(Photo by Chris McGrath/Getty Images/Ideal Images)
Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Οι συνεχόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις στο έδαφος της Τουρκίας, με αποκορύφωμα την πρόσφατη επίθεση στο νυχτερινό club “Reina” της Κωνσταντινούπολης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, προκαλούν κλυδωνισμούς στην οικονομία της χώρας και θέτουν νέες προκλήσεις στον πρόεδρο Ερντογάν. Τα πολιτικά «απόνερα» αυτών των επιθέσεων μπορούν δυνητικά να επηρεάσουν την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο.
Οι επιπτώσεις της τρομοκρατίας στην τουρκική οικονομία
Όπως είναι προφανές, ο πρώτος τομέας που πλήττεται στην Τουρκία απ' την έξαρση του τρομοκρατικού φαινομένου είναι ο τουρισμός. Ο κλάδος του τουρισμού συμβάλλει κατά 13% στο τουρκικό ΑΕΠ, ενώ επηρεάζει εμμέσως τόσο το τοπικό εμπόριο όσο και τη βιομηχανία μέσω της ζήτησης που δημιουργεί σε άλλες κατηγορίες αγαθών (τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, εξοπλισμούς ξενοδοχείων, μεταφορές κλπ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το βομβιστικό χτύπημα στο αεροδρόμιο Ατατούρκ τον περασμένο Ιούνιο, οι κρατήσεις μειώθηκαν 69%, ενώ ο αριθμός των τουριστών που έφθασαν στην Τουρκία μειώθηκε κατά 21% το 2016 σε σχέση με το 2015. Η μείωση του τουριστικού ρεύματος θα μειώσει το ΑΕΠ της χώρας που για το 2017 είχε εκτιμηθεί αρχικά στο 3,3%, αλλά και θα αυξήσει την ανεργία που έφθασε το 11,3% το Σεπτέμβριο του 2016.
Σε δεύτερο επίπεδο, τα τρομοκρατικά χτυπήματα, θα προκαλέσουν αύξηση των τουρκικών ιδιωτικών δαπανών (επιδιόρθωση των καταστροφών, ασφαλιστικές αποζημιώσεις και αύξηση ασφαλίστρων) αλλά και αύξηση των δημοσίων δαπανών ασφαλείας, καθώς το καθεστώς έκτακτης ανάγκης στη χώρα παρατάθηκε για τρεις επιπλέον μήνες.
Η τρίτη δυσμενής επίπτωση αφορά την υποτίμηση της λίρας και τις συνέπειες που αυτή θα επιφέρει στην τουρκική οικονομία. Μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Reina, η ισοτιμία της λίρας με το δολάριο και το ευρώ βρέθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γεγονός που αυξάνει τις πληθωριστικές πιέσεις. Ο πληθωρισμός έχει φτάσει στο 8,53%, γεγονός που ασκεί πιέσεις στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας για αύξηση των επιτοκίων. Όμως, ο πρόεδρος Ερντογάν, παραβιάζοντας την ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής που ανήκει στην Κεντρική Τράπεζα, ζήτησε με ευθεία πολιτική του παρέμβαση να μειωθούν περαιτέρω τα επιτόκια, προκειμένου να διευκολυνθεί ο δανεισμός και να ενταθεί η παραγωγική δραστηριότητα στη χώρα.
Επιπλέον, παρότρυνε τους Τούρκους πολίτες να αγοράζουν λίρες και να πωλούν ξένο συνάλλαγμα για να στηριχθεί το εθνικό τους νόμισμα. Πρακτικά, ο πληθωρισμός θα επιδεινώσει το βιοτικό επίπεδο των φτωχών Τούρκων πολιτών, δημιουργώντας προϋποθέσεις κοινωνικής έντασης. Προβλήματα θα προκληθούν και στη βιομηχανία της χώρας που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε εισαγωγές ενέργειας (καθώς η λίρα έχει υποτιμηθεί περίπου 20% σε σχέση με το δολάριο το τελευταίο έτος), ιδιαίτερα μετά τη διεθνή συμφωνία για μείωση της παραγωγής πετρελαίου που έχει αυξήσει σημαντικά τις τιμές του. Τα τραπεζικά ιδρύματα, επίσης θα αντιμετωπίσουν προκλήσεις, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός ευνοεί τους δανειζόμενους έναντι των δανειστών, σε μια χώρα μάλιστα όπου η πίστωση βρίσκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Βεβαίως, υπάρχει και μια θετική επίδραση απ' την υποτίμηση της λίρας, η οποία αφορά στη μείωση των τιμών των τουρκικών εξαγωγών και την αύξηση των τιμών εισαγωγών, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για το τουρκικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Τέταρτον και σημαντικότερον, η τρομοκρατική δράση προκαλεί αβεβαιότητα στους διεθνείς επενδυτές, περιορίζοντας την εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων στην Τουρκία και αυξάνοντας τις κεφαλαιακές εκροές. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για μια χώρα, όπου το ιδιωτικό χρέος είναι σε ποσοστό 32,5% του συνόλου βραχυπρόθεσμο, ενώ ο δανεισμός των επιχειρήσεων έχει γίνει κατά 90% σε ξένο νόμισμα. Αυτά τα δύο στοιχεία κάνουν ευπαθείς τις τουρκικές επιχειρήσεις σε ενδεχόμενες εκροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε πτωχεύσεις εταιρειών που δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Η περαιτέρω αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων από την Fed, καθώς και μια νέα πιθανή πιστοληπτική υποβάθμιση της Τουρκίας απ' τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, θα εντείνουν ακόμη περισσότερο αυτά τα φαινόμενα.
Ο Ερντογάν θα παίξει όλα τα χαρτιά του, η Ελλάδα οφείλει να επαγρυπνεί
Το πολιτικό και οικονομικό κλίμα στην Τουρκία είναι πλέον εξαιρετικά δυσχερές, καθώς:
- τα τρομοκρατικά χτυπήματα πλέον δεν προέρχονται μόνο από κουρδικές οργανώσεις αλλά και από μέλη του ISIS ως απόρροια της συμμετοχής της Τουρκίας στις επιχειρήσεις στη Συρία κατά του Daesh και της αποτυχίας της «πολιτικής των μηδενικών προβλημάτων» με τις γειτονικές χώρες.
- η οικονομία το τελευταίο έτος ζημιώθηκε σοβαρά απ' τα συνεχή τρομοκρατικά χτυπήματα, απ' την επιδείνωση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους στη Συρία, αλλά και λόγω του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου.
- μολονότι οι οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα έχουν αποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό, η δολοφονία του Ρώσου Πρέσβη στην Άγκυρα, θα αποθαρρύνει τους Ρώσους τουρίστες να επισκεφθούν φέτος τη χώρα.
- η σκληρή τιμωρητική διάθεση που επιδεικνύει ο Ερντογάν απέναντι στους συμμετέχοντες στο τουρκικό πραξικόπημα του καλοκαιριού αλλά και απέναντι σε κάθε πολιτικό του αντίπαλο, διχάζει την τουρκική κοινωνία και πλήττει την οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Εντός αυτών των περιστάσεων, ο Ερντογάν έχει μια σημαντικότατη πρόκληση να αντιμετωπίσει: το ανοιξιάτικο δημοψήφισμα, που αν κερδηθεί απ' τον ίδιο, θα τον καταστήσει έναν Πρόεδρο μακροπρόθεσμης θητείας με κρίσιμες υπερεξουσίες. Για να μπορέσει να εξασφαλίσει τις απαραίτητες ψήφους ο Ερντογάν έχει ήδη προσεγγίσει το Κόμμα Εθνικιστικής Κίνησης (MHP), ενώ θα πρέπει να δημιουργήσει ένα κλίμα πολιτικής και οικονομικής ευφορίας στην τουρκική κοινωνία. Αυτό θα απαιτήσει δύσκολους χειρισμούς, όπως:
- περαιτέρω προσέγγιση με τη Ρωσία, ιδιαίτερα στο ενεργειακό επίπεδο, μέσω της ανάπτυξης του αγωγού Turkish Stream, γεγονός που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τα ενεργειακά σχέδια των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στην περιοχή.
- τη σταδιακή απόσυρση απ' τα μέτωπα του Ιράκ και της Συρίας, με σκοπό να περιοριστούν οι στρατιωτικές δαπάνες και οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό και να δημιουργηθούν επιχειρηματικά ανοίγματα, τόσο στο Ιράκ όσο και στο Ιράν που πρόσκειται στον διπλωματικό άξονα Μόσχας-Δαμασκού.
- την άσκηση πίεσης στο διπλωματικό πεδίο, τόσο σε σχέση με το προσφυγικό ζήτημα, όπου θα γίνει προσπάθεια η Τουρκία να καρπωθεί τα μέγιστα οφέλη, όσο και σε σχέση με το κυπριακό ζήτημα το οποίο φαίνεται να έχει πάρει άσχημη τροπή για τα ελληνο-κυπριακά συμφέροντα.
- την εφαρμογή μιας χαλαρής νομισματικής πολιτικής, ώστε να ενθαρρύνει την επενδυτική δραστηριότητα και να διατηρήσει την καταναλωτική ζήτηση και την απασχόληση σε υψηλά επίπεδα.
Ακόμα και αν ο Ερντογάν έχει αυξημένες πιθανότητες να κερδίσει το δημοψήφισμα, η επίτευξη όλων των ανωτέρω στόχων φαντάζει μάλλον απίθανη. Η ικανοποίηση των ψηφοφόρων του Εθνικιστικού Κόμματος, θα απαιτήσει σκληρή στάση στο κουρδικό ζήτημα, που αναπόφευκτα θα εντείνει την πολεμική δράση απ' τον κουρδικό παράγοντα. Η προσέγγιση με τη Μόσχα και τους συμμάχους της, η σκληρή ρητορική κατά των ΗΠΑ και οι εκβιασμοί στο προσφυγικό απέναντι στην E.E., θα ψυχράνουν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις με τη Δύση και θα προκαλέσουν νέες δυσχέρειες στην τουρκική οικονομία. Η χαλαρή νομισματική πολιτική θα ασκήσει περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις και αν συνδυαστεί με εκροές κεφαλαίων ίσως οδηγήσει μελλοντικά σε «σκάσιμο» φούσκας στον κατασκευαστικό ή και στον τραπεζικό τομέα της χώρας. Παράλληλα, ο εσωτερικός διχασμός εξαιτίας των διώξεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα κατά των Γκιουλενιστών και των Κεμαλιστών, θα απαιτήσει απ' τον Ερντογάν πολιτικές κινήσεις εντυπωσιασμού ή σημαντικές διπλωματικές επιτυχίες που θα συσπειρώσουν τον τουρκικό λαό γύρω απ' το πρόσωπό του.
Συνεπώς, η Ελλάδα πρέπει να εστιάσει σε τρία μέτωπα την προσοχή της:
α) στην πιθανότητα πρόκλησης θερμού επεισοδίου στην περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου, με σκοπό να επιχειρηθεί «γκριζάρισμα» νέων θαλασσίων ή και νησιωτικών περιοχών που θα εξυπηρετήσουν τη μακροπρόθεσμη (και προσφάτως επαναληφθείσα μέσω των λόγων του Τούρκου Προέδρου) στρατηγική περί αναθεωρήσεως της συνθήκης της Λωζάννης.
β) στην προσπάθεια δημιουργίας αρνητικών τετελεσμένων στο κυπριακό ζήτημα, που θα επαναφέρουν ένα διαφοροποιημένο σχέδιο Ανάν «από την πίσω πόρτα» και θα μονιμοποιήσουν τα αποτελέσματα της τουρκικής εισβολής του 1974.
γ) στην πιθανή υπονόμευση του ελληνικού τουρισμού, είτε μέσω ενεργειών τουρκικής προβοκάτσιας είτε μέσω της προσπάθειας δημιουργίας κλίματος έντασης με ακραία ισλαμιστικά στοιχεία που βρίσκονται ήδη ή θα εισέλθουν αργότερα στη χώρα μας. Πιθανώς, το προσφυγικό ζήτημα αποτελεί ένα πεδίο μέσω του οποίου θα επιχειρηθεί να καλλιεργηθεί μια τέτοιου είδους ένταση, εν μέσω και των αρνητικών οικονομικών εξελίξεων που διαφαίνεται να προκύπτουν για τη χώρα μας εντός του 2017.
*Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος, διεθνολόγος και συντονιστής έρευνας στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Ν/Α Ευρώπης