Tης Δρ. Μαρίας Χρ. Αλβανού*
Πρόσφατο περιστατικό επίθεσης με μαχαίρι από γερμανό δράστη εναντίον τεσσάρων ατόμων στον σταθμό τρένου κοντά στο Grafing προκαλεί το ενδιαφέρον σε όσους ασχολούνται με ζητήματα αντιμετώπισης τρομοκρατικών χτυπημάτων. Οι γερμανικές αρχές δεν συνδέουν- μέχρι στιγμής τουλάχιστον- με δίκτυο ισλαμιστικής τρομοκρατία την επίθεση, παρά τις ιαχές «Allahu Akbar» και «πρέπει να πεθάνετε άπιστοι». Δίδεται στη δημοσιότητα η εκτίμηση ότι ο δράστης έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα και έκανε χρήση ουσιών. Παρόλα αυτά και άσχετα με την πορεία των ερευνών στη συγκεκριμένη υπόθεση, πρόκειται για μια μορφή επίθεσης που αν υιοθετηθεί τελικά από ισλαμιστές τρομοκράτες θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα ασφάλειας.
Επιχειρησιακά αυτή η μέθοδος έχει κάνει την εμφάνιση της δυναμικά από τον Σεπτέμβρη 2015 στο Ισραήλ, όπου γίνεται λόγος για Τρίτη Ιντιφάντα. Ενώ είναι ακόμη νωρίς για μια τέτοια διαπίστωση, στη βιβλιογραφία που αρχίζει να κάνει την εμφάνιση της χρησιμοποιούνται ήδη οι όροι «stabbing Intifada» (Ιντιφάντα του μαχαιρώματος) και «Ιntifada of the individuals» (Ιντιφάντα μεμονωμένων δραστών), που προσδιορίζουν το φαινόμενο σε σχέση με την επιλογή του όπλου και τη μορφή κινητοποίησης του αυτουργού.
Η Μέση Ανατολή γενικότερα έχει αποδειχτεί πεδίο δοκιμής για τρόπους επιθέσεων (όπως για παράδειγμα οι επιθέσεις αυτοκτονίας) που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον από δράστες υπό την ομπρέλα της ισλαμιστικης τρομοκρατίας και τις ευλογίες του Ισλαμικού Κράτους. Το Παρίσι και οι Βρυξέλλες είναι τραγικά παραδείγματα. Αν σκεφτούμε ειδικά τον κίνδυνο των επιθέσεων από «lone wolves», τότε καθίσταται σαφές ότι μια καμπάνια τρομοκρατικών χτυπημάτων εμπνευσμένη από την τακτική των μαχαιρωμάτων θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στις ευρωπαϊκές αρχές ασφαλείας.
Mολονότι η τυπολογία αυτών των επιθέσεων δεν ταυτίζεται με αυτή των επιθέσεων αυτοκτονίας (καθώς ο δράστης δεν επιλέγει τον θάνατο του ως μέσο για να σκοτώσει άλλους), υπάρχουν κάποια κοινά σημεία. Ειδικότερα, επειδή πρόκειται για επιθέσεις υψηλού ρίσκου (υπό την έννοια ότι οι δράστες είναι εξαιρετικά πιθανό κατά την απόπειρα της επίθεσης ή τη διάρκεια της να πυροβοληθούν από τις αρχές ασφάλειας, κάτι που για παράδειγμα συμβαίνει στο Ισραήλ) υπάρχει και εδώ το στοιχείο του μαρτυρίου («Istishhad»), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μνήμη-αναγνώριση του αυτουργού-«μάρτυρα» στο κοινωνικό και ιδεολογικό του περιβάλλον. Ακόμη, λόγω του ότι το μαχαίρι ως όπλο δεν καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, ο δράστης μπορεί να εισχωρήσει εύκολα εκεί που επιθυμεί, να προσεγγίσει το θύμα ή τα θύματα του και να ελέγξει έτσι τον τόπο και χρόνο της επίθεσης του, ώστε να εξασφαλίσει το φονικό αποτέλεσμα με τον καλύτερο τρόπο.
Χαρακτηριστική είναι η αμεσότητα της βιαιότητας της επίθεσης και το πρακτικό πλεονέκτημα του στοιχείου του αιφνιδιασμού. Υπάρχει σε κάθε δευτερόλεπτο της επίθεσης η άμεση αίσθηση της και η επαφή με το θύμα. Ο επιτιθέμενος νιώθει τη λεπίδα να αγγίζει το δέρμα και να εισχωρεί στο σώμα του θύματος επιφέροντας το τραύμα και ακόμη τον θάνατο. Επίσης (σε αντίθεση με ένα γιλέκο σχεδιασμένο για επίθεση αυτοκτονίας) το μαχαίρι μπορεί να κρυφτεί πολύ εύκολα και κάτω από τα ρούχα- ακόμη και κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, ώστε ο δράστης να προσεγγίσει τον χώρο χωρίς να κινήσει εύκολα υποψίες. Η δυνατότητα αυτή αιφνιδιασμού σκορπά επιπρόσθετη ανασφάλεια και τρόμο, αφού ο κόσμος αισθάνεται ότι μια τέτοια επίθεση μπορεί να συμβεί σχεδόν παντού και ανά πάσα στιγμή. Ο καθένας τριγύρω θα μπορούσε να κουβαλά κρυμμένο ένα μικρό μαχαίρι και να επιφέρει χτύπημα.
Από την άποψη συλλογής πληροφοριών που θα μπορούσαν να δώσουν ενδείξεις για επικείμενη επίθεση και πάλι η κατάσταση είναι πολύ προβληματική. Εδώ δεν έχουμε ούτε την ανάγκη προμήθειας εκρηκτικών υλών, ούτε καν την ανάγκη να περιηγηθεί κάποιος στο διαδίκτυο ώστε να διαβάσει οδηγίες σχετικά με την πραγματοποίηση της επίθεσης. Αρκεί ένα μαχαίρι και η βίαιη διάθεση. Σχετικά με τη δεύτερη, τη διαμορφώνουν οι όροι της ριζοσπαστικοποίησης που ισχύουν σε κάθε περίπτωση.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι επιθέσεις αυτές ακολουθούν το μοντέλο των Σικάρις (ζηλωτών Ιουδαίων κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που επιτίθεντο με τη χρήση του εγχειριδίου «sica» που έκρυβαν στα ρούχα τους και από το οποίο και ονομαστήκαν) και των Ασσασίνων (που επίσης προέβαιναν σε τέτοιου τύπου επιθέσεις). Δεν πρόκειται λοιπόν για καινοτομία, αλλά ουσιαστικά για επιστροφή σε μια επιτυχημένη επιχειρησιακή μέθοδο που κατεξοχήν χρησιμοποιήθηκε στη Μέση Ανατολή, και μάλιστα και στη συγκεκριμένη περιοχή.
Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας απαιτεί οι αρχές και οι ειδικοί που ασχολούνται με το φαινόμενο να παρακολουθούν τις εξελίξεις παντού και να αξιολογούν την επικινδυνότητα και το πρόσφορο μιας επιχειρησιακής τακτικής που ενδέχεται να υιοθετηθεί στα πλαίσια τρομοκρατικής δράσης. Δεν έχει τόσο σημασία το πλαίσιο μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται μια μέθοδος επίθεσης (εγκληματική ενέργεια, αντάρτικο, απελευθερωτικός αγώνας, τρομοκρατία κλπ), αλλά κατά πόσον έχει φονικό αποτέλεσμα, μπορεί να διασπείρει τον φόβο και κυρίως πόσο δύσκολη είναι η αντιμετώπισης της. Η επιλογή πάντως της μορφής του τρομοκρατικού χτυπήματος είναι πάνω από όλα μια στρατηγική απόφαση που λαμβάνεται μετά από τη λήψη υπόψιν πολλών παραμέτρων από πλευράς του δράστη και ακολουθεί τη δυναμική εξελίξεων. Θα πρέπει λοιπόν οι αρχές της Δύσης να είναι έτοιμες για την εμφάνιση διαρκώς καινούργιων και διαφορετικών τακτικών επίθεσης.
* Η κα. Αλβανού είναι Εγκληματολόγος - Ειδική σε θέματα τρομοκρατίας