Του Νίκου Μελέτη
Σε αναζήτηση «θετικών ειδήσεων» από τα Τίρανα βρίσκεται η Αθήνα, καθώς πλησιάζει η δεύτερη κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των δυο χωρών στην Κορυτσά, η οποία είναι και κομβική για την κατάληξη της διαδικασίας που έχουν επιλέξει οι δυο κυβερνήσεις με στόχο την επίλυση «όλων των προβλημάτων».
Το γεγονός ότι χρειάζεται αυτή η διαμόρφωση της θετικής εικόνας και του καλού κλίματος που στοιχειωδώς θα δικαιολογήσει αυτή την διαδικασία, δημιουργεί κίνδυνο υπερεκτίμησης γεγονότων και κινήσεων που προέρχονται από την αλβανική πλευρά.
Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς χαιρέτησε ως βήμα εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο λαών τόσο την απόδοση στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο της Αλβανικής ιθαγένειας, όσο και την νεφελώδη απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης περί νεκροταφείων για τους άταφους πεσόντες του Αλβανικού Μετώπου.
Ένα σημαντικό γεγονός όπως αυτό που αφορά τον κ.κ. Αναστάσιο και μια κίνηση που ακόμη δεν είναι σαφής, επιστρατεύονται για να προβληθεί η «καλή θέληση» της αλβανικής κυβέρνησης έναντι της Ελλάδας, σε μια περίοδο που από την κατάληξη της διαδικασίας των συνομιλίων των δυο υπουργών εξωτερικών θα κριθεί, όπως ο ίδιος ο κ. Κοτζιάς έχει δηλώσει και η στάση της Αθήνας στην απόφαση της Ε.Ε. για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία.
Η απόδοση της αλβανικής ιθαγένειας στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο μετά από 25 χρόνια ποιμαντορίας στην Αλβανία και αφού ανέλαβε να κτίσει εκ του μηδενός μια εκκλησία η οποία είχε ισοπεδωθεί από το αθεϊστικό καθεστώς Χότζα, αποτελούσε ύψιστη υποχρέωση του αλβανικού κράτους έναντι της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας και των χιλιάδων αλβανών ορθοδόξων, που δεν περιορίζονται μόνο στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα.
Με προκλητικό τρόπο που καλλιεργούσε έντονο ανθελληνισμό, η Αλβανική Πολιτεία αρνήθηκε για oλα αυτά τα χρόνια την αλβανική ιθαγένεια στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο προκειμένου να εκβιάζει και να κρατά σε ομηρεία τον «Έλληνα», όπως πολλές φορές αποκαλούσαν τον Αρχιεπίσκοπο οι ακραίοι εθνικιστικοί κύκλοι αλλά και στελέχη των μεγάλων κομμάτων.
Πολλές φορές εξάλλου και η ίδια η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας αντιμετωπίσθηκε από τα Τίρανα ως «δούρειος ίππος» της Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι ουδέποτε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έδωσε τέτοια αφορμή.
25 χρόνια μετά και αφού ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος με την προσωπικότητα του και το σημαντικό έργο του, που αναγνωρίζεται πλέον από όλους και σε όλο τον κόσμο, τιμά την Αλβανία, ο πρόεδρος Ιλίρ Μέτα αποφάσισε να παραχωρήσει την Αλβανική Ιθαγένεια.
Η κίνηση αυτή εκδηλώνεται καθώς ο «κίνδυνος» που έβλεπε το αλβανικό πολιτικό σύστημα για ελληνοποίηση της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όχι μόνο δεν επαληθεύθηκε, αλλά τουναντίον, εκατοντάδες εκατομμύρια που διατέθηκαν από την Ελλάδα για τη στήριξη και της μειονότητας, έγιναν μέσω προγραμμάτων και έργων της Εκκλησίας από τα οποία ωφελήθηκαν όλοι οι αλβανοί πολίτες ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής.
Η τελευταία δήλωση του ίδιου του Αρχιεπισκόπου πριν μερικές ημέρες ότι ο «διάδοχος του θα είναι Αλβανός» ήταν ένα καθησυχαστικό μήνυμα στους «ανησυχούντες» και σε όσους θα έσπευδαν να αμφισβητήσουν την απόφαση απόδοσης της ιθαγένειας.
Κανείς εξάλλου στα Τίρανα δεν θα ήθελε η Ιστορία να γράψει ότι η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας επανιδρύθηκε από Έλληνα στην ιθαγένεια Ιεράρχη.
Παρά το εύλογο ενδιαφέρον της Αθήνας και τις πρωτοβουλίες που είχαν αναληφθεί και από τον Ν. Κοτζιά στη διάρκεια της Ορθόδοξης Συνόδου στην Κρήτη, είναι υπερβολική η υποδοχή της απόφασης του αλβανού προέδρου ως μέτρο εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο λαών, καθώς πρωτίστως αφορά την ίδια την Αλβανία και το σεβασμό στις θρησκευτικές ελευθερίες τόσο της ελληνικής μειονότητας αλλά και των αλβανών ορθοδόξων...
Σε ό,τι αφορά στα Στρατιωτικά Κοιμητήρια, υπήρξε την προηγουμένη εβδομάδα η συνάντηση της Μεικτής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Ελλάδας-Αλβανίας και συμφωνήθηκε να αρχίσουν οι εργασίες (στο πλαίσιο υλοποίησης συμφωνίας των δύο κρατών, που αφορά στην αναζήτηση, εκταφή, ταυτοποίηση και ταφή σε στρατιωτικά κοιμητήρια, ελλήνων Πεσόντων κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο 1940-41) στις 18 Ιανουαρίου από την περιοχή Dragot (που βρίσκεται βορείως του Γενουσίου Ποταμού).
Μαζί με την απόφαση της κυβέρνησης Ράμα που αντικατέστησε την παλιότερη απόφαση για υλοποίηση της συγκεκριμένης συμφωνίας, εκδόθηκε και μια ακόμη απόφαση για χορήγηση του καθεστώτος «Ιστορικού Κοιμητηρίου» στο χώρο ανάπαυσης (νεκροταφείο) των στρατιωτών που έπεσαν στη διάρκεια του Ε – Ι πολέμου του 1940 – 1941, που βρίσκεται στο χωριό Βουλιαράτες του Δήμου Δερόπολης.
Όλα αυτά, χωρίς επί του πρακτέου να αλλάζουν το οτιδήποτε στην μέχρι τώρα στην αλβανική στάση (από το 2010 έχει αποφασιστεί η ενεργοποίηση των Μεικτών Επιτροπών), έγιναν δεκτά με σχεδόν ενθουσιασμό από την Αθήνα.
Πάντως ουδεμία απάντηση δόθηκε στην αλβανική πλευρά, που δια του ΥΠΕΞ Ντ. Μπουσάτι δήλωσε ότι το θέμα των Στρατιωτικών Κοιμητηρίων συνδέεται και με τις άλλες «εκκρεμότητες» του Β'' Παγκοσμίου Πολέμου και με την Άρση του Εμπολέμου με τέτοιο τρόπο που θα μπορεί να επιτρέψει την συζήτηση θεμάτων περιουσιών. Ο κ. Μπουσάτι έδινε αυτή την απάντηση σε ερώτηση εάν και πώς επηρεάζεται το θέμα των Τσάμηδων από αυτή την διαδικασία...
Συνεπώς, θετικές κινήσεις όπως αυτή με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο αλλά και η νέα δέσμευση των Αλβανών για ενεργοποίηση της Μεικτής Επιτροπής για τους Έλληνες Πεσόντες, θα πρέπει να καταγράφονται στο πραγματικό πλαίσιο τους, χωρίς υπερβολές που διευκολύνουν την αλβανική διαπραγματευτική θέση και να μην αποτιμώνται βιαστικά, μέχρις ότου τουλάχιστον διαπιστωθεί ότι οι Αλβανοί τηρούν τις δεσμεύσεις τους και δεν αναζητούν δυσανάλογα ανταλλάγματα για κινήσεις που είναι αυτονόητες και προς το παρόν έχουν σημαντικό αλλά συμβολικό κυρίως περιεχόμενο.