Ανεβάζει τους τόνους απέναντι στην Άγκυρα η Αθήνα, καθώς είναι σαφής η προσπάθεια της Τουρκίας να δημιουργήσει μια νέα κανονικότητα, που οι καλόπιστοι θα προβάλλουν την εικόνα των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο επειδή το Oruc Reis παραμένει ακόμη σε τουρκικά ύδατα, ενώ από δίπλα θα ξετυλίγεται όλη η αναθεωρητική πολιτική του Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οι δηλώσεις των τελευταίων ημερών του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια είναι σε πολύ πιο έντονο ύφος, καθώς φυσικά δεν πρέπει να πέσει η Αθήνα στην παγίδα, τα «ήρεμα νερά» να αφορούν μόνο την μη αποστολή ερευνητικού εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και την μη διεξαγωγή ασκήσεων ευρείας κλίμακας, (κάτι που εξάλλου προέβλεπε το Μνημόνιο Παπούλια - Γιλμάζ) και έτσι να «ξεπλένονται» όλες οι άλλες προκλήσεις της τουρκικής πλευράς.
Η απόφαση του Ερντογάν να δώσει την εντολή στο υποτελές καθεστώς του ψευδοκράτους να ανοίξει μέρος των Βαρωσίων για εποικισμό (καθώς δεν προβλέπεται η επιστροφή των νόμιμων ιδιοκτητών άνευ όρων, υπό την διοίκηση του ΟΗΕ) αλλά και η επιλογή να τεθεί σε επίπεδο ΟΗΕ η απαίτηση για αφοπλισμό των ελληνικών νησιών, ήταν δύο κομβικά σημεία τα οποία υποχρέωσαν την Αθήνα σε σκλήρυνση της ρητορικής αλλά και σε διπλωματικές κινήσεις, που κάθε άλλο παρά είναι αρεστές στην Τουρκία.
«Κάθε σπιθαμή ελληνικού εδάφους ηπειρωτικού ή νησιωτικού και κάθε Έλληνας πολίτης έχει το ίδιο απαράγραπτο αναφαίρετο δικαίωμα στην ασφάλεια και την άμυνα», δήλωσε ο Κ. Μητσοτάκης μετά την συνάντησή του με τον Ν. Αναστασιάδη και πρόσθεσε: «Η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε ή θα παραιτηθεί από το υπέρτατο δικαίωμα της αυτοάμυνας που της αναγνωρίζει ο χάρτης των Ηνωμένων Εθνών».
Σε ό,τι αφορά στο Κυπριακό ήταν ξεκάθαρος, λέγοντας ότι «οι τουρκικές αξιώσεις για αναγνώριση ισότιμου καθεστώτος και κυριαρχικής ισότητας της παράνομης αποσχιστικής οντότητας στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπρου, καθώς και η λύση δύο χωριστών κρατών είναι απαράδεκτες» και κατηγόρησε την Τουρκία για «παραβατική λογική του δόγματος της γαλάζιας πατρίδας» και για «βαρύτατα αναθεωρητική και επιθετική λογική.
Και ο Ν. Δένδιας, μετά την ενημέρωση των εκπροσώπων των κομμάτων τόνισε ότι «πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό στην Τουρκία ότι δεν μπορεί να συμπεριφέρεται σαν να βρισκόμασταν στον 18ο ή στον 19ο αιώνα. Πρέπει να αναγνωρίσει ότι ζούμε στον 21ο αιώνα. Ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει πάψει πια να υπάρχει εδώ και 100 χρόνια. Και ότι ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας αποτελεί θεμελιώδη αρχή για τις σχέσεις μεταξύ όλων των κρατών…».
Κανείς στην Αθήνα δεν πιστεύει, ούτε οι πλέον καλόπιστοι, ότι τα «ήρεμα νερά» που έχει …προσφέρει ο κ. Ερντογάν είναι στρατηγική επιλογή ώστε να δοθεί χώρος για την προσπάθεια βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η διατήρηση του Oruc Reis εκτός ελληνικής υφαλοκρηπίδας γίνεται επειδη ο κ. Ερντογάν θέλει να αποφύγει μια σοβαρή κλιμάκωση αυτή την στιγμή, που στην Ε.Ε. οι υποστηρικτές του καταβάλουν προσπάθεια για να βρίσκεται διαρκώς σε καθεστώς ατιμωρησίας, ενώ συγχρόνως ακόμη δεν έχει βρει κώδικα επικοινωνίας με την κυβέρνηση Μπάϊντεν.
Δεν είναι τυχαίο το «κτύπημα» του Στέιτ Ντιπαρτμεντ χθες, που φρόντισε με δημόσια ανακοίνωσή του να θυμίσει την 50ή επέτειο από το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ζητώντας μάλιστα με την ίδια ανακοίνωση την επαναλειτουργία της Σχολής.
Κάτι που ο κ. Ερντογάν το έχει υποσχεθεί σε τουλάχιστον τρεις αμερικανούς προέδρους… Χθες επίσης το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επέβαλε κυρώσεις σε πρόσωπα που σχετίζονται με στρατιωτικές ισλαμιστικές οργανώσεις που δρουν υπό τον έλεγχο της Τουρκίας στην Συρία.
Ο προβληματισμός που υπάρχει και στην Αθήνα πλέον είναι τι μέλει γενέσθαι από το φθινόπωρο, καθώς θεωρείται πολύ πιθανό να υπάρξει πίεση για επανάληψη διερευνητικών συνομιλιών για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές διερευνητικές επαφές μένουν παγωμένες, καθώς εχουν προσκρούσει στην έγερση μιας μακράς ατζέντας μονομερών διεκδικήσεων της Τουρκίας, και συγχρόνως σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Αθήνα και η Λευκωσία θα πρέπει να τοποθετηθούν στο μείζον θέμα των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ Ζ. Μπορέλ στην δήλωσή του για την καταδίκη των ανακοινώσεων Ερντογάν για τα Βαρώσια, παρέπεμψε στο επόμενο Συμβούλιο Υπουργών, εφόσον η Τουρκία δεν ανακαλέσει, να μπει στο τραπέζι η συζήτηση μέτρων κατά της Τουρκίας.
Η θετική αυτή καταρχήν αναφορά, κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι προβλέπεται αυτοματοποιημένη διαδικασία. Και εφόσον η συζήτηση ξεκινήσει με τους όρους που θέλει η Γερμανία και ο κ. Μπορέλ, όπου θα προβάλλεται το γεγονός ότι ακόμη δεν ..εποικίστηκαν τα Βαρώσια και ότι ακόμη δεν επέστρεψε το Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και απολαυσαμε «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο, δεν υπάρχει λόγος για λήψη μέτρων.
Για την Λευκωσία η επιλογή είναι μονόδρομος. Οι 27 θα πρέπει να αποφασίσουν συγκεκριμένο πακέτο μέτρων και κυρώσεων τα οποία θα επιβληθούν αυτομάτως μόλις γίνει το παραμικρό βήμα στα Βαρώσια. Μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά απόφαση των 27, ώστε να γνωρίζει ο κ. Ερντογάν την επομένη το πρωί τι κυρώσεις θα επιβληθούν στην Τουρκία.
Σε μια περίοδο μάλιστα που η οικονομική κατάσταση το μόνο που δεν θα άντεχε θα ήταν μια κρίση τέτοιας διάστασης με τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της.
Για την Αθήνα είναι ίσως πιο δύσκολη η επιλογή, καθώς η Τουρκία δεν έχει στείλει ερευνητικό στην ελληνική υφαλοκρηπίδα τους τελευταίους οκτώ μήνες όμως δεν έχει αλλάξει καθόλου την στρατηγική της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων και διαρκώς προαναγγέλλει νέες έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να επιδιώξει ώστε να υπάρξει μια αντίστοιχη απειλή- προειδοποίηση της ΕΕ που θα οδηγεί χωρίς κανένα «φρένο» σε επιβολή κυρώσεων από την πρώτη στιγμή που θα εκδηλωθεί νέα πρόκληση.
Καθώς επίσης το μεγάλο αντάλλαγμα που περιμένει ο κ. Ερντογάν από την Ευρώπη είναι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει έστω και τώρα πριν η Κομισιόν προχωρήσει στην διαμόρφωση της τελικής πρότασης για την νέα Τελωνειακή Ένωση (που πλέον θα εγκρίνεται με ειδική πλειοψηφία) να επιδιώξουν να συνδεθεί με όσο πιο ειδικό τρόπο γίνεται, με τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.