Του Νίκου Μελέτη
Σε διπλό «δώρο», στα δυο ελληνικά βέτο σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, έναντι μιας συμφωνίας η οποία θα είναι στον αέρα καθώς δεν θα έχει τεθεί σε δημοψήφισμα και με αναγνώριση με ελληνική σφραγίδα της γλώσσας ως «Μακεδονικής» έστω και με την επισήμανση της σλαβικής προέλευσης της, καταλήγει τo σκληρό παζάρι της σκοπιανής πλευράς, προκειμένου να αποδεχθεί μια αδιευκρίνιστη ακόμη erga omnes χρήση της νέας ονομασίας.
Οι δυο πρωθυπουργοί Αλ. Τσίπρας και Ζ. Ζάεφ πρόκειται σήμερα να βάλουν την τελευταία πινελιά στη συμφωνία για την επίλυση της διαφοράς του ονοματολογικού, που στηρίχθηκε στην αντίληψη της επιδίωξης αμοιβαίου ισότιμου οφέλους, κάτι που υποχρέωσε τελικά την Αθήνα σε υποχώρηση από την αρχική θέση ότι χωρίς πλήρη ολοκλήρωση της διαδικασίας επικύρωσης της συμφωνίας από την άλλη πλευρά, (επικύρωση από την Βουλή και από το Δημοψήφισμα) δεν θα υπήρχε η οποιαδήποτε κίνηση της Ελλάδας σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ.
Χθες ο Ν. Κοτζιάς σε συνέντευξή του στο KONTRA ανακοίνωσε ότι αρκεί η υπογραφή της συμφωνίας από τους δυο πρωθυπουργούς και η επικύρωση της από τη σκοπιανή βουλή, προκειμένου στην Ε.Ε η Ελλάδα να υποστηρίξει την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την πΓΔΜ και στο ΝΑΤΟ να επιδοθεί στην Σύνοδο Κορυφής η πρόσκληση για ένταξη στη Συμμαχία…
Η επιλογή αυτή η οποία γίνεται μετά από την απαίτηση του κ. Ζάεφ να του δοθούν «επιχειρήματα» προκειμένου να κερδίσει το δημοψήφισμα όταν και όποτε γίνει, «σπάει» την εθνική γραμμή που είχε επιτύχει στο ΝΑΤΟ την ομόφωνη απόφαση της Συμμαχίας ότι η πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ θα αποσταλεί μόνο όταν επιλυθεί η διαφορά της ονομασίας. Κάτι που προφανώς δεν ισχύει εάν δεν έχει ολοκληρωθεί η έγκριση της Συμφωνίας από το Δημοψήφισμα και φυσικά η συνταγματική αλλαγή η οποία θα πρέπει να προβλέπεται από την Συμφωνία.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες ότι εάν τα Σκόπια δεν ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις τους τότε η Αθήνα θα έχει 35 βέτο στην Ε.Ε., όσα και τα Κεφάλαια Ενταξιακών Διαπραγματεύσεων και στο ΝΑΤΟ θα είναι η Ελληνική Βουλή που δε θα επιτρέψει την επικύρωση της Συνθήκης Προσχώρησης της χώρας αυτής, απλώς μεταθέτουν το πρόβλημα στο μέλλον αφού όμως θα είχε διευκολυνθεί η γειτονική χώρα να ενισχύσει τους ευρωατλαντικους δεσμούς της. Και είναι σαφές ότι εάν τα Σκόπια έχουν πάρει την πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ και μεσολαβεί μόνο η έγκριση της Ελλάδας, η πίεση και από τους άλλους Συμμάχους θα στραφεί όχι στον κ. Ζάεφ αλλά στην ελληνική πλευρά…
Η ελληνική κυβέρνηση, επιχειρεί, κάτι που ήταν σαφές στην χθεσινή συνέντευξη του Ν. Κοτζιά, να περιορίσει τον αλυτρωτισμό της γειτονικής χώρας και το πρόβλημα του Μακεδονισμού, στην Αρχαία Μακεδονία και στον Μέγα Αλέξανδρο. Έτσι με επιχείρημα ότι ο Ζ. Ζάεφ εγκατέλειψε την επιχείρηση εξαρχαϊσμού του κ. Γκρουέφσκι με την αλλαγή του ονόματος του αεροδρομίου και του αυτοκινητοδρόμου, προβάλλεται το επιχείρημα ότι λύθηκε το πρόβλημα του αλυτρωτισμού.
Όμως ο αλυτρωτισμός αφορά και την νεότερη περίοδο κυρίως μετά τον 19ο αιώνα όταν με την κατάρρευση της Οθωμανική Αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκε το κίνημα του Μακεδονισμού με στόχο και σύνθημα την «επανένωση της διαμελισμένης Μακεδονίας». Κάτι που δεν έχει να κάνει με τον εξαρχαϊσμό του κ. Γκρουεφκσι και τον Μέγα Αλέξανδρο. (Έξαλλου ο εξαρχαϊσμός και η διεκδίκηση της κληρονομιάς της Αρχαίας Μακεδονίας, είχε αρχίσει αρκετά πριν, ας θυμηθούν τον Ήλιο της Βεργίνας» που ήταν το σύμβολο του αλυτρωτισμού δέκα χρόνια πριν αναλάβει ο κ. Γκρουέφσκι την εξουσία). Το «διαζύγιο» με την αρχαία ελληνική και μακεδονική κληρονομιά δεν είναι αρκετό για να καλύψει το κεφάλαιο του αλυτρωτισμού.
Στο θέμα της γλώσσας η οποία όπως όλα δείχνουν έχει προσφερθεί στην σκοπιανή πλευρά, ο κ. Κοτζιάς δήλωσε χθες ότι θα συμπεριληφθεί με την σύμφωνη γνώμη της άλλης πλευράς διευκρίνηση για την σλαβική προέλευση της. Εάν η καταγραφή της γλώσσας είναι «Σλαβομακεδονική» τότε πιθανότερο να ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση.
Εάν όμως υπάρχει συμφωνία η οποία θα αποδέχεται την γλώσσα ως «μακεδονική» με κάποιες αγκύλες και παρενθέσεις που θα επεξηγούν την σλαβική της προέλευση» και οι οποίες ουδεμία πρακτική σημασία θα έχουν, τότε θα πρόκειται περί σημαντικής παραχώρησης της ελληνικής πλευράς, καθώς η «μακεδονική γλώσσα» αποτελεί το βασικότερο όχημα της διεκδίκησης και προβολής της «μακεδονικής ταυτότητας» που αποτελεί και τον ορισμό της διαφοράς του ονοματολογικού.
Ο κ. Κοτζιάς αναφέρεται στην αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης του 1977 να υποβάλλει και να καταγράψει τις ενστάσεις της στην αναφορά της Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης σε «μακεδονική γλώσσα» αλλά είναι σαφές ότι με το έγγραφο αυτό απλώς δηλώνεται μια γλώσσα όπως μονομερώς μπορεί να κάνει η οποιαδήποτε χώρα η κοινότητα.
Όσο για την αναφορά της «μακεδονικής» γλώσσας ως επίσημης της FYROM αυτό έγινε μετά την ένταξη της χώρας στον ΟΗΕ και πάλι με μονομερή δήλωση στην Διεύθυνση UNTERM του ΟΗΕ, όπου δεν υπάρχει η διαδικασία του βέτο από άλλες χώρες μέλη. Και σε κάθε περίπτωση το μείζον ζήτημα είναι να μην υπάρξει ελληνική υπογραφή σε κείμενο που αναφέρεται ρητά στην αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας» που αποτελεί σημείο αναφοράς «μακεδονικού έθνους». Κάτι που ακυρώνει πρακτικά την οποία, όσο και καλή λύση του ονοματολογικού..
(Για όποιες απορίες ας ερωτηθεί η Βουλγαρική πλευρά, που ενώ η Σόφια έχει αναγνωρίσει από το 1992 την πΓΔΜ με το συνταγματικό όνομά της, έχει αρνηθεί να αποδεχθεί την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, θεωρώντας ότι πρόκειται περί βουλγαρικής διαλέκτου, γι'' αυτό και δεν υπάρχει «μακεδονική ταυτότητά»).
Ο κ. Κοτζιάς έχει απόλυτο δίκιο όταν ομιλεί για λύση συμβιβασμού, που θα πρέπει να κερδίσουν και οι δυο πλευρές και ότι δεν είναι η ελληνική αυτή που θα κερδίσει τα πάντα.
Όμως ούτε μια συμφωνία που θα προσφέρει προσχηματική λύση για την Ελλάδα, ενώ θα χαρίζει τον πυρήνα της διαφοράς στην άλλη πλευρά μπορεί να γίνει αποδεκτή, ούτε φυσικά συμφωνία η οποία με μελλοντικές δεσμεύσεις προς την Ελλάδα θα αρχίσει να παράγει προκαταβολικά, από τώρα, τα ωφελήματα για την πΓΔΜ.