Του Δρ. Ζήνωνα Τζιάρρα*
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, με την αποκατάσταση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων και τη διαδικασία εξομάλυνσης των αντίστοιχων ρωσο-τουρκικών, έδωσαν αναπόφευκτα έναυσμα για συζητήσεις αναφορικά με το «νέο» γεωστρατηγικό περιβάλλον που αναδύεται στην περιοχή. Πόσο «νέο», όμως, μπορεί να είναι; Δυστυχώς, συχνά βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε ως «νέο» κάποιο φαινόμενο που αποτελεί επανάληψη της ιστορίας, συνέχεια ή επί μέρους διαφοροποίηση κάποιου άλλου φαινομένου. Περίπου αυτό συμβαίνει και με τις συζητήσεις περί «νέων πολέμων», «νέας τρομοκρατίας», «νέου Ψυχρού Πολέμου» κτλ. Παρόμοιες συζητήσεις είχαμε την περασμένη δεκαετία ή πριν μερικά χρόνια για τη «νέα» τουρκική εξωτερική πολιτική, τη «νέα» Μέση Ανατολή κ.ο.κ. Αλλαγές υπάρχουν. Πόσο βαθιές είναι όμως;
Αν θέλουμε να επικεντρωθούμε στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και τη Ρωσία, τότε πρέπει να σημειώσουμε πως αυτό που παρακολουθούμε είναι η επανάληψη της ιστορίας με άλλους όρους και βεβαίως υπό άλλες συνθήκες. Το ότι υπάρχει στρατηγική αξία στη συνεργασία Τουρκίας - Ισραήλ ή το ότι τα δύο κράτη συμμερίζονται κάποιες ανησυχίες ασφάλειας δεν είναι κάτι νέο. Η σύναψη της τουρκο-ισραηλινής συμμαχίας το 1996 ήρθε σε μια περίοδο που έκανε την εμφάνισή του στην Τουρκία το δόγμα των «δυόμιση πολέμων»: η ανάγκη δηλαδή της Τουρκίας να διεξάγει ταυτόχρονα πόλεμο με τη Συρία (o ένας πόλεμος), την Ελλάδα (ο δεύτερος πόλεμος) και το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν, PKK (ο μισός πόλεμος – «χαμηλής εντάσεως»). Σε ό,τι, δε, αφορά τις ρωσο-τουρκικές σχέσεις, ο διαχρονικός ανταγωνισμός που τις χαρακτηρίζει δεν είναι κάτι νέο. Όπως νέα δεν είναι ούτε η ανάγκη της Τουρκίας, που υπάρχει από τον Ψυχρό Πόλεμο, να εξισορροπήσει αφενός και να κατευνάσει αφετέρου τη ρωσική ισχύ. Σχήμα ίσως οξύμωρο, αλλά όμως πραγματικό.
(Photo by Kurdishstruggle. Αντάρτες του PKK. Η σύναψη της τουρκο-ισραηλινής συμμαχίας το 1996 ήρθε σε μια περίοδο που έκανε την εμφάνισή του στην Τουρκία το δόγμα των «δυόμιση πολέμων»: η ανάγκη δηλαδή της Τουρκίας να διεξάγει ταυτόχρονα πόλεμο με τη Συρία (o ένας πόλεμος), την Ελλάδα (ο δεύτερος πόλεμος) και το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν, PKK (ο μισός πόλεμος – «χαμηλής εντάσεως»).
Πόσο προσομοιάζουν οι ιστορικές αυτές εμπειρίες της Τουρκίας με το σήμερα και τι αντίκτυπο μπορεί να έχουν οι πρόσφατες εξελίξεις στην περιοχή;
Από την «Παλιά» στη «Νέα-Παλιά» Τουρκία
Δεν θα υπερβάλλαμε καθόλου αν λέγαμε πως η Τουρκία συνέβαλε στη δημιουργία των ισορροπιών που έχουν διαμορφωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια. Μπορεί η διακυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) να ξεκίνησε με καλές προϋποθέσεις και ένα φαινομενικά εποικοδομητικό περιφερειακό ρόλο στα πλαίσια ενός σχετικά ευνοϊκού γεωπολιτικού περιβάλλοντος, αλλά η κατάληξη υπήρξε διαφορετική.
Οι αλλαγές που επήλθαν με τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη και αργότερα το Ισλαμικό Κράτος (ΦΩΤ.) λειτούργησαν ως δράση που παρήγαγε την αντίδραση της Τουρκίας. Και από καλοταϊσμένη γάτα που όλοι ήθελαν να χαϊδέψουν, μετατράπηκε σε τίγρη στο κλουβί. Μεταξύ άλλων, αυτό είχε ως συνέπεια την επιδείνωση των σχέσεων της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, τη διάρρηξη των σχέσεων της με το Ισραήλ, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη και τη Ρωσία, την παρακίνηση στενότερης συνεργασίας μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, Αιγύπτου, Ιορδανίας και την επιδείνωση του συριακού πολέμου. Ακόμα και η εμπλοκή της Ρωσίας στη Συρία θα μπορούσε εν μέρει να αποδοθεί στην πολιτική και τις επιδιώξεις της Τουρκίας.
Photo by Day Donaldson
Υπερ-συσσώρευση συστημικών πιέσεων & εσωτερικά φίλτρα
Οι καρποί των κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών της Αραβικής Άνοιξης και της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής συσσωρεύθηκαν βαθμιαία και μετουσιώθηκαν σε αβάσταχτες, εξωτερικές, συστημικές πιέσεις. Η Συρία είναι πλέον πηγή πολλαπλών απειλών, ενώ η Ρωσία έχει επιστρέψει στη Μέση Ανατολή δυναμικά και διεκδικεί επάξια θέση στις ισορροπίες ισχύος, βάζοντας σε δοκιμασίες την αμερικανική πολιτική και τις τουρκικές φαντασιώσεις. Επιπλέον, η διάρρηξη των ρωσο-τουρκικών σχέσεων έχει ασκήσει τρομερές οικονομικές και ενεργειακές πιέσεις στην Άγκυρα.
Από την άλλη, οι συνέργειες της Ανατολικής Μεσογείου επιχείρησαν μια ιδιότυπη εξισορρόπηση της Τουρκίας απομονώνοντάς την, τουλάχιστον προσωρινά, από τους ενεργειακούς σχεδιασμούς. Το κουρδικό ζήτημα έχει πλέον ξεφύγει από τα πλαίσια του «μισού πολέμου» στο εσωτερικό. Θα λέγαμε πως είναι πλέον «ολόκληρος» και πολυμέτωπος πόλεμος, άρρηκτα συνδεδεμένος με τις εξελίξεις στη βόρεια Συρία (Δυτικό Κουρδιστάν). Η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους έχει προσθέσει ένα σημαντικότατο μέτωπο τρομοκρατίας στους υπολογισμούς της Άγκυρας, ενώ η άνοδος της ισλαμοφοβίας - τουρκοφοβίας στην Ευρώπη σε συνάρτηση με ένα πιθανό Brexit ενδέχεται να πλήξει τα ήδη προβληματικά της ερείσματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να μην αναφερθούμε στην εμβάθυνση των ρωσο-ισραηλινών σχέσεων.
Παρά τις προσπάθειες για «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» από το 2002 (και ιδιαίτερα από το 2007) μέχρι και σήμερα, η Τουρκία του ΑΚΡ φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια έχασε περίπου όσους «φίλους» απέκτησε κατά τη δεκαετία του 2000. Κάπως έτσι συνοψίζεται η συγκυρία της εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και τη Ρωσία. Το παράδοξο που αναδεικνύεται σε πρώτη φάση είναι η αντίθεση μεταξύ των τελευταίων κινήσεων realpolitik του Τούρκου Προέδρου, Recep Tayyip Erdogan, και της ανοιχτά αναθεωρητικής, αντι-ισραηλινής/αντι-δυτικής και εν πολλοίς ιδεολογικοποιημένης εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούσε μέχρι τώρα.
Πράγματι, ο «ορθολογισμός» του Erdogan περνά μέσα από ένα ιδιαίτερο φίλτρο, που περιλαμβάνει το ψυχολογικό προφίλ ενός ανθρώπου ευέξαπτου, συναισθηματικού, απολυταρχικού και ιδεολόγου-ισλαμιστή, το οποίο παράγει ενίοτε αναπάντεχα αποτελέσματα. Ωστόσο, αν και η προσεκτική μελέτη διάφορων περιπτώσεων λήψης αποφάσεων τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνει αυτήν την πραγματικότητα, δείχνει παράλληλα ότι μετά από εσωτερικές ή εξωτερικές πιέσεις ο Erdogan παρουσιάζει συμπεριφορά πραγματιστή. Λειτουργεί «ιδεολογικά» - φιλόδοξα μέχρι εκεί που μπορεί ή που θεωρεί (πιθανόν λανθασμένα) ότι μπορεί. Από τη σκοπιά του σήμερα, η σύνθεση συναισθηματισμού - ιδεολογήματος και πραγματισμού στην περίπτωση του Erdogan και της Τουρκίας πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρη και προφανής. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι ο «πραγματισμός» (που θεωρητικά οδηγεί σε αποφάσεις που αναγνωρίζουν το κόστος που φέρουν ο μεγαλοϊδεατισμός, η υπερεπέκταση και οι περιορισμένες δυνατότητες σε σχέση με τους στρατηγικούς στόχους) υπερισχύει πάντοτε.
Η φύση, ο χαρακτήρας και το αύριο της Αν. Μεσογείου
Μια άλλη παρανόηση στη δημόσια συζήτηση τείνει να συγχέει τη σύγκλιση στρατηγικών ανησυχιών, απειλών και συμφερόντων Τουρκίας - Ισραήλ και Τουρκίας - Ρωσίας με τη σύγκλιση υψηλών στρατηγικών στόχων. Με άλλα λόγια, οι υψηλοί στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας δεν έπαψαν να είναι –τουλάχιστον μερικώς– ανταγωνιστικοί αυτών της Ρωσίας ή του Ισραήλ. Συνεπώς η φύση (μια έννοια που χωράει μεγάλη συζήτηση) των γεωπολιτικών δυναμικών στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μεταμορφώθηκε σε μια νύχτα απλώς διότι οι διπλωματικές σχέσεις Τουρκίας - Ισραήλ αποκαταστάθηκαν ή διότι ο Erdogan «είπε συγγνώμη» στον Πρόεδρο της Ρωσίας, Vladimir Putin (ΦΩΤ.). Πόσο μάλλον σε μια περίοδο που η Τουρκία διατηρεί τις προσπάθειές της για ένα πιο αυτόνομο και ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, με άλλα μέσα.
Μια τέτοια μεταμόρφωση δεν χρειάζεται απλώς πολύ καιρό, αλλά όσο το διεθνές σύστημα κινείται και «ρυθμίζεται» με βάση τους ίδιους κανόνες που ισχύουν τους τελευταίους αιώνες, είναι σχεδόν αδύνατη. Θα ήταν θεωρητικά δυνατή –αλλά εύθραυστη– εάν άλλαζαν άρδην όχι μόνο οι ισορροπίες ισχύος, αλλά και τα συμφέροντα και οι στρατηγικοί στόχοι των υφιστάμενων περιφερειακών δρώντων. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να προκύψει κάτι τέτοιο θα ήταν πιθανώς η επαναχάραξη των συνόρων –κάτι που βεβαίως βρίσκεται σε εξέλιξη.
Αυτό που αλλάζει προς το παρόν είναι ο χαρακτήρας των περιφερειακών σχέσεων. Μια αλλαγή που θυμίζει έντονα δεκαετία του 1990, αφού φέρει αρκετά από τα χαρακτηριστικά της σε ό,τι αφορά την περιοχή του Λεβάντε.
Γενικότερα, η αποκέντρωση του διεθνούς συστήματος και η μάλλον «απολική» φάση που διανύει δεν θα επιτρέψει εύκολα τη βιωσιμότητα ενός περιφερειακού δικτύου με περισσότερη συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ιδιαίτερα εάν παράγοντες που διαιωνίζουν παραδοσιακά μοτίβα εχθρικών σχέσεων, όπως το Κυπριακό, συνεχίζουν να υφίστανται. Χωρίς σημαντικές μεταβολές στην πολιτική και στρατηγική κουλτούρα των κρατών της περιοχής, ζητούμενο ιδιαίτερα δύσκολο, οι κρίσεις και οι συμμαχίες θα συνεχίσουν να έρχονται και να παρέρχονται.
H αναπόφευκτη πραγματικότητα υποδεικνύει ότι, σε αυτήν τη συγκυρία, η Τουρκία χρειάζεται τη Ρωσία και το Ισραήλ, όπως η Ρωσία και το Ισραήλ, για τους δικούς τους λόγους, χρειάζονται την Τουρκία. Πέρα από τα πολλαπλά αδιέξοδα, αυτό που παραμένει στα υπέρ της Άγκυρας είναι το γεγονός ότι ακόμα και ως «τίγρης στο κλουβί» αρκετοί είναι αυτοί που συνεχίζουν, παρά τις δυσκολίες, να θέλουν να την προσεγγίσουν όπως παλιά –άλλωστε δεν μιλάμε για κάποια αμελητέα δύναμη. Παρόλα αυτά, δίχως ουσιαστική διαφοροποίηση στη στρατηγική της συμπεριφορά και λαμβανομένου υπόψη ότι τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά δεδομένα αλλάζουν, η επόμενη περίοδος που θα βρει την Τουρκία να αντιμετωπίζει συσσωρευμένες συστημικές πιέσεις μπορεί να μην καταλήξει με τον ίδιο τρόπο.
Σε κάθε περίπτωση, οι άμεσες επιπτώσεις για την Κύπρο και την Ελλάδα δεν διαφαίνονται θετικές. Τα βασανιστικά ερωτήματα για τις κυβερνήσεις των δύο χωρών επιμένουν: ποιος μελέτησε το πριν, ποιος διείδε το σήμερα, ποιος εξετάζει το μετά και τι κάνει γι' αυτό;
* Ο Δρ. Ζήνωνας Τζιάρρας είναι Διδάσκων Ασφάλειας και Γεωπολιτικής στο University of Central Lancashire Cyprus.