Του Κων/νου Θ. Λαμπρόπουλου*
Η αναμενόμενη στρατηγική εθνικής ασφάλειας της διακυβέρνησης Trump αποτελεί αναμφισβήτητα ορόσημο και προπομπό αλλαγής παραδείγματος (paradigm shift) στην διεθνή πολιτική. Η νέα αμερικανική στρατηγική εθνικής ασφαλείας ,ως αναπόσπαστο κομμάτι του δόγματος Trump, υιοθετεί μία επιθετική στρατηγική προσέγγιση (offensive strategic approach) αναφορικά με την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ ,επιδιώκοντας να αντιστρέψει την διαμορφούμενη απώλεια πρωτοκαθεδρίας της αμερικανικής υπερδύναμης στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος τις προσεχείς δεκαετίες.
Η συγκεκριμένη στρατηγική εθνικής ασφάλειας προσδιορίζεται από το αξίωμα «Πρώτα η Αμερική» το οποίο τοποθετεί το αμερικανικό εθνικό συμφέρον ως ασύμβατο με τις αμερικανικές πολιτικές των προηγούμενων δύο δεκαετιών, οι οποίες βασίζονταν στην λογική της «υποστήριξης»(engagement) «ανταγωνιστικών» προς τις ΗΠΑ, χωρών μέσω της παγκοσμιοποίησης και της συμμετοχής τους στους πολυμερείς θεσμούς σκοπεύοντας στον εκδημοκρατισμό τους.
Αντιθέτως, η νέα στρατηγική της διακυβέρνησης Trump, υπεραμύνεται του εθνικού συμφέροντος με την στενή έννοια του όρου και δεν διακατέχεται από το πνεύμα της προώθησης των φιλελεύθερων αξιών και προτύπων διακυβέρνησης, παρά από τις αρχές του ρεαλισμού και του ανταγωνισμού.
Η συγκεκριμένη στρατηγική εθνικής ασφάλειας αναγνωρίζει τέσσερα ζωτικά (vital) συμφέροντα: Πρώτον, την προστασία της αμερικανικής ενδοχώρας από πάσης φύσεως τρομοκρατικές επιθέσεις, όπου ιδιαίτερη σημασία δίνεται στα όπλα μαζικής καταστροφής (χημικά ραδιολογικά βιολογικά πυρηνικά) τόσο από κρατικούς (περίπτωση Βόρειας Κορέας )όσο και από μη κρατικούς δρώντες (διεθνή τρομοκρατικά δίκτυα) και στον περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης.
Δεύτερον, την αναθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης των Διεθνών Εμπορικών Συμφωνιών (International Trade Agreements) με σαφές όφελος για τα αμερικανικά συμφέροντα, της διατήρησης του υπάρχοντος αμερικανικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας , της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (ευρεσιτεχνίες )από την επιβουλή ανταγωνιστριών χωρών (Η Κίνα αναγνωρίζεται ως ο υπ' αριθμόν ένας κίνδυνος για την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας) και της εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων (Είναι καταφανέστατη η απουσία μνείας στην απειλή της κλιματικής αλλαγής –δομικό στοιχείο της στρατηγικής της πρότερης κυβέρνησης Obama και τις διεθνείς συμφωνίες για την καταπολέμηση του φαινομένου).
Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο γεγονός η ταύτιση της έννοιας της οικονομικής ασφάλειας με την έννοια της εθνικής ασφάλειας. Στην παρούσα στρατηγική υπερτονίζεται ο ρόλος της οικονομικής ανάκαμψης στην ευόδωση των τεθειμένων στρατηγικών στόχων της διακυβέρνησης Trump.
Τρίτον, την διατήρηση της ειρήνης μέσω της ισχύος (peace through strength) μέσω της ραγδαίας αύξησης των στρατιωτικών δαπανών και του αριθμού του στρατεύματος σε όλα τα Όπλα. Η πριμοδότηση της «σκληρής ισχύος» περιλαμβάνει την επένδυση στις νέες τεχνολογίες, την ανάπτυξη της αμερικανικής βιομηχανικής βάσης με στόχο την δημιουργία ενός ικανού στρατεύματος για επιχειρήσεις σ' όλο το φάσμα του πολέμου (full spectrum war).
Τέταρτον, την προώθηση της αμερικανικής επιρροής στο εξωτερικό, με την έννοια της Ανταγωνιστικής Διπλωματίας (Competitive Diplomacy) να δεσπόζει και να συνίσταται στην δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για τα αμερικανικά συμφέροντα στον κόσμο με αιχμή του δόρατος την ηγετική στάση (forward Presence) των Αμερικανών Διπλωματών.
Η νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας κάνει σαφείς αναφορές στην επαναφορά του Ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων ως χαρακτηριστικό της νέας εποχής στις Διεθνείς Σχέσεις, αποδίδοντας τον όρο του Στρατηγικού Ανταγωνιστή (Strategic Competitor) των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο, στην Κίνα και στην Ρωσία. Και οι δύο προαναφερθείσες χώρες θεωρούνται πλέον ως αναθεωρητικές δυνάμεις (revisionist powers) που επιδιώκουν, η μεν Κίνα την ηγεμονία στην περιοχή του Ειρηνικού, η δε Ρωσία, την αναβίωση της δικής της σφαίρας επιρροής στην Ευρασία.
Αξίζει να σημειωθεί πως η πρώτη στρατηγική εθνικής ασφάλειας της διακυβέρνησης Obama χαρακτήριζε την Κίνα ως σημαντικό στρατηγικό εταίρο (strategic partner) στην παγκόσμια διακυβέρνηση και την Ρωσία ως δυνητικό περιφερειακό ανταγωνιστή (regional competitor).
Παράλληλα, στρατηγικές απειλές για τις ΗΠΑ θεωρούνται πλέον οι χώρες που χαρακτηρίζονται ως έχουσες διεφθαρμένα καθεστώτα (rogue regimes),η Βόρεια Κορέα και το Ιράν.
Στο διεθνές επίπεδο η στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ σαφέστατα θα δημιουργήσει τριβές τόσο με την Κίνα όσο και με την Ρωσία, καθώς θεωρεί την οικονομική και στρατιωτική στρατηγική του Πεκίνου άκρως επιβλαβή για τα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ οι υβριδικές επιχειρήσεις της Ρωσίας απειλούν βασικούς πυλώνες της αμερικανικής ισχύος.
Στο περιφερειακό επίπεδο και συγκεκριμένα στην Ευρώπη, ευνοεί μια ευρω-ατλαντική σχέση στην λογική της ισόποσης κατανομής των βαρών, ενώ στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής διαμορφώνει έναν άξονα φίλιων δυνάμεων με αιχμή το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Σαουδική Αραβία για την καταπολέμηση του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η πλήρης απουσία της Τουρκίας στους αμερικανικούς σχεδιασμούς στην περιοχή.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια στρατηγική που θέτει ως προτεραιότητα την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Παραταύτα, η στάση των ΗΠΑ σε περιφερειακό επίπεδο εγείρει μια σειρά από ερωτήματα, αναδιατάσσει την περιφερειακή ισορροπία ισχύος και προδιαθέτει για σημαντικές εξελίξεις που θα διαμορφώσουν δυναμικά αποτελέσματα.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Θ. Λαμπρόπουλος είναι Ειδικός Επιστήμονας Άμυνας και Ασφάλειας στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης (Centre for Security Policy).