Του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου
Ήταν Κυριακή 24 Απριλίου 2004, όταν μετά από το μνημειώδες διάγγελμα του Προέδρου Τάσου Παπαδόπουλου (Μεγάλη Τετάρτη, 7 Απριλίου), οι Ελληνοκύπριοι ψηφίζουν με ποσοστό 76% εναντίον του Σχεδίου Ανάν. Με εκείνη την πρόταση επίλυσης του τότε ΓΓ/ΟΗΕ Κόφι Ανάν, επιδιωκόταν λύση του Κυπριακού με ουσιαστική αποδοχή των τετελεσμένων που δημιούργησε η Τουρκική εισβολή το 1974 και έκτοτε η κατοχή του 40% της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κρίνεται σκόπιμο να θυμίσουμε ότι οι διεργασίες ξεκινήσαν τον Νοέμβριο 2002, με την κατάθεση ενός πρώτου Σχεδίου, με την εσπευσμένη και χωρίς μελέτη θετική ανταπόκριση του τότε Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη (ΥΠΕΞ ο Γιώργος Παπανδρέου) και την υποστήριξη από τον Πρόεδρο Κληρίδη ενώ και το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου το αποδέχθηκε αναγκαστικά ως βάση διαπραγμάτευσης παρά τα σοβαρότατα για την βιωσιμότητα της λύσης ζητήματα που ανέκυπταν.
Σήμερα 12 χρόνια μετά, αναρωτιόμαστε περισσότερο από ποτέ πόσο επίκαιρη, αλλά και αποδεκτή είναι στην Λευκωσία και στην Αθήνα η τότε βαρυσήμαντη επισήμανση του Τάσου Παπαδόπουλου «Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της…»
Το Κυπριακό είναι το εθνικό ζήτημα που απασχολεί και πολύ σωστά, αδιάλειπτα την ελληνική εξωτερική πολιτική εδώ και 60 χρόνια. Κάθε εχέφρων Έλληνας επιθυμεί την λύση του, αλλά εδώ είναι το κρίσιμο ερώτημα! Τι είδους λύση; Γιατί ξανά τόση φούρια για…οποιαδήποτε λύση και μάλιστα μέσα στο 2016 όπως συχνά-πυκνά λέγεται; Αρκετοί «αφελώς καλοπροαίρετοι» στην Ελλάδα και στην Κύπρο πιστεύουν ότι αρκεί η εκπεφρασμένη θέληση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκου Αναστασιάδη (δυστυχώς και ο ίδιος ο κ. Αναστασιάδης ενίοτε ξεχνάει ότι είναι ο διεθνώς αναγνωρισμένος Πρόεδρος) και κυρίως του κατοχικού ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιτζή για να οδηγηθούμε σε μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Παραβλέπεται όμως το πιο βασικό! Το Κυπριακό είναι θέμα εισβολής και κατοχής και οποιαδήποτε λύση περνάει από την Άγκυρα. Είναι έντονη λοιπόν η ανησυχία μας, εδώ και κάποιους μήνες μετά τους περίεργους …χαριεντισμούς Αναστασιάδη-Ακιντζή και τις πληροφορίες που λαμβάνουμε, για όλα αυτά που διαβλέπουμε ότι ακολουθούν. Με τις δηλώσεις περί «σημαντικής προόδου» καλλιεργείται αβάσιμο κλίμα αισιοδοξίας και προσδοκιών προκειμένου να γίνουν εύκολα αποδεκτές οι νέες μεθοδεύσεις. Επιπροσθέτως η ελληνική κοινή γνώμη ευρισκόμενη σε μία κρίση εσωστρέφειας και «ζαλισμένη» από την περιδίνηση λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσεως που εξακολουθεί να βιώνει, δείχνει ότι αδιαφορεί και είναι επιδεκτική στο να παραπλανηθεί.
Σοβαρό προβληματισμό όμως δημιουργεί και η εκκωφαντική σιωπή της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ιδιαίτερα του συνήθως λαλίστατου Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά. Μάλλον αυτή η σιωπή είναι μεταδοτική καθόσον και τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως σιωπούν αποφεύγοντας σαν τον διάβολο με το λιβάνι την τοποθέτηση τους (εκτός από κάποιες τετριμμένες γενικολογίες) πάνω σε αυτό το μείζον εθνικό θέμα. Ίσως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να τοποθετηθεί σύντομα και με σαφήνεια ως πρώτο βήμα του προαναγγελθέντος στο Συνέδριο της ΝΔ «Νέου Πατριωτισμού».
Η παρούσα συγκυρία είναι δυσμενής για την Ελληνική πλευρά. Στην Τουρκία ο πανίσχυρος πολιτικά Ερντογάν, με εμφανή τα γεωπολιτικά αδιέξοδα της ηγεμονικής του πολιτικής στην ευρύτερη περιφέρεια, επιζητεί εναγωνίως κάποια επιτυχία που στρέφεται στην Ελλάδα και στην Κύπρο εκμεταλλευόμενος την ομηρία της Ευρώπης από την Τουρκία στο προσφυγικό πρόβλημα. Η πίεση που ασκεί είτε η αυτή η ίδια είτε μέσω του διεθνούς παράγοντα σε συνδυασμό με ανατολίτικες κουτοπονηριές αποσκοπεί σε μία εσπευσμένη επίλυση με βάση μία παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν το οποίο όμως απορρίφθηκε από την συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων πριν ακριβώς από δώδεκα χρόνια. Και αυτό πριν προλάβει η Κύπρος να γίνει ενεργειακός παίκτης οπότε και το Κυπριακό θα μετεξελιχθεί σε τέτοιο ζήτημα που ελάχιστα η Τουρκία θα μπορεί να επηρεάσει.
Η Άγκυρα δεν υποχωρεί σε κανένα από τα βασικά θέματα (εδαφικό, συνταγματικό και αποχώρηση κατοχικών στρατευμάτων). Τα γεγονότα και η πρακτικές της Τουρκίας δεν επιτρέπουν αισιοδοξία πολύ απλά γιατί αυτή δεν θα δεχθεί λύση του Κυπριακού εάν δεν εξασφαλίζονται απολύτως οι στρατηγικοί της στόχοι που στη ουσία αποσκοπούν στον έλεγχο όλης της Κύπρου. Η Ελλαδική πολιτική ηγεσία με το να κρύβεται πίσω από το «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» έχει στην ουσία αυτοκαταργηθεί ως εγγυήτρια δύναμη. Είναι εντελώς λανθασμένη η νοοτροπία της πλειονότητας του πολιτικού κόσμου ότι θα πρέπει όπως και να έχει να τελειώνουμε με αυτό το… «αγκάθι» που λέγεται Κυπριακό.
Πρέπει λοιπόν να κερδίσουμε χρόνο και να μην δεχθούμε εκβιαστικές πρακτικές. Όσο περνάει ο χρόνος η Κύπρος θα ισχυροποιεί την θέση της σε περιφερειακό και ενεργειακό επίπεδο ενώ και η Ελλάδα με σωστή και συνεκτική στρατηγική θα μπορέσει να επαυξήσει τόσο την «μαλακή» όσο και την «σκληρή» της ισχύ προκειμένου να κάνει βέλτιστη χρήση αυτών και να εγκαταλείψει επιτέλους την πολιτική κατευνασμού που εφαρμόζει ανεπιτυχώς εδώ και χρόνια. Μία δυσμενής για τα ελληνικά συμφέροντα λύση στην Κύπρο, είναι συνδεδεμένη με όλο το φάσμα των ελλητουρκικών προβλημάτων που δημιουργούνται από την αναθεωρητική πολιτική της γειτονικής μας χώρας και αργά ή γρήγορα θα διαπιστώσουμε την αρνητική της επίδραση μα τότε θα είναι πολύ αργά.
Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική οφείλει να αντιμετωπίσει το Κυπριακό όχι μόνο ως ένα ζήτημα αλληλεγγύης προς την Κύπρο αλλά ως ένα συστατικό του τόξου αμέσων ελληνικών συμφερόντων». Ποιος το είπε? Μα ο Νίκος Κοτζιάς, ως Καθηγητής «Πολιτικών Θεωριών των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών» στο βιβλίο του «Η εξωτερική Πολιτική της Ελλάδας στον 21ο Αιώνα» (σελ. 333). Θα ευχηθούμε λοιπόν την προτεινόμενη πολιτική που περιέγραψε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος να την εφαρμόσει ως ΥΠΕΞ.