωση του. Η παρούσα λοιπόν κυβέρνηση, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των σχημάτων που προηγήθησαν, αδυνατώντας να προβλέψει και να προετοιμάσει κατάλληλα τον κρατικό μηχανισμό, βρέθηκε προ του προσφυγικού - μεταναστευτικού προβλήματος, δεχόμενη παράλληλα και τεράστια εσωτερική και εξωτερική πίεση.
Αναπόφευκτα στράφηκε προς το μοναδικό (δυστυχώς και ευτυχώς) τμήμα του κρατικού μηχανισμού, το οποίο διατηρεί τη συνοχή και αποτελεσματικότητα του: τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Παρά τις όποιες τυχόν παθογένειες –γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας– που παρουσιάζονται και σε αυτόν τον χώρο, η υψηλή αίσθηση του καθήκοντος των στελεχών επιτρέπουν την αξιοπρεπή και αποτελεσματική συνέχιση της λειτουργίας και αποτρεπτικής ισχύος τους εν μέσω της πρωτόγνωρης και παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσεως. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται από την πλειονότητα των Ελλήνων, ανεξαρτήτως κομματικού χώρου, με αποτέλεσμα σταθερά οι Ένοπλες Δυνάμεις να βρίσκονται στην κορυφή της εμπιστοσύνης των πολιτών.
Επιβεβλημένη η εμπλοκή των ενόπλων δυνάμεων
Η εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων στην αντιμετώπιση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ρεύματος υπήρξε σταδιακή με κλιμακούμενη αύξηση τις τελευταίες εβδομάδες. Τα αρχικά καθήκοντα εντοπισμού των ανθρωπίνων ροών γρήγορα επεκτάθηκαν σε καθήκοντα διάσωσης και περίθαλψης. Σήμερα μάλιστα τα καθήκοντα κυμαίνονται από την κατασκευή χώρων υποδοχής μέχρι και την κάθε είδους καθημερινή υποστήριξη των χιλιάδων αυτών ταλαιπωρημένων ψυχών. Φυσικά σε μια κατάσταση ανάγκης, όπως αυτή που η χώρα μας διέρχεται, απαιτείται η ενεργοποίηση του συνόλου των δυνάμεων. Υπό αυτό το πρίσμα είναι ορθή και απόλυτα δικαιολογημένη η εμπλοκή και των ενόπλων δυνάμεων. Μάλιστα, ο Έλληνας πολίτης, που εδώ και δεκαετίες αγόγγυστα συνεισφέρει οικονομικά αλλά και με τη στράτευση των παιδιών του, απαιτεί την ενεργοποίηση όλων των μέσων, μηδενός εξαιρουμένου. Ακόμη και ο δικαιολογημένος αντίλογος της απόσπασης της προσοχής των ενόπλων δυνάμεων από το βασικό και κύριο καθήκον τους (της εξασφάλισης της εδαφικής ακεραιότητος της χώρας) δεν αποτελεί δικαιολογία μη εμπλοκής τους. Η χώρα αντιμετωπίζει μια πρωτόγνωρη «ασύμμετρη» απειλή με απρόβλεπτους κινδύνους και συνέπειες, άρα η εμπλοκή και των ενόπλων δυνάμεων είναι αναγκαία και επιβεβλημένη.
Οι κίνδυνοι και τα όρια
Απαιτείται όμως από τα πολιτικά πρόσωπα να γνωρίζουν αφενός τα όρια των δυνατοτήτων του στρατεύματος ειδικά σε καθήκοντα εκτός της αποστολής τους και αφετέρου να κατανοήσουν και τις συνέπειες που το «πάρεργο» αυτό επιφέρει στη μαχητική ισχύ τους και να μεριμνήσουν για την κάλυψη του κενού. Χιλιάδες ώρες απασχόλησης προσωπικού και υλικών σε αλλότρια καθήκοντα συνεπάγεται μείωση της εκπαίδευσης των πρώτων και φθορά των δεύτερων. Επιπλέον όμως πιθανόν να δημιουργηθεί –εντός και εκτός στρατεύματος– μια επικίνδυνη κουλτούρα περί πρωτοκαθεδρίας της ανθρωπιστικής αποστολής των ενόπλων δυνάμεων. Φυσικά και τα ανθρωπιστικά καθήκοντα εντάσσονται στο πλαίσιο της αποστολής τους, η αποτροπή όμως και η νικηφόρα έκβαση τυχόν σύγκρουσης αποτελούν την κορωνίδα της ύπαρξης τους. Όλα τα υπόλοιπα είναι ωφέλιμα και θεάρεστα πάρεργα. Για να υποστηρίξω ιστορικά τις θέσεις μου, θα σας αναφέρω το πρόσφατο παράδειγμα των χερσαίων δυνάμεων του Ισραήλ. Μόνο έξη χρόνια (2000-2006) παραμέλησης των εκπαιδευτικών διακλαδικών ασκήσεων και δραστηριοτήτων υπέρ μιας εμπλοκής σε «αστυνομικά» καθήκοντα κατά της διάρκεια της παλαιστινιακής «ιντιφάντα» οδήγησαν σε χαμηλή μαχητική απόδοση των ισραηλινών δυνάμεων στο δεύτερο πόλεμο του Λιβάνου κατά της Hezbollah.
Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας πιθανής εμπλοκής τμημάτων σε καταστάσεις για τις οποίες δεν είναι κατάλληλα εκπαιδευμένες και προετοιμασμένες οι ένοπλες δυνάμεις. Η λογική της στρατιωτικής εκπαίδευσης και χρησιμοποίησης τους είναι τελείως διαφορετική από αυτή των σωμάτων ασφαλείας και ενίοτε η χρησιμοποίηση των πρώτων κλιμακώνει μια κατάσταση και δημιουργεί αισθήματα απογοήτευσης ένεκα της ύπαρξης (μη δικαιολογημένων) υψηλών προσδοκιών για αποστολές που εκ φύσεως αδυνατούν να αναλάβουν.
Εν κατακλείδι, οι Ένοπλες μας Δυνάμεις (ως μηχανισμός και στελέχη) αποτελούν τον εγγυητή της εθνικής ασφάλειας και δεν επιτρέπεται με κανένα τρόπο η αλόγιστη κατασπατάληση αυτού του δυναμικού. Επιβεβλημένη η με φειδώ εμπλοκή στην αντιμετώπιση του προσφυγικού - μεταναστευτικού προβλήματος με γνώμονα την απρόσκοπτη ικανότητα εκτέλεσης της κύριας αποστολής. Η ανάθεση καθηκόντων πέραν των δυνατοτήτων τους, για λόγους ανικανότητας της κρατικής μηχανής ή οικονομίας, μπορεί να προβάλλεται ως λύση ανάγκης, αλλά επιφέρει σημαντικές παρενέργειες.
Οι πολιτικοί άρχοντες επιβάλλεται να μεταχειριστούν με απόλυτη σωφροσύνη και προσοχή τις ένοπλες δυνάμεις, σκύβοντας πάνω από τα προβλήματα τους και ακούγοντας τις συμβουλές και γνώμες της στρατιωτικής ηγεσίας. Από την άλλη πλευρά, η στρατιωτική ηγεσία, πρέπει να παρουσιάζει στην πολιτική ηγεσία ευθαρσώς την πραγματική κατάσταση, τις δυνατότητες, τα όρια εμπλοκής των ενόπλων δυνάμεων και κυρίως τις συνέπειες των πολιτικών αποφάσεων στη μαχητική ικανότητα τους. Επιπλέον πρέπει να σχεδιάσει και ενεργοποιήσει το κατάλληλο σχήμα εμπλοκής ώστε να επιβαρυνθεί το λιγότερο δυνατόν η κύρια αποστολή των ενόπλων δυνάμεων και να διαφυλαχθεί (και ενισχυθεί όσο είναι δυνατόν) το επίπεδο της μαχητικής ισχύος τους. Ομολογουμένως το προσφυγικό - μεταναστευτικό αποτελεί μείζον πρόβλημα για τη χώρα μας που επιτείνεται από την επεκτατική και κερδοσκοπική στρατηγική της Άγκυρας, που κρύβεται πίσω από τις αυξημένες ροές προς τα νησιά μας.
* Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι υποστράτηγος (εα), Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) και συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)