Του Κώστα Υφαντή*
Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι σε απόλυτη σύγχυση, ως αποτέλεσμα πρωτίστως της αδυναμίας του κυβερνώντος συνασπισμού να αποδεχθεί την πραγματικότητα της θέσης της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος και να συνειδητοποιήσει ότι ο ιδεοληπτικός και χωρίς όρια βολονταρισμός της συνθλίβεται από τον ντετερμινιστικό εν πολλοίς χαρακτήρα της διεθνούς πολιτικής.
Για όσους έχουν έστω και στοιχειώδη γνώση της ιστορίας και μπορούν να προχωρήσουν έστω και σε μια βασική εννοιολόγηση της διεθνούς πραγματικότητας έξω από τα ιδεολογικά όρια ενός παρωχημένου μαρξιστικού παραδείγματος –το οποίο ειρήσθω εν παρόδω εύκολα εγκατέλειπαν όταν η ιστορία αποκάλυπτε εκκωφαντικά τη φτώχεια του ηγέτες όπως ο Στάλιν, ο Χρουτσώφ, ο Μάο, ο Κάστρο και τόσοι άλλοι– η εξωτερική πολιτική μιας χώρας όταν σχεδιάζεται και εφαρμόζεται χωρίς ορθολογικές αναφορές στην πραγματικότητα και με πυξίδα την ισορροπία συμφερόντων και ισχύος είναι ο πιο σίγουρος και σύντομος δρόμος για την ήττα.
Η ελληνική κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή αρνήθηκε στον εαυτό της και έτσι και στη χώρα το αυτονόητο. Να διαβάσει την πραγματικότητα με τους όρους που το κάνουν όλες οι άλλες σοβαρές χώρες. Το ακόμη μεγαλύτερο στρατηγικό σφάλμα ήταν και εξακολουθεί να παραμένει ότι αρνήθηκε πεισματικά να δει την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια φίλων και εταίρων. Απέρριψε τη δική τους ανάγνωση, συγκρούστηκε μαζί τους και –τι έκπληξη!– απομονώθηκε, και στην αντίληψη πολλών έγινε όχι απλώς μέρος του προβλήματος, αλλά ένας παρίας που επιθετικά –σχεδόν εχθρικά- εκλιπαρεί την αλληλεγγύη τους.
Έτσι φτάσαμε πολύ σύντομα να αντιμετωπίζουμε ένα οξύτατο προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα χωρίς καμμία προετοιμασία και με ελάχιστη κατανόηση από τους μόνους που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαχείρισή του, να διαπραγματευόμαστε με τη Τουρκία από θέση απόλυτης αδυναμίας και να προσφέρουμε αφειδώς προσχήματα να καταρρακώνουν το κύρος μας και να δίνουν την ευκαιρία σε χώρες που όλες μαζί δεν έχουν ούτε το μισό του έστω και συρρικνωμένου μετά από έξι χρόνια ύφεσης ελληνικού ΑΕΠ να επωφελούνται σε βάρος μας.
Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά, αντί να σηματοδοτήσουν έστω και την ύστατη ώρα μια εθνική προσπάθεια –για την οποία η δημοκρατική αντιπολίτευση, ευτυχώς, προσφέρει τη συμπαράταξή της χωρίς όρους– αποτελούν για την κυβέρνηση αντικείμενο πολιτικού μάρκετινγκ. Όλα τα «υλικά» –υλικά για την συνταγή μιας εθνικής ήττας– συσκευάζονται με όρους εσωτερικής κατανάλωσης, αποθέωσης ενός αυτοκαταστροφικού αλλά ταυτόχρονα και αυτοϊκανοποιητικού λαϊκισμού. Παράδειγμα: Δεν είναι πολύς καιρός που ο υπουργός Άμυνας –και άρα η κυβέρνηση– θεωρούσε ότι η στρατηγική μας στο προσφυγικό ήταν η απειλή ότι αν η Ελλάδα καταρρεύσει, η Ευρώπη θα έχει να αντιμετωπίσει τζιχαντιστικά στοιχεία ή ότι αν δεν έχουμε τη βοήθεια που θέλουμε, θα ανοίξουμε τα σύνορά μας και το Βερολίνο θα γεμίσει πρόσφυγες. Προφανέστατα, αρκετές και αρκετοί στο εσωτερικό θαύμασαν την ανυπότακτη ρητορική.
Το πρόβλημα ήταν και είναι ότι αυτή τη ρητορική δεν την «θαύμασε» η πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που πρώτα αποτυπώνεται στον χάρτη. Ο πρωθυπουργός της χώρας συνήθιζε άκριτα να διαφημίζει το «γεωπολιτικό δυναμικό» της χώρας. Κανένας σύμβουλός του δεν βρέθηκε να του πει ότι ονομάζεται «γεωπολιτικό», γιατί και η γεωγραφία μπορεί να γίνει όμηρος της πολιτικής... αρνητικά! Η Ελλάδα έχει περιορισμένα –και μόνο– χερσαία σύνορα με την υπόλοιπη Ευρώπη. Σε κανέναν δεν πέρασε από το «στρατηγικό» μυαλό ότι μπροστά σε αυτήν την απειλή κάποιοι θα προσπαθούσαν χωρίς μεγάλο πολιτικό κόστος να σφραγίσουν αυτά τα περιορισμένα χερσαία σύνορα; Κανένας και καμμία (όπως η πρώην υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής) δεν είχε την στοιχειώδη αναλυτική ικανότητα να συμπεριλάβει στους παράγοντες της «στρατηγικής» εξίσωσης που θεωρούσε την Ελλάδα χώρα απλής διέλευσης, ότι μία σειρά από χώρες όπως η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Τσεχία, η Πολωνία έχουν κυβερνήσεις που τρέφονται από έναν ανάλογο αντιδημοκρατικό λαϊκισμό;
Η Ελλάδα, δυστυχώς, γίνεται αντιληπτή από όλη την υπόλοιπη Ευρώπη ως μία χώρα που έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα του προβλήματος. Έχουμε πέσει θύματα του συνδρόμου «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Μόνο που πια απαιτείται ένα θαύμα για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Και ναι... θα υπάρξουν χειρότερα, αν εξακολουθήσουμε το σουρεαλιστικό μας ταξίδι προσπαθώντας να πείσουμε μια μολυσμένη από τον λαϊκισμό κοινή γνώμη ότι η «πολύτιμη απομόνωσή» μας είναι η ενδεδειγμένη πορεία.
ΥΓ. Ελπίζω ότι η κυβέρνηση έχει αρχίσει ήδη να αξιολογεί τι μπορεί να σημαίνει η ρωσική αποχώρηση από τη Συρία. Υπάρχει κάποιος που μπορεί σοβαρά να εκτιμήσει τα διάφορα σενάρια; Να σηκώσει το τηλέφωνο και να συζητήσει με τον Αμερικανό, Ρώσο, Γερμανό, Γάλλο ομόλογό του;
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Kadir Has στην Κωνσταντινούπολη.