Χρονολογική εξέλιξη του πραξικοπήματος στην Τουρκία

Χρονολογική εξέλιξη του πραξικοπήματος στην Τουρκία

Του Χρήστου Μηνάγια

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 πραγματοποιήθηκε εκτός του πλαισίου της αλυσίδας διοικήσεως των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και δεν είχε τη στήριξη της στρατιωτικής ηγεσίας. Επίσης, οι πραξικοπηματίες δεν δίστασαν να ανοίξουν πυρ εναντίον των πολιτών που αντιστάθηκαν, βομβάρδισαν τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού, συνέλαβαν τους αρχηγούς των γενικών επιτελείων, καθώς επίσης έπληξαν με πυρά την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ΜΙΤ και τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση.

Πριν παραθέσουμε τη χρονολογική σειρά των εξελίξεων, η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά σε τουρκικές πηγές (καταθέσεις των αρχηγών των γενικών επιτελείων και συλληφθέντων αξιωματικών) κρίνεται σκόπιμο να επισημάνουμε ιδιαίτερα τη δήλωση που έκανε ο απόστρατος Τούρκος αντιστράτηγος Ισμαήλ Χακκί Πεκίν, πρώην Διευθυντής της Διεύθυνσης Στρατιωτικών Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, τονίζοντας τα εξής: «Οι καταθέσεις που έδωσαν στις ανακριτικές αρχές οι αρχηγοί  των γενικών επιτελείων δίδουν την εντύπωση ότι ο καθένας εξ αυτών προσπαθεί να διαφυλάξει το προσωπικό του μέλλον. Ωστόσο, όταν οι υποθέσεις αυτές θα φθάσουν στα δικαστήρια, τότε θα αποσαφηνιστούν τα κενά που υπάρχουν, αφού μέχρι τώρα τα κενά αυτά είναι πολλά και δημιουργούν διάφορους συνειρμούς.». Επίσης, ο Πεκίν εξέφρασε τον έντονο προβληματισμό του για τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων Χουλουσί Ακάρ, λέγοντας το εξής: «Εφόσον ο στρατηγός Ακάρ ενημερώθηκε από τη ΜΙΤ το απόγευμα της 15ης Ιουλίου, γιατί δεν τηλεφώνησε αμέσως στους υπόλοιπους αρχηγούς των γενικών επιτελείων και να τους διατάξει να ματαιώσουν κάθε κοινωνική δραστηριότητα τους και να επιστρέψουν άμεσα στα καθήκοντα τους στην Άγκυρα;».  

Αρχικά, το πραξικόπημα είχε αποφασισθεί να πραγματοποιηθεί στις 4 Μαΐου 2016, ωστόσο αυτό μετατοπίσθηκε για τις 25 Ιουλίου (μια εβδομάδα πριν τις ετήσιες τακτικές κρίσεις των ανωτάτων αξιωματικών) λόγω του ότι στις 3 Μαρτίου είχε συλληφθεί ο συνταγματάρχης Μουχαρέμ Κιοσέ, νομικός σύμβουλος του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων και μέλος του ηγετικού πυρήνα των πραξικοπηματιών στον οποίο είχε δοθεί η ονομασία YSK (Yurtta Sulh Konseyi: Συμβούλιο για την Ειρήνη στην Πατρίδα). Στη συνέχεια, επειδή διέρρευσαν πληροφορίες αναφορικά με έρευνα που πραγματοποιούσε η Εισαγγελεία της Κωνσταντινούπολης για ένα ενδεχόμενο κίνημα των στρατιωτικών, το YSK αποφάσισε το πραξικόπημα να διεξαχθεί στις 02.00 ώρα της 16ης Ιουλίου στην Άγκυρα και στις 03.00 ώρα της ίδιας ημέρας στην Κωνσταντινούπολη. Πέραν τούτου, ας συνυπολογισθεί ότι, την ημέρα διεξαγωγής του πραξικοπήματος η πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας απουσίαζαν από τα καθήκοντα τους, είτε λόγω διακοπών, είτε λόγω κοινωνικών υποχρεώσεων. Ειδικότερα, στις 15 Ιουλίου, εκτός από τον αρχηγό και υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, τον αρχηγό του στρατού ξηράς και το διοικητή της ΜΙΤ που βρισκόταν στις θέσεις τους:

· Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας βρισκόταν σε διακοπές σε παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο στη Μαρμαρίδα. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, ενώ αρχικά είχε δημοσιοποιηθεί ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα παραθέριζε στην Κωνσταντινούπολη, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση του αυτός άλλαξε το πρόγραμμα του. Φυσικά, η αλλαγή αυτή ανέτρεψε το σχεδιασμό των πραξικοπηματιών αναφορικά με τη σύλληψη ή δολοφονία του Ερντογάν, οι οποίοι στη συνέχεια αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την εν λόγω επιχείρηση στη Μαρμαρίδα με τα ίδια στελέχη των ειδικών δυνάμεων και βατραχανθρώπων. 

· Ο πρωθυπουργός βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για να παραστεί στις 16 Ιουλίου στην τελετή καθέλκυσης του αρματαγωγού πλοίου TCG Sancaktar.

· Ο υπουργός Εσωτερικών βρισκόταν στο Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας.

· Ο αρχηγός της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στη γαμήλια τελετή της κόρης του πτεράρχου διοικητή της Διοίκησης Πολεμικής Αεροπορικής Δύναμης και Αντιαεροπορικής Αντιπυραυλικής Άμυνας που πραγματοποιήθηκε στο Ναυτικό Όμιλο Moda.

· Ο αρχηγός του τουρκικού πολεμικού ναυτικού είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου το πρωί της 15ης Ιουλίου να παρευρεθεί  στην τελετή αποφοίτησης των μαθητών του Ναυτικού Λυκείου Heybeliada, το απόγευμα σε γάμο στο Yesilkoy (σ.σ. όχι στο γάμο που παρευρέθη ο αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας) και το πρωί της 16ης Ιουλίου στην τελετή καθέλκυσης του αρματαγωγού πλοίου TCG Sancaktar.

· Ο αρχηγός της Γενικής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής και ο διοικητής της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων Bordo Bereli παρευρισκόταν σε γάμο στη Λέσχη Αξιωματικών στην  Άγκυρα.

Λίγες ημέρες πριν την 15η Ιουλίου, 450 άτομα που θα στήριζαν το πραξικόπημα ενημερώθηκαν για τα καθήκοντα που επρόκειτο να αναλάβουν στη νέα κατάσταση που θα είχε δημιουργηθεί όπως, διοικητές των περιοχών που θα τελούσαν υπό το καθεστώς στρατιωτικού νόμου, υφυπουργοί υπουργείων, δήμαρχοι, γενικός διευθυντής της κρατικής τηλεόρασης TRT κ.λπ. Ωστόσο, στον κατάλογο αυτό που περιήλθε στις ανακριτικές αρχές δεν αναγραφόταν ούτε τα ονόματα των νέων αρχηγών των γενικών επιτελείων, ούτε και των πολιτικών που θα συγκροτούσαν τη νέα κυβέρνηση. Πάντως εντύπωση προκαλούν οι ακόλουθες δηλώσεις τεσσάρων Τούρκων πολιτικών. Πρώτον, ο Σελαχαττίν Ντεμιρτάς αρχηγός του κουρδικού κόμματος HDP ανέφερε ότι, υπάρχουν πάρα πολλές πιθανότητες οι πραξικοπηματίες να είχαν υποστήριξη από μια ισχυρή πολιτική «κλίκα» που ανήκει στο κυβερνών κόμμα ΑΚΡ, η οποία είναι επιπέδου βουλευτού, υπουργού, ακόμη και υψηλόβαθμων στελεχών. Δεύτερον, ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Νουρεττίν Τζανικλί δήλωσε ότι, το Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων έχει πληροφορίες για τον Νο1 του πραξικοπήματος στην Τουρκία και αυτός είναι πολιτικός που ενήργησε εν ονόματι του Φετουλάχ Γκιουλέν. Και τρίτον, οι βουλευτές του ρεπουμπλικανικού κόμματος CHP Ενίς Μπερμπέρογλου και Γκιουρσέλ Τεκίν ανέφεραν ότι, πρόσωπο του στενού περιβάλλοντος υπουργού εμπλέκεται στο πραξικόπημα.

Τέσσερις ημέρες πριν το πραξικόπημα, ο αρχηγός της ΜΙΤ συναντήθηκε στο στρατηγείο των Bordo Bereli με τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων και του παρέδωσε μια κατάσταση με 600 υψηλόβαθμους στρατιωτικούς που είχαν σχέσεις με το κίνημα του ιμάμη Γκιουλέν, προκειμένου αυτά να ληφθούν υπόψη κατά τη συνεδρίαση του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου αναφορικά με τις ετήσιες τακτικές κρίσεις των ανωτάτων αξιωματικών. Κατά τη συνάντηση αυτή, η εκτίμηση που παρουσιάσθηκε έκανε λόγο για ένα ενδεχόμενο πραξικόπημα μετά από τρεις μήνες, δηλαδή πριν την έναρξη των διαδικασιών για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην Τουρκία αναφορικά με την αλλαγή του πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε μια μορφή προεδρικής ή ημιπροεδρικής Δημοκρατίας. (σ.σ. Η πληροφορία για ενδεχόμενο πραξικόπημα μετά από τρεις μήνες και όχι τον Ιούλιο, πιθανόν να δημιουργήσει πολυδιάστατες εξελίξεις και ρήγματα σε πολιτικά κόμματα της Τουρκίας μεταξύ των οποίων και το εθνικιστικό ΜΗΡ. Επί του παρόντος ας αρκεστούμε μόνο σε αυτήν την εκτίμηση, αναφέροντας μόνο τη δήλωση που έκανε στις 13-02-2016 η Μεράλ Ακσενέρ βουλευτής του εθνικιστικού κόμματος ΜΗΡ στον τηλεοπτικό σταθμό CNN Turk τονίζοντας ότι, αυτή θα γίνει πρωθυπουργός της χώρας. Σημειωτέον, η Ακσενέρ πριν ένα μήνα επιδίωξε να ανατρέψει τον αρχηγό του κόμματος της, αλλά αυτό δεν επετεύχθη.)

Ας σημειωθεί ακόμη ότι, από το 2014 τα μέλη του κινήματος Γκιουλέν επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω της εφαρμογής κρυπτογραφημένων μηνυμάτων ByLock. Το χειμώνα του 2015, τούτο εντοπίσθηκε από την ΜΙΤ, η οποία στη συνέχεια άρχισε να αποκρυπτογραφεί εκατομμύρια μηνυμάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφούν περίπου 40.000 άτομα μεταξύ των οποίων και οι προαναφερθέντες 600 υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί. Στη συνέχεια, στο τέλος Μαρτίου 2016, ο διοικητής της ΜΙΤ ενημέρωσε τους υπουργούς της κυβέρνησης για το θέμα αυτό, αλλά η πληροφορία αυτή διέρρευσε στο κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν με αποτέλεσμα τα μέλη του να αρχίζουν να επικοινωνούν με άλλη εφαρμογή κρυπτογραφημένων μηνυμάτων. Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που καταδεικνύει τη μυστική δράση των γκιουλενιστών έχει να κάνει με τον τρόπο που αυτοί αναγνωρίζονταν μεταξύ τους, φέροντας μαζί τους ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου της σειράς F. Μάλιστα, σύμφωνα με τα τουρκικά δημοσιεύματα που ανέδειξαν το θέμα αυτό,  το γράμμα F παραπέμπει στον Φετουλάχ.

Παραμονές του πραξικοπήματος, περίπου 300 στρατιωτικοί κατέθεσαν αιτήσεις διαζυγίου για να μην υποστούν διώξεις οι σύζυγοί τους στην περίπτωση που το εγχείρημα τους θα οδηγείτο στην αποτυχία. Επίσης, αρκετοί στρατιωτικοί απέσυραν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες και τις μετέτρεψαν σε συνάλλαγμα λόγω της υποτίμησης που θα υφίστατο η τουρκική λίρα μετά το πραξικόπημα.

Στις 13 και 14 Ιουλίου, υψηλόβαθμα στελέχη του πραξικοπήματος συμμετείχαν σε μυστικές συσκέψεις, επανεπιβεβαίωσαν την ημερομηνία και τις ώρες έναρξης της επιχείρησης Y?ld?r?m που έχουν προαναφερθεί και στη συνέχεια αποκατέστησαν το δίκτυο επικοινωνίας τους μέσω της εφαρμογής whatsapp, με νέα κινητά τηλέφωνα που είχαν αγοράσει.

Το πρωί της 15ης Ιουλίου, στρατιωτικοί που απουσίαζαν είτε σε κανονική άδεια, είτε σε υπηρεσιακές αποστολές, είτε σε εκπαιδευτικά σεμινάρια εκτός Άγκυρας επέστρεψαν στα καθήκοντα τους προφασιζόμενοι διάφορες δικαιολογίες.

Στις 12.30 ώρα της 15ης Ιουλίου, αξιωματικοί του 1ου Συντάγματος Αεροπορίας Στρατού στην Άγκυρα προετοίμασαν 6 επιθετικά ελικόπτερα (4 Super Kobra και 2 Kobra) για την εκτέλεση επιθετικών αποστολών. 

Στις 13.00 ή 14.45 ώρα (σ.σ. διερευνάται) της 15ης Ιουλίου, ένας σμήναρχος που υπηρετούσε στην 4η Κύρια Αεροπορική Βάση του Aκιντζί μετέβη στο κτήριο της ΜΙΤ στην Άγκυρα και προειδοποίησε για την εκδήλωση ενδεχόμενου πραξικοπήματος, αναφέροντας ότι: «Στη Βάση του Ακιντζί και στο Σχολή Αεροπορίας Στρατού στο Γκιουβερτζινλίκ προετοιμάζονται τα αεροσκάφη και τα ελικόπτερα. Πρόκειται για μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και γίνονται προετοιμασίες πιθανόν για πραξικόπημα μετά τα μεσάνυκτα.». Στη συνέχεια και αφού είχε ολοκληρωθεί η κατάθεση του σμηνάρχου, η ΜΙΤ στις 16.00 ώρα απέστειλε ένα κρυπτογραφημένο σήμα στο Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων, χωρίς όμως να λάβει επιβεβαίωση λήψης του σήματος που απέστειλε. Για το λόγο αυτό, στις 17.30 ώρα ο υπαρχηγός της ΜΙΤ μετέβη στο γενικό επιτελείο, όπου συναντήθηκε με τον υπαρχηγό αυτού και τον ενημέρωσε για το ενδεχόμενο εκδήλωσης πραξικοπήματος.

Ακολούθως, στις 18.00 ώρα, ο διοικητής της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν μετέβη στο γενικό επιτελείο, λόγω του επείγοντος και της σοβαρότητας της κατάστασης, όπου αυτός συμμετείχε σε απόρρητη σύσκεψη στην οποία παρευρέθηκαν ο αρχηγός και ο υπαρχηγός του γενικού επιτελείου, καθώς επίσης ο διοικητής των χερσαίων δυνάμεων. Αφού συζητήθηκαν όλες οι λεπτομέρειες και τα άμεσα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν, στις 18.30 ώρα ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Χουλουσί Ακάρ κάλεσε τον επικεφαλής του Κέντρου Διοίκησης και Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων και του έδωσε τις ακόλουθες εντολές: πρώτον, μέχρι νεωτέρας διαταγής να μην απογειωθεί κανένα εναέριο μέσο (αεροσκάφη, ελικόπτερα κ.λπ.), ενώ όσα εξ αυτών βρίσκονται σε πτήση να επιστρέψουν άμεσα στις βάσεις τους. Δεύτερον, να ληφθεί κάθε μέτρο, ώστε το προσωπικό της αεροπορίας στρατού να μην πετάξει με τα αεροπορικά μέσα που διαθέτει. Και τρίτον, να σταματήσει κάθε κινητοποίηση αρμάτων και τεθωρακισμένων οχημάτων της Μεραρχίας Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων στο Ετίμεσγκουτ της Άγκυρας. Ταυτόχρονα, ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων επικοινώνησε με το Κέντρο Επιχειρήσεων της Διοίκησης Αεροπορικών Δυνάμεων, μεταφέροντας την εντολή του στρατηγού Ακάρ να σταματήσει κάθε πτητική δραστηριότητα όλων των αεροσκαφών της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας.

 

Ωστόσο, οι πραξικοπηματίες, έχοντας λάβει γνώση της εξέλιξης αυτής από τον υπασπιστή του στρατηγού Χουλουσί Ακάρ, αφενός προσπάθησαν να παρεμποδίσουν τη διαβίβαση των εντολών του Τούρκου αρχηγού που προαναφέρθηκαν, αφετέρου αποφάσισαν να επισπεύσουν τις διαδικασίες έναρξης του πραξικοπήματος συλλαμβάνοντας ταυτόχρονα τον Ακάρ και τον υπαρχηγό του περί ώρα 21.00-21.20. Επισημαίνεται ότι, ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε η σύλληψη του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων, του αρχηγού των χερσαίων δυνάμεων, του αρχηγού της στρατοχωροφυλακής και του υπαρχηγού των ενόπλων δυνάμεων να πραγματοποιηθεί στις οικίες τους, αλλά αυτός άλλαξε λόγω της νέας κατάστασης που είχε δημιουργηθεί.

Σε ό,τι έχει να κάνει με το διοικητή της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν, αυτός πριν την 20.00 ώρα της 15ης Ιουλίου και χωρίς να έχει πλήρως επιβεβαιωμένες πληροφορίες για διεξαγωγή πραξικοπήματος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον υπεύθυνο ασφαλείας του προέδρου της Δημοκρατίας Ταγίπ Ερντογάν στο ξενοδοχείο στη Μαρμαρίδα που βρισκόταν και του είπε τα εξής: «Έχετε λάβει μέτρα αντιμετώπισης μιας ενδεχόμενης χερσαίας, ναυτικής ή αεροπορικής απειλής; Δεν μπορώ να σας πω με πλήρη επιβεβαίωση ότι άρχισε ένα πραξικοπηματικό κίνημα.». Ας σημειωθεί ακόμη ότι, κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (Σ.Ε.Α.), στις 20 Ιουλίου 2016, ο Χακάν Φιντάν επέδωσε σε κάθε μέλος του Σ.Ε.Α. ένα φάκελο που περιείχε τις δεκάδες καταγγελίες που είχαν περιέλθει στη ΜΙΤ τους τελευταίους μήνες για το ενδεχόμενο πραξικοπήματος, οι οποίες στο τέλος αποδείχθηκαν ανακριβείς. Για το λόγο αυτό και ο διοικητής της ΜΙΤ, σύμφωνα με δήλωση στενών συνεργατών του, δεν θέλησε να ενημερώσει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν επιβεβαιώσει τις πληροφορίες που περιήλθαν στην τουρκική υπηρεσία πληροφοριών.

Επίσης, δεν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι προγενέστερες καταγγελίες για πραξικόπημα να ήταν καθοδηγούμενες από τους στασιαστές, εφαρμόζοντας μια παραλλαγή του μύθου του Αισώπου για τον ψεύτη βοσκό, αναφορικά με τον λύκο και τα πρόβατα. Πέραν των παραπάνω, ένα δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι ότι, ο Χακάν Φιντάν, εκτιμώντας ότι η ΜΙΤ θα δεχθεί επίθεση από τους πραξικοπηματίες, όπως και έγινε στις 23.00 ώρα, μετέβη σε προκαθορισμένο, βάσει υπαρχόντων σχεδίων, «ασφαλές μέρος» εκτός των εγκαταστάσεων της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, απ' όπου διεύθυνε τις επιχειρήσεις μέσω ασυρμάτων και δορυφορικών τηλεφώνων. Ειδικότερα, από εκεί αποκατέστησε την επικοινωνία με τους διευθυντές των διευθύνσεων και τους διοικητές των μονάδων της ΜΙΤ και ήταν σε συνεχή επαφή τόσο με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, όσο και τον πρωθυπουργό.

 

Αναφορικά με τους υπόλοιπους αρχηγούς των γενικών επιτελείων η κατάσταση διαμορφώθηκε ως ακολούθως:

 

Ο αρχηγός των αεροπορικών δυνάμεων συνελήφθη στην Κωνσταντινούπολη λίγο πριν τα μεσάνυκτα της 15ης Ιουλίου κατά τη διάρκεια γαμήλιας τελετής, ύστερα από αεροκίνητη ενέργεια που πραγματοποίησε τμήμα των ειδικών δυνάμεων και στη συνέχεια στις 02.00 ώρα της 16ης Ιουλίου μεταφέρθηκε αεροπορικώς στη αεροπορική βάση στο Ακιντζί. Υπόψη ότι, αυτός, σύμφωνα με δήλωση του, είχε ενημερωθεί τηλεφωνικά για το πραξικόπημα από τη σύζυγο του στις 21.30 ώρα, αλλά δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων. Μάλιστα, κατά το χρονικό διάστημα 21.30 ώρα έως τα μεσάνυκτα (ώρα σύλληψης του) προσπαθούσε να συντονίσει τις αεροπορικές δυνάμεις εναντίον των στασιαστών.

Ο αρχηγός των χερσαίων δυνάμεων συνελήφθη στο στρατηγείο του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων περί την 22.00 ώρα, ύστερα από παραπλανητικό τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον υπασπιστή του αρχηγού Χουλουσί Ακάρ και στη συνέχεια μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στο Ακιντζί στις 22.30 ώρα. Υπόψη ότι, η επιχείρηση σύλληψης του οργανώθηκε από τον υπασπιστή του υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων.

Ο αρχηγός της Γενικής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής συνελήφθη στη Άγκυρα περί την 21.00 ώρα, σε γαμήλια τελετή που παρευρισκόταν στη Λέσχη Αξιωματικών, από τον αξιωματικό που ήταν υπασπιστής του για οκτώ συνεχόμενα χρόνια και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη βάση του Ακιντζί, όπου έτυχε κακομεταχείρισης. Μάλιστα, ο εν λόγω αρχηγός απευθυνόμενος στους αξιωματικούς που τον συνέλαβαν και τον κακομεταχειρίσθηκαν τους είπε ότι, εάν έπεφτε αιχμάλωτος των Ελλήνων δεν θα τύγχανε τέτοιας απαράδεκτης συμπεριφοράς.  

Ο αρχηγός των ναυτικών δυνάμεων, που βρισκόταν και αυτός σε γαμήλια τελετή στην Κωνσταντινούπολη πληροφορήθηκε για το πραξικόπημα και προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τους υπόλοιπους αρχηγούς των γενικών επιτελείων, ωστόσο αυτό δεν ήταν εφικτό. Αμέσως, αποχώρησε από το χώρο της τελετής και αφού απενεργοποίησε το κινητό του τηλέφωνο περιπλανήθηκε στους δρόμους της πόλεως ανάμεσα στο πλήθος. Στη συνέχεια, ήρθε σε επαφή με τον αστυνομικό διευθυντή του Βακίρκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος του παρείχε προστασία σε κρατικό ξενώνα του αεροδρομίου Ατατούρκ. Κατόπιν, στις 06.30 ώρα της 16ης Ιουλίου μαζί με αυτόν μετέβη στο αστυνομικό τμήμα του Ατάκιοϊ και ζήτησε από τους αστυνομικούς να μεριμνήσουν για τη μεταφορά του στην Άγκυρα, όπως και έγινε. Ας σημειωθεί ότι, μέχρι να μεταβεί στην Άγκυρα ο Τούρκος ναύαρχος είχε εξασφαλίσει την επάνοδο στις ναυτικές τους βάσεις των πολεμικών πλοίων που είχαν περιέλθει στον έλεγχο των στασιαστών και είχαν αναχωρήσει από αυτές. Μεταξύ των πλοίων αυτών ήταν και η φρεγάτα YAVUZ στην οποία τελούσε υπό ομηρία ο ναύαρχος Αρχηγός Στόλου.

Ο διοικητής της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων Bordo Bereli παρευρισκόταν σε γαμήλια τελετή στη Λέσχη Αξιωματικών μαζί με τον αρχηγό της Γενικής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής. Ωστόσο, επειδή είχαν προηγηθεί ορισμένες εξελίξεις που τον προβλημάτισαν έφυγε από το χώρο της τελετής εσπευσμένα, προϊδέασε την προσωπική του ασφάλεια για ενδεχόμενη απόπειρα εναντίον του και τηλεφώνησε τον υπασπιστή του, ο οποίος βρισκόταν στο στρατηγείο των Bordo Bereli και του έδωσε εντολή να σκοτώσει οποιονδήποτε θα επιχειρούσε να αναλάβει τον έλεγχο του στρατηγείου των ειδικών δυνάμεων.

Φυσικά, η εγρήγορση του εν λόγω Τούρκου στρατηγού είχε σαν αποτέλεσμα, αφενός να αποτραπεί η προσπάθεια σύλληψης του αφού η προσωπική του ασφάλεια αντέδρασε δυναμικά, αφετέρου ο υπασπιστής του, εκτελώντας επακριβώς την εντολή του διοικητού του, σκότωσε τον ταξίαρχο που προσπάθησε να αναλάβει τη διοίκηση των Bordo Bereli. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να παραθέσουμε ακολούθως την τηλεφωνική συνομιλία του υποστρατήγου Zεκάϊ Ακσάκαλλι, διοικητού των Bordo Bereli με τον υπασπιστή του, αρχιλοχία Ομέρ Χαλίσντεμιρ: «Ομέρ σου αναθέτω ένα ιστορικό καθήκον εν ονόματι της πατρίδας μας και του έθνους μας. Ο ταξίαρχος Σεμίχ Τερζί είναι προδότης και στασιαστής. Να τον σκοτώσεις πριν εισέλθει στο στρατηγείο. Υπάρχουν ενδείξεις για αυτό. Όπως γνωρίζεις, είμαι μαζί σου 20 χρόνια και μεταξύ μας υπάρχει ενότητα.».

Σημειωτέον ότι, παρόλο που o ταξίαρχος Τερζί συνοδευόταν από 10 άνδρες των Bordo Bereli, ο Χαλίσντεμιρ δεν δίστασε να τον σκοτώσει με αποτέλεσμα να σκοτωθεί και ίδιος αφού δέχθηκε 30 σφαίρες. Στη συνέχεια, ο στρατηγός Ακσάκαλλι επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος είχε αναλάβει τον έλεγχο της κατάστασης και φρόντισε ώστε να μεταφερθούν 1.500 στελέχη των μονάδων ειδικών επιχειρήσεων της αστυνομίας POH από τη Μαύρη Θάλασσα στην Κωνσταντινούπολη και άλλα 1.500 στελέχη των POH από τη νοτιοανατολική Τουρκία στην Άγκυρα. Ειδικότερα, κατά τη συνομιλία αυτή ειπώθηκαν τα εξής: «Υποστράτηγος Ακσάκαλλι: Έχω συντάξει σχέδιο. Ζητώ την άδεια και την εξουσιοδότηση να απελευθερώσω τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου. Υπουργός Εσωτερικών: Εν ονόματι του προέδρου της Δημοκρατίας και της κυβέρνησης σου παραχωρώ κάθε αρμοδιότητα.». Όπως γίνεται κατανοητό, οι ενέργειες του διοικητού των Bordo Bereli επέφεραν πολύ σοβαρά πλήγματα στον επιχειρησιακό σχεδιασμό των πραξικοπηματιών και συνετέλεσαν σημαντικά στην ανατροπή των επιδιώξεων τους.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τις υπόλοιπες εξελίξεις που ακολούθησαν όπως, η αποφασιστικότητα του Ταγίπ Ερντογάν και η αποτυχία της σύλληψης ή δολοφονίας του στη Μαρμαρίδα, καθώς επίσης η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, όλων των κομμάτων του κοινοβουλίου, των ΜΜΕ, της αστυνομίας, της τοπικής αυτοδιοίκησης και του τουρκικού λαού, μετέτρεψαν την απόπειρα του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 σε μια «επίθεση αυτοκτονίας» με πολύ οδυνηρά αποτελέσματα, όχι μόνο για τους πραξικοπηματίες αλλά και για όλη την Τουρκία.

Τέλος, εύκολα καθίσταται σαφές ότι, η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και εκτιμήσεων θα είναι εφικτή μόνο όταν θα ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Παρά ταύτα, η εκδήλωση κάποιου άλλου οργανωμένου κινήματος, βραχυπρόθεσμα, έχει μικρές πιθανότητες να πραγματοποιηθεί, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλεισθούν οι μεμονωμένες επιθέσεις με σκοπό την εκδίκηση εναντίον συγκεκριμένων κρατικών φορέων και προσώπων όπως, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, ο διοικητής της ΜΙΤ, ο διοικητής της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων Bordo Bereli κ.λπ.