Ποια είναι η σωστή διαχείριση των εθνικών θεμάτων; Ποιος προσδιορίζει το εθνικό συμφέρον και πως το προωθεί; Τι είναι εθνική στρατηγική; Έχει η Ελλάδα επίσημα θεσμικά κείμενα με προσδιορισμένα τα εθνικά συμφέροντα κι έναν οδικό χάρτη για την υποστήριξή τους; Χαρακτηρίζεται η ελληνική εξωτερική πολιτική από συνέχεια και συνέπεια; Τι θα προσέφερε η διαμόρφωση και εφαρμογή μιας εθνικής Στρατηγικής στην αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής; Τι ακριβώς είναι το Συμβούλιο Εθνικής Στρατηγικής, το οποίο σήμερα όλοι επικαλούνται χωρίς όμως να το προσδιορίζουν; Είχε η Ελλάδα Εθνική Στρατηγική στο σύγχρονο «Μακεδονικό»;
O Γιώργος Χατζηθεοφάνους ο οποίος είναι Υποστράτηγος ε.α. και Οικονομολόγος καταθέτει μια σύγχρονη πολιτική πρόταση στο δημόσιο διάλογο μέσω της δεύτερης αναθερωρημένης-συμπληρωμένης έκδοσης του βιβλίου του που τιτλοφορείται «Εθνική Στρατηγική-Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο» και απαντά στα παραπάνω ενδιαφέροντα ερωτήματα/ζητήματα. Με αφορμή τη νέα έκδοση του πονήματος του, μιλά στο liberal.gr και εξηγεί ενδελεχώς τις προσεγγίσεις του σε αυτό το άκρως ευαίσθητο για τα εθνικά μας συμφέροντα ζήτημα. Τοποθετούμενος με σύνεση και γνώση ο κ. Χατζηθεφάνους αναφέρεται και σε ζητήματα ευρείας πολιτικής. Και μιλά για τη δημοκρατία, την ενασχόληση που είχε με την πολιτική, τις επικείμενες εκλογές, για να κλείσει αυτή τη πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με έναν ειλικρινή ρεαλισμό που θέτει τον καθένα έναντι των ευθυνών του? διότι όπως λέει και ο ίδιος, οι λαοί φέρουν ευθύνη για την ιστορία τους, και αυτό πρέπει να το αντιληφθούμε όλοι σύντομα.
Συνέντευξη στον Παναγιώτη Η. Μίχο
-Στρατηγέ καλή επιτυχία για τη νέα έκδοση του βιβλίου σας. Τι σας οδήγησε στο ανανεώσετε και να ενισχύσετε την «Εθνική Στρατηγική»;
Ο αρχικός στόχος ήταν η έκδοση ενός μικρού σε όγκο βιβλίου, ευανάγνωστου, απλού και κατανοητού σε όλους τους αναγνώστες ακόμη και σε εκείνους που ποτέ δεν έτυχε να έρθουν σε επαφή με ένα τέτοιο θέμα, που αφορά στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων διότι το βιβλίο αυτό αποτελεί μια πολιτική πρόταση και ως τέτοιο απευθύνεται σε όλους τους πολίτες.
Η μεγάλη όμως κουβέντα που το βιβλίο αυτό τροφοδότησε κατά τη διάρκεια των μέχρι σήμερα ιδιαίτερα πετυχημένων παρουσιάσεων από την Αθήνα μέχρι την Κομοτηνή, των διαλέξεών μου πάνω στο ζήτημα αυτό, της αρθρογραφίας επίσης και των συνεντεύξεών μου σε τηλεόραση και ραδιόφωνο και τέλος μέσω τοποθετήσεων αναγνωστών στο διαδίκτυο, με οδήγησαν στην απόφασή μου να προβώ σε κάποιες σημαντικές παρεμβάσεις-προσθήκες στην δεύτερη έκδοση με στόχο να απαντήσω σε ερωτήματα που προέκυψαν και να δώσω σχετικές διευκρινήσεις.
Τα θέματα τα οποία τέθηκαν ως θέσεις ή ως ερωτήματα από πολιτικούς, διπλωμάτες, στρατιωτικούς, διεθνολόγους και απλούς αναγνώστες αποτέλεσαν την βασική αιτία των παρεμβάσεων-προσθηκών μου στην δεύτερη έκδοση και παρουσιάζουν πραγματικά εξαιρετικό ενδιαφέρον. Κάποιοι υποστήριξαν πως η χώρα έχει Εθνική Στρατηγική και κατά συνέπεια έχουν άδικο όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο. Κάποιοι άλλοι θεωρούν πως η φύση των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής και η σημερινή ρευστότητα στο διεθνές περιβάλλον καθιστούν αδύνατο τον μακροχρόνιο σχεδιασμό, στην καλύτερη περίπτωση θεωρούν πως είναι εξαιρετικά περιορισμένα τα περιθώρια για μακροχρόνιο σχεδιασμό, κι άρα η κουβέντα γύρω από την εθνική στρατηγική είναι ουσιαστικά ανώφελη. Μερικοί θεωρούν πως η συνέχεια και ο μακροχρόνιος σχεδιασμός μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο υπό την αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης εθνικής συνεννόησης-συναίνεσης, εκφράζοντας έτσι την διαφωνία τους με την βασική μου θέση σύμφωνα με την οποία η εθνική συναίνεση δεν μπορεί να αποτελεί προαπαιτούμενο σε θεσμικό επίπεδο για τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής. Σύμφωνα με την άποψη κάποιων άλλων η εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα δεν στερείται συνέχειας στα χρόνια της μεταπολίτευσης κι άρα δεν έχει να προσφέρει τίποτα στην κατεύθυνση αυτή η εθνική στρατηγική.
Τέλος μερικοί πιστεύουν πως δεν απαιτείται εθνική στρατηγική και πως τα εθνικά ζητήματα είναι προτιμότερο να διαχειρίζονται, όταν αυτά προκύπτουν, οι εκάστοτε πολιτικοί-διπλωμάτες οι οποίοι θα έχουν καλύτερη-επικαιροποιημένη εικόνα της κατάστασης, εννοώντας προφανώς πως ο σχεδιασμός έχει «ιστορικό» χαρακτήρα. Όλα τα παραπάνω έπρεπε να απαντηθούν.
Πέρα της ανάλυσης όλων των παραπάνω επιχείρησα επίσης στη δεύτερη έκδοση μια πιο εκτενή και εμπεριστατωμένη περιγραφή του προτεινόμενου μοντέλου διαχείρισης των εθνικών θεμάτων σε επίπεδο οργάνων μέσω της αναβάθμισης του ΚΥΣΕΑ, το οποίο θα μπορούσε να μετονομασθεί σε Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας όπως κάποιοι προτείνουν, διευκρινίζοντας ωστόσο πως το ζητούμενο δεν είναι το όνομα αλλά η αποτελεσματικότητά του. Το θεώρησα απαραίτητο διότι στην προσπάθειά μου, στην πρώτη έκδοση, να περιορίσω την έκταση του βιβλίου, το σοβαρό αυτό ζήτημα το παρουσίασα λίγο συνοπτικά με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εύλογες απορίες στους αναγνώστες.
Έκρινα επίσης σκόπιμο να αναφερθώ σε ένα σημαντικό διαχρονικό ζήτημα που βρίσκεται στην καρδιά της δημοκρατίας και αφορά στο ποιος είναι αυτός που προσδιορίζει τα εθνικά συμφέροντα και αποφασίζει για την εξωτερική πολιτική υποστήριξης-προώθησής τους στο διεθνές περιβάλλον στο πλαίσιο της δημοκρατίας. Τέλος, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, επέλεξα με βάση τα σχόλια των αναγνωστών να δώσω κάποιες εξηγήσεις-διευκρινήσεις στον προτεινόμενο τρόπο αναβάθμισης της αποτροπής στο πλαίσιο της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των τουρκικών προκλήσεων-διεκδικήσεων.
-Αυτό το θεσμικό έλλειμμα έχει κοστίσει στη χώρα σε πολλά επίπεδα· οικονομικά, πολιτικά, στην άμυνα και στην εξωτερική πολιτική. Για ποιο λόγο θεωρείτε πως οι ελληνικές κυβερνήσεις, διαχρονικά, δεν χάραξαν μια εθνική στρατηγική; Είναι ζήτημα προχειρότητας ή απλώς δε μπορούμε να κινούμαστε εντός πλαισίου;
Πέρα της άγνοιας ή στρεβλής αντίληψης γύρω από το αντικείμενο αυτό νομίζω πως δεν είναι στην κουλτούρα μας ο στρατηγικός σχεδιασμός, ενώ είναι κάτι που δεν μπορούν να δώσουν από μόνοι τους οι πολιτικοί των οποίων οι προτεραιότητες είναι εξ ορισμού βραχυπρόθεσμες κι ως εκ τούτου οτιδήποτε αναφέρεται σε μακροχρόνιο σχεδιασμό είναι εκτός της ατζέντας τους. Ο σχεδιασμός απαιτεί σκληρή δουλειά και πολύ χρόνο, και είναι εξαιρετικά απίθανο να μπει κάποιος πολιτικός στη διαδικασία αυτή για ένα έργο που ποτέ δεν θα φανεί, κι άρα δεν θα του πιστωθεί με ότι αυτό συνεπάγεται στην πολιτική, καθόσον διεξάγεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και το πλέον πιθανόν κάποιος άλλος να καρπωθεί τα οφέλη που θα προκύψουν από την εφαρμογή του στο μέλλον.
Τέλος θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η απουσία εθνικής στρατηγικής βολεύει τους πολιτικούς. «Όταν δεν ξέρεις που θέλεις να πας όποιο δρόμο και να πάρεις θα σε βγάλει στο σωστό μέρος»· είναι μια γνωστή έκφραση στο χώρο του management. Αυτό σημαίνει πως ποτέ δεν θα αξιολογηθείς στη βάση της επίτευξης συγκεκριμένων, καταγεγραμμένων σε θεσμικά κείμενα, στόχων, οι οποίοι υπάρχουν σε έναν στρατηγικό σχεδιασμό. Πέρα τούτου παρέχεται η δυνατότητα σε κάποιους, λαμβάνοντας αποφάσεις χωρίς τις δεσμεύσεις μιας εθνικής στρατηγικής, να βάζουν πολλές φορές το προσωπικό-πολιτικό-κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό. Είναι ξεκάθαρο πως δεν επιθυμούν να απεμπολήσουν αυτό το δικαίωμα-εξουσία, πέρα των όσων δημόσια λέγονται.
-Δεδομένου ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ενδιαφέρουν τον περισσότερο εν Ελλάδι κόσμο, πείτε μας, εάν η Ελλάδα είχε καταγεγραμμένη, δημόσια, επίσημη εθνική στρατηγική στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας τι διαφορετικό θα έπραττε απέναντι στον αναθεωρητή γείτονα;
Την απάντηση αυτή μπορεί κάποιος να βρει σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή του βιβλίου. Η απουσία Εθνικής Στρατηγικής, καταγεγραμμένης σε επίσημα θεσμικά κείμενα, οδήγησε τις κυβερνήσεις, των τελευταίων δεκαετιών, στην αναποτελεσματική πολιτική του κατευνασμού απέναντι σε μια αναθεωρητική Τουρκία και το μόνο που πέτυχαν ήταν η μεταφορά του προβλήματος στο αύριο και η ενθάρρυνσή της στην κατεύθυνση της αναβάθμισης των προκλήσεων στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων της.
Ακόμη και οι όποιες συμφωνίες αποκλιμάκωσης της έντασης έχουν γίνει στο παρελθόν, εμπεριέχουν στοιχεία εξυπηρέτησης των στόχων της, με παραίτησή μας από κυριαρχικά μας δικαιώματα, όπως περιορισμός των πτήσεων των πολεμικών αεροσκαφών μας εντός του Ελληνικού Εναέριου Χώρου και η απόσυρσή μας από τα Ίμια κι άλλες γκρίζες, κατά την Τουρκία, ζώνες, στο πλαίσιο της αποφυγής προκλήσεων. Τα «αυστηρά μηνύματα» και η επίκληση του δικαίου, μόνιμη επωδός της εκάστοτε ελληνικής Κυβέρνησης στις τουρκικές προκλήσεις και διεκδικήσεις, είναι ευθέως ανάλογα της εθνικής ισχνότητας και της διπλωματικής επιπολαιότητας, φυσικό επακόλουθο της απουσίας εθνικής στρατηγικής. Είναι γνωστό το απόφθεγμα του Βενιαμίν Φραγκλίνου, το οποίο αργότερα χρησιμοποίησε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ «Ifyoufailtoplanyouareplanningtofail”.
Ο μακροχρόνιος σχεδιασμός και η συνέχεια, στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων, δίνουν τη δυνατότητα εφαρμογής μιας επιθετικής εξωτερικής πολιτικής. Δίνουν τη δυνατότητα σε ένα κράτος να διαμορφώνει τις εξελίξεις κι όχι να τρέχει συνεχώς ασθμαίνοντας πίσω από αυτές, υποχρεωμένο να αντιμετωπίζει μονίμως κρίσεις, τις οποίες δρομολογεί ο «αντίπαλος» στη βάση μιας δικής του επιθετικής εξωτερικής πολιτικής για την επίτευξη των στόχων του, όπως αυτοί προκύπτουν από την εθνική του στρατηγική, που φρόντισε να διαμορφώσει. Ειδικά όμως για την αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής έχω αφιερώσει το δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου παρουσιάζω μια κατά την προσωπική μου άποψη αποτελεσματική Πολιτική Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας με αλλαγή στρατηγικού σχεδιασμού και πολιτικής βούλησης.
-Θα μπορούσε να λεχθεί ότι στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ η Ελλάδα είχε μια στρατηγική, ή ακριβέστερα ξεκάθαρη στάση επί του ζητήματος· την εθνική θέση για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό ergaomnes. Η Συμφωνία των Πρεσπών στην οποία κατέληξαν μετά από διαπραγματεύσεις Αθήνα και Σκόπια, περιείχε στοιχεία (γλώσσα-εθνότητα) για τα οποία δεν ήμασταν προετοιμασμένοι ενώ δεν είχε προηγηθεί και εσωτερική πολιτική συνεννόηση στη χώρα. Πείτε μας ένα casestudy για την εν λόγω επίλυση της διένεξης, με την υπόθεση εργασίας ότι η Ελλάδα είχε επίσημη στρατηγική.
Δεν θεωρώ πως υπήρξε εθνική στρατηγική σε καμιά φάση του προβλήματος από την εμφάνισή του μέχρι σήμερα. Υπήρξε κάποιες φορές καλή διαχείριση από συγκεκριμένους πολιτικούς και διπλωμάτες όπως το 1993 που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή η ένταξη της γείτονος στον ΟΗΕ με την Συνταγματική της ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η απουσία όμως εθνικής στρατηγικής οδήγησε αργότερα στην καταδίκη της Χώρας μας από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου προσέφυγε η πΓΔΜ για παραβίαση της ενδιάμεσης Συμφωνίας. Σας παραπέμπω στο εξαιρετικό βιβλίο του διακεκριμένου Πρέσβη ε.τ. Αλέξανδρου Μαλλιά «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία-Η αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών», ο οποίος γνωρίζει το ζήτημα όπως και τα άλλα των Βαλκανίων όσο ελάχιστοι.
Η εικόνα η δική μου για το ζήτημα αυτό είναι μια χώρα χωρίς εθνική στρατηγική, εικοσιπέντε και πλέον χρόνια μετά την εμφάνιση του προβλήματος και πάλι στο σημείο μηδέν, να τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τις εξελίξεις, χωρίς να έχει συνέλθει το ΚΥΣΕΑ, το καθ ύλην αρμόδιο όργανο σύμφωνα με την ΠΥΣ 31/2000 διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής ούτε το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) αρμόδιο, με συμβουλευτικό χαρακτήρα προς τον ΥΠΕΞ για ζητήματα στρατηγικού σχεδιασμού (ν.3132/2003), με τον Υπουργό Εξωτερικών, σε ρόλο onemanshow, να έχει διαφορετική ατζέντα από τον Υπουργό Άμυνας και δεν γνωρίζουμε αν είχε πάντα την ίδια ατζέντα με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Δεν νομίζω πως θα μπορούσε κάποιος μέσα στην εικόνα αυτή να διακρίνει Εθνική Στρατηγική.
-Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στο μαθηματικό τύπο του Αχμέτ Νταβούντογλου. Πόση σημασία έχει, πόσο επηρεάζει αυτή η συνάρτηση την πολιτική πρακτική;
Η αλήθεια είναι πως, στην πρώτη μου επαφή με τον μαθηματικό αυτό τύπο προσδιορισμού της εθνικής ισχύος, αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν να ποσοτικοποιήσουμε στοιχεία τα οποία δεν ποσοτικοποιούνται . Με μια προσεγμένη όμως ματιά, θα διαπιστώσουμε πως, μέσα από αυτόν τον μαθηματικό τύπο, η Στρατηγική Νοοτροπία, ο Στρατηγικός Σχεδιασμός και η Πολιτική Βούληση συνδέονται με το σύμβολο του πολλαπλασιασμού κι άρα λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές του αθροίσματος των Σταθερών (Γεωγραφία, ιστορία,πολιτισμός, πληθυσμός) και Δυναμικών Δεδομένων (ένοπλες δυνάμεις, οικονομία, τεχνολογία) που σημαίνει, πέρα των άλλων, πως εάν ένα εκ των τριών στοιχείων λάβει την τιμή μηδέν, μηδενίζεται όλη η ισχύς. Αντιλαμβάνεστε πως όσο ισχυρές ένοπλες δυνάμεις κι αν έχει μια χώρα όταν δεν υπάρχει πολιτική βούληση χρήσης για την υποστήριξη των ζωτικών συμφερόντων τότε η εθνική ισχύς περιορίζεται σημαντικά. Η δική μου θέση είναι πως η Ελλάδα έχει πρόβλημα στους τρεις αυτούς συντελεστές με αποτέλεσμα την απώλεια μέρους της αποτροπής που είναι το ζητούμενο για την αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής. Και φυσικά η πρότασή μου για την αναβάθμιση της αποτροπής αφορά στην αλλαγή του Στρατηγικού Σχεδιασμού και την εξασφάλιση της απαιτούμενης πολιτικής βούλησης. Στόχος πάντα η αποτροπή που σημαίνει υποστήριξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων χωρίς την προσφυγή σε πόλεμο.
-Παρεμβαίνετε συχνά στο δημόσιο βίο μέσω άρθρων, έχετε διατελέσει διοικητής της Ελληνικής Δύναμης Κοσόβου, διδάσκετε projectmanagement και Στρατηγικό-Επιχειρησιακό Σχεδιασμό στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και είστε εξωτερικός διαλέκτης στην Υψηλή Στρατηγική σε διάφορες Σχολές. Ένας αληθινός πολίτης, με βαθιά γνώση και δυναμική γνώμη. Θα σας ενδιέφερε να ασχοληθείτε με την πολιτική;
Μετά την αποστρατεία μου ασχολήθηκα με την πολιτική. Υπήρξα για δύο περίπου χρόνια (2014-2016) τομεάρχης άμυνας στο Ποτάμι και ήμουν πρώτος στη λίστα των υποψηφίων βουλευτών του ιδίου κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 στην γενέτειρά μου την Ξάνθη. Ο χώρος μου είναι το Κέντρο που κατά την άποψή μου παραμένει κενός σήμερα. Αν υπάρξει στο μέλλον κάτι που μπορώ να υποστηρίξω ίσως το επιχειρήσω ξανά.
Σε κάθε περίπτωση δεν έχω καμιά απολύτως θέση σε ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο η πολιτική είναι υπόθεση των δημαγωγών. Κι αυτό πρωτίστως αφορά τους Έλληνες πολίτες οι οποίοι κάποια στιγμή πρέπει να αντιληφθούν πως οι λαοί φέρουν ευθύνη για την ιστορία τους όπως τονίζω στο βιβλίο μου.
- Και κλείνοντας, μία ευχή για το νέο έτος, το οποίο θα είναι και εκλογικό στην Ελλάδα.
Ζούμε σε ένα επικίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη ασταθές περιβάλλον. Βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο από ένα σημείο ισορροπίας σε ένα άλλο του οποίου αγνοούμε την μορφή, το χρόνο και κυρίως τον τρόπο που θα φθάσουμε σε αυτό. Όταν το εγγύς γεωστρατηγικό περιβάλλον συνθέτουν μια αναθεωρητική Τουρκία και οι χώρες των Βαλκανίων, που πολλοί, όχι άδικα, χαρακτηρίζουν πυριδιταποθήκη της Ευρώπης, με διαχρονικό πρόβλημα τον εθνικισμό, όπου σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη σενάρια αλλαγής συνόρων, τότε ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί πως αυτή η επικίνδυνη για την παγκόσμια ειρήνη αστάθεια λαμβάνει για τη χώρα μας άλλες διαστάσεις. Την εικόνα συμπληρώνει μια Ευρώπη σε κρίση και σε αναζήτηση ταυτότητας με εμφανή, όσο κι αν θέλουμε να τα αποκρύπτουμε, στοιχεία επιστροφής του φασισμού και φυσικά την οικονομική κρίση σε εξέλιξη.
Ειδικά για τη χώρα μας θα έλεγα πως το καράβι βρίσκεται ακόμη ακυβέρνητο στα βράχια και γύρω του η θάλασσα λυσσομανάει. Μόνος δρόμος οι μεγάλες δομικές μεταρρυθμίσεις για τη δημιουργία μιας ισχυρής, σύγχρονης, βαθιά δημοκρατικής και ευρωπαϊκής χώρας ικανής να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών σε ένα κόσμο που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς. Στην κατεύθυνση αυτή άλλωστε είναι γραμμένο το βιβλίο μου, το οποίο όσοι θέλουν να διαβάσουν να μην ξεχνούν να ζητούν την δεύτερη-αναθεωρημένη έκδοση. Αναζητούνται σοβαρές πολιτικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις.
Εύχομαι όλοι οι Έλληνες ψηφοφόροι να προσέλθουν στην κάλπη χωρίς συναισθηματισμούς και επιπολαιότητα, με σύνεση, προβληματισμό και αγωνία για τον τόπο τους, σκεπτόμενοι πως εκείνη την ώρα αποφασίζουν οι ίδιοι για τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους. Πρέπει κάποια στιγμή να αντιληφθούμε όλοι τις δικές μας προσωπικές ευθύνες.Οι λαοί φέρουν ευθύνη για τη ιστορία τους.