Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Μέχρι την πρώτη συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας (1958) το δικαίωμα της αλιείας των παρακτίων κρατών μπορούσε να ασκηθεί μόνο εντός των χωρικών υδάτων το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να επεκταθεί πέραν των 12 ν.μ. Λόγω αυτού του γεγονότος προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας μίας οικονομικής ζώνης εντός της οποίας τα παράκτια κράτη θα είχαν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των πηγών τους, ενώ τα τρίτα κράτη δεν θα αποκλείονταν από την άσκηση των βασικών δικαιωμάτων που απορρέουν από τον θεσμό της ελευθερίας των θαλασσών. Υπό μία έννοια λοιπόν η αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) εμφανίστηκε προκειμένου να αντισταθμίσει τις οικονομικές ανάγκες των παρακτίων κρατών χωρίς, από την άλλη πλευρά, να αυξήσει το εύρος των χωρικών υδάτων.
Ορισμένα γνωστά παραδείγματα των διαφορών για την ΑΟΖ περιλαμβάνονται στον «πόλεμο του βακαλάου» μεταξύ της Βρετανίας και της Ισλανδίας. Μια σειρά από συγκρούσεις της δεκαετίας 1950 και της δεκαετίας του 70 μεταξύ των δύο χωρών κατά τη διάρκεια αλιευτικών δικαιωμάτων στο Βόρειο Ατλαντικό.
Επίσης η Νορβηγία και η Ρωσία αμφισβητούν τόσο τα χωρικά ύδατα όσο και την ΑΟΖ, σε σχέση με το αρχιπέλαγος των Spitsbergen. Τον Απρίλιο του 2010, καταρχήν επετεύχθη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών που υπόσχεται να επιλύσουν τη διαφορά τους. Η θάλασσα της Νότιας Κίνας είναι μια τοποθεσία όπου υφίσταται μια συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ πολλών γειτονικών παρακτίων κρατών.
Έτσι οι σύγχρονες εξελίξεις, οδήγησαν στη διεθνή καθιέρωση της ΑΟΖ κατά την τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας το 1982. Στο κεφάλαιο V, στο άρθρο 55 της σύμβασης αναφέρεται, ότι η ΑΟΖ είναι μια θαλάσσια ζώνη, η οποία μπορεί να επεκταθεί μέχρι το εύρος των 200 ν.μ. (370 χλμ.) πέραν των χωρικών υδάτων στην οποία το παράκτιο κράτος έχει ειδικά δικαιώματα στην έρευνα και εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από τη θαλάσσια στήλη, τα θαλάσσια ρεύματα και τον υπερκείμενο αέρα (αιολική ενέργεια). Επιπλέον τα παράκτια κράτη επέτυχαν και άλλα δικαιώματα εντός της ΑΟΖ που αφορούν στη δικαιοδοσία ή αποκλειστική αρμοδιότητα, στην τοποθέτηση και χρησιμοποίηση τεχνητών νήσων και άλλων εγκαταστάσεων, στη διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας και στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση.
Υπάρχει μια συνεχιζόμενη «διαμάχη» μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας που αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και κατ' επέκταση θα λέγαμε και στην ΑΟΖ που η κάθε χώρα μπορεί να διεκδικήσει. Η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση του ΟΗΕ για το δίκαιο της θάλασσας. Αλλά στο τέλος του 1986 διακήρυξε ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα και σύναψε συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση και ορισμένα παράκτια κράτη, με τη μέθοδο της «μέσης γραμμής». Αργότερα η Τουρκία ήρθε σε συμφωνίες με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, με παρόμοιο τρόπο, όπως με τη Σοβιετική Ένωση.
Προκειμένου για τη Μεσόγειο και το Αιγαίο, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τη «στενότητα» της θάλασσας καθότι είναι φανερό το πρόβλημα από την «επικάλυψη» μεταξύ των ΑΟΖ 200 ν.μ. των ομόρων παρακτίων κρατών και η ανάγκη καθορισμού των ΑΟΖ στην βάση της «μέσης γραμμής», σε σχέση με την απόσταση από την ακτογραμμή των ενδιαφερομένων κρατών. Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτό πρέπει να εξετάσουμε τον ακραίο ρεαλισμό και την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας, καθώς και τη συνολική της αναθεωρητική στάση ως προς τις διεθνείς συνθήκες οι οποίες κατοχυρώνουν εν τοις πράγμασι τις Ελληνικές θέσεις.
Η γεωγραφία δεν ευνοεί τη Τουρκία, ειδικά στην περιοχή του συμπλέγματος της Μεγίστης (Καστελλόριζου) οι Τούρκοι δεν μπορούν με τίποτε να δεχθούν μέρος ελληνικής ΑΟΖ, η οποία μαζί με τμήμα της ΑΟΖ της Κύπρου περιορίζουν τη δική τους εκεί ακριβώς που διαφαίνεται η ύπαρξη πετρελαιοφόρων κοιτασμάτων. Το ζήτημα λοιπόν της ΑΟΖ εμπλέκεται άμεσα με τα ενεργειακά και με τις νέο-οθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας, που έχουσα πλήρη αντίληψη των απαιτήσεων έχει φροντίσει και φροντίζει για το αμυντικό σκέλος προβολής ισχύος καθώς και για το διπλωματικό που στην παρούσα φάση συνίσταται στην δημιουργία τετελεσμένων και την αμφισβήτηση του status quo.
Το πρόβλημα της Ελλάδος και των εκφραστών της εξωτερικής πολιτικής είναι η εφαρμογή μιας πολιτικής ρεαλισμού που θα οδηγήσει στην παρουσία της χώρας στον φυσικό γεωπολιτικό χώρο της, στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Δεν νοείται μια ναυτική δύναμη σαν την χώρα μας σε μια περιοχή σημαντικότατη για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα και εμπόριο να είναι απούσα ειδικά όταν κανείς άλλος στην περιοχή δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες σε ναυτική ισχύ.
Αυτό το γεωστρατηγικό χώρο προσπαθεί η Τουρκία να καλύψει προσπαθώντας κατ' επέκταση, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των Βαλκανίων με εργαλείο τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς, να προχωρήσει στον πλήρη έλεγχο της Ευρασίας έχοντας σχεδόν αποκλειστικά την διαχείριση των δρόμων του πετρελαίου.
Ο έλεγχος των Βαλκανίων με την υιοθέτηση Κοσσόβου, Μουσουλμάνων Βοσνίας, Σκοπίων και Αλβανίας και τα προβλήματα στην Βουλγαρία από την εκεί τουρκική μειονότητα, έχει μπει σε στάδιο υλοποίησης. Η παρουσία τους στην Αδριατική ήδη αρχίζει να γίνεται αισθητή με την μόνιμη παρουσία ναυτικής μοίρας στην Αλβανία. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, σχεδιάζονται χρόνια και τηρούνται με ευλάβεια.
Η κρίση στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ έχει να κάνει, κατά πρώτον, με το θαλάσσιο χώρο νοτίως της Κύπρου και βέβαια τα εκεί κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου για τα οποία ήδη Κύπρος και Ισραήλ έχουν προχωρήσει σε συμφωνίες για την ΑΟΖ. Κατά δεύτερο έχει να κάνει με την προσέγγιση του Ιράν.
Όταν η Τουρκία θα πιστέψει ότι έχει ολοκληρώσει το στρατηγικό της σχεδιασμό, τότε εκτιμάται ότι, θα προχωρήσει στην απαραίτητη κρίση στο Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο στην Ελληνική και Κυπριακή ΑΟΖ μέσω της οποίας θα επιδιώξει την πλήρη αναθεώρηση του «status quo» της περιοχής με την διχοτόμηση του και τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων.
Για τους παραπάνω λόγους η ένταση και η προκλητικότητα θα βαίνουν αυξανόμενες καθώς οι Τούρκοι θα χρησιμοποιούν την πολεμική τους ισχύ, για τη «διόρθωση» αυτού που θεωρούν ως ιστορική και γεωγραφική αδικία.
Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους η εθνική μας στρατηγική είναι σήμερα υποχρεωμένη να έχει προ οφθαλμών ένα ευρύτατο φάσμα πιθανών εξελίξεων, εντελώς απλοϊκά πρέπει να γίνει απώτερος σκοπός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ο πλήρης έλεγχος των θαλάσσιων δρόμων της ευρύτερης νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Στο πλαίσιο αυτής της κατεύθυνσης είναι αναπόφευκτο πως θα υπάρξουν στιγμές έντασης από τους βασικότερους παίκτες στη περιοχή δράσης. Ως εκ τούτου ποτέ πριν δεν είχαν οι ναυτικές δυνάμεις της Πατρίδας μας— το Πολεμικό Ναυτικό, Πεζοναύτες και Λιμενικό Σώμα — στα πλαίσια της διακλαδικότητας, την κατάλληλη ευκαιρία μαζί, να δημιουργήσουν μια ενοποιημένη θαλάσσια στρατηγική. Αυτή η στρατηγική που θα τονίζει μια προσέγγιση και θα ενσωματώνει την θαλάσσια ισχύ με όλα τα άλλα στοιχεία της εθνικής ισχύος, καθώς και εκείνες των φίλων και συμμάχων μας. Αυτές οι συγκυρίες δίδουν κατεύθυνση ώστε η θαλάσσια ισχύς να εφαρμοστεί σε όλο γεωστρατηγικό πεδίο συμφερόντων μας για την προστασία μας. Η δέσμευσή μας για την προστασία της πατρίδας και νίκης του έθνους μας σε πιθανούς πολέμους συνδυάζεται με μια αντίστοιχη δέσμευση για την πρόληψη ή αν επιθυμείτε την αποτροπή του πολέμου.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ.