(Photo by Idris Okuducu/Anadolu Agency/Getty Images/Ideal Image)
Της Δρ. Μαρίας Χρ. Αλβανού
Στις 09-11-2016 έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες η 3η Διάσκεψη Υψηλού Επιπέδου του Δικτύου Ενημέρωσης για τη Ριζοσπαστικοποίηση (High –Level Conference, RAN -Radicalization Awareness Network) που φιλοξενήθηκε στο Committee of Regions, από τον Ευρωπαίο Επίτροπο Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας κ. Δημήτριο Αβραμόπουλο και τον Ευρωπαίο Επίτροπο για την Ένωση Ασφάλειας Sir Julian King. Με προσκεκλημένους ειδικούς που ασχολούνται με το φαινόμενο της ριζοσπαστικοποίησης στην Ευρώπη, παρουσιάστηκαν διάφορες πτυχές του, δίνοντας βάρος στο ζήτημα των «ξένων μαχητών».
Με αφορμή την παραπάνω διάσκεψη και όσα παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν[1], αξίζει να αναφερθούν τα παρακάτω: Υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον από τις ευρωπαϊκές αρχές ασφαλείας και τους ευρωπαίους αξιωματούχους για όσους φεύγουν από ευρωπαϊκές χώρες εθελοντικά για να συμμετέχουν σε πολέμους και συγκρούσεις και όταν επιστρέφουν μπορούν να λειτουργήσουν ως θύλακες ριζοσπαστικοποίησης και πηγή τεχνογνωσίας για μελλοντικές επιχειρήσεις τρομοκρατίας σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Το ζήτημα σχετίζεται άμεσα και χρονικά πιεστικά με προγράμματα αντιτρομοκρατικής δράσης που αναπτύσσονται στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, δεδομένου ότι επιστρέφουν στην Ευρώπη μαχητές από τις τάξεις του Daesh. Παρόλα αυτά το φαινόμενο δεν περιορίζεται στο λεγόμενο ισλαμιστικό δίκτυο της τρομοκρατίας και τους κινδύνους που αυτό εμφανίζει, αλλά για παράδειγμα υπάρχει και η περίπτωση μαχητών στην Ουκρανία, που ακόμη δεν γνωρίζουμε σε τί βαθμό θα μπορούσαν να απασχολήσουν στο μέλλον τις αρχές ασφαλείας.
Η αξιολόγηση του κινδύνου πρέπει να γίνεται ιδιαίτερα προσεκτικά και λαμβάνοντας υπόψη διάφορες παραμέτρους, μια εκ των οποίων είναι και δεν υπάρχει ακόμη σύμπλευση και ξεκάθαρο πεδίο στις ευρωπαϊκές χώρες σε επίπεδο νομοθετικής αντιμετώπισης του φαινομένου, ούτε πρακτικής αντιμετώπισής του. Τα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας της δράσης των μαχητών στο εξωτερικό δεν είναι πάντα ξεκάθαρα και δεν είναι εύκολος ο χειρισμός των σχετικών υποθέσεων από τις διωκτικές αρχές και τον δικαστικό μηχανισμό. Ειδικότερα θέματα που χρήζουν προσοχής είναι, αν όσοι επιστρέφουν ενεπλάκησαν σε πράξεις που θεωρούνται εγκλήματα πολέμου-κατά της ανθρωπότητας και πώς μπορεί να διαφυλαχθούν στοιχεία, αλλά και να διευκολυνθεί μελλοντική διαδικασία δίωξης τους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Σε σχέση με την τρομοκρατική και εξτρεμιστική βία, υφίσταται κατεξοχήν κίνδυνος σε επικοινωνιακό και σημειολογικό-συμβολικό επίπεδο που επιδρά στη ριζοσπαστικοποίηση και στρατολόγηση νέων μελών από εξτρεμιστικά και τρομοκρατικά δίκτυα. Οι μαχητές που επιστρέφουν, φέρουν την ιδιότητα του «βετεράνου», του γενναίου «μπαρουτοκαπνισμένου» ήρωα-μαχητή, μυθοποιούνται και εκλαμβάνονται ως πρότυπα από νέους που αναζητούν ηγετικές φιγούρες για έμπνευση. Έτσι, αν οι παραπάνω μαχητές είναι ενταγμένοι σε κάποια εξτρεμιστική ή τρομοκρατική οργάνωση, ο λόγος τους έχει βαρύτητα και πέραν τούτου είναι πολύ πιθανός ο μιμητισμός της συμπεριφοράς τους. Ακόμη, υπάρχει ο κίνδυνος σε επίπεδο παροχής γνώσεων, αφού όσοι επιστρέφουν έχουν γευτεί μάχη σε πραγματικές συνθήκες και μπορούν να μεταφέρουν την εμπειρία τους (και πιθανόν να την προσαρμόσουν στις συνθήκες των ευρωπαϊκών πόλεων). Δυστυχώς όλα τα παραπάνω δύνανται να δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο τις ευρωπαϊκές αρχές ασφαλείας στον χειρισμό του προβλήματος της ριζοσπαστικοποίησης στη βία.
Πέρα από τα καθαρά μέτρα ασφάλειας, προσανατολισμένα ad hoc στην πρόληψη τρομοκρατικών-εξτρεμιστικών ενεργειών, είναι ανάγκη να λειτουργήσουν προγράμματα αποριζοσπαστικοποίησης και “drop out/exit”, σχεδιασμένα για αυτούς τους ανθρώπους. Πέρα των ανωτέρω θα φανεί (και προφανώς θα πρέπει να γίνουν και σχετικές εγκληματολογικές έρευνες) τυχόν σχέση των μαχητών με την εμφάνιση και συχνότητα κοινών εγκλημάτων βίας.
Η πολεμική εμπειρία και πιθανόν η συμμετοχή σε αγριότητες, το μετατραυματικό στρες (η σύγκρουση και ο πόλεμος δεν αφήνουν ανέπαφο τον ανθρώπινο ψυχισμό) είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν γενικότερα τη συμπεριφορά και κοινωνικότητα-κοινωνική προσαρμογή τέτοιων ανθρώπων στη νέα πραγματικότητα της ειρηνικής διαβίωσης. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη να μελετηθεί και αυτή η παράμετρος, με ειδικότερη μέριμνα για τυχόν εμφάνιση συμπεριφορών που εντάσσονται σε επεισόδια ενδοοικογενειακής βίας.
Στη συνάντηση του RAN o Ευρωπαίος Επίτροπος κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος τόνισε την ανάγκη για «ολιστική προσέγγιση»[2] της ριζοσπαστικοποίησης. Είναι πραγματικά θετική η συνολική στάση της Επιτροπής που αποδεικνύει ότι η θεσμική Ευρώπη έχει κατανοήσει τη σοβαρότητα και επικινδυνότητα του προβλήματος. Καθίσταται αναγκαία η έρευνα των διαστάσεων του φαινομένου και ειδικότερα των διαφόρων σταδίων που μεσολαβούν μέχρι την είσοδο του ατόμου στον ιδεολογικό χώρο αποδοχής και διάπραξης της βίας. Υπάρχουν χρονικά σημεία στην παραπάνω διαδρομή, όπου χωρούν παρεμβάσεις και έτσι μπορεί να επιτευχθεί μεταστροφή.
Η περίπτωση των μαχητών είναι ιδιάζουσα, γιατί οι άνθρωποι αυτοί έχουν ήδη περάσει στη χρήση βίας για τους σκοπούς που τους ώθησαν να ταξιδέψουν στον τόπο πολέμου-σύγκρουσης και να λάβουν ενεργό μέρος. Αποτελεί πρόσθετη πρόκληση για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια λοιπόν να ληφθούν μέτρα ώστε μετά την επιστροφή τους οι μαχητές να μη συμμετέχουν σε ενέργειες τρομοκρατικών ή εξτρεμιστικών οργανώσεων, ούτε ως αυτουργοί βίας, ούτε ως «στρατολόγοι» νέων μελών.
*Η Δρ. Μαρία Χρ. Αλβανού είναι Εγκληματολόγος-Ειδικός σε θέματα τρομοκρατίας
[1] Η γράφουσα συμμετείχε στη διάσκεψη.
[2] Η ομιλία του Ευρωπαίου Επιτρόπου κ. Δημήτρη Αβραμόπουλου έχει αναρτηθεί στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://avramopoulos.gr/el/content/omilia-epitropoy-d-avramopoyloy-stin-3i-diaskepsi-ypsiloy-epipedoy-toy-diktyoy-enimerosis-gia-ti