του Νίκου Μελέτη
Η πρόσκληση του Προκόπη Παυλόπουλου προς τον Tayyip Erdogan να επισκεφθεί επισήμως την Ελλάδα εξηγήθηκε με την γνωστή επωδό: πρέπει να έχουμε επαφές και κανάλια επικοινωνίας, γιατί έτσι αποφεύγονται ή περιορίζονται οι εντάσεις.
Πρόκειται για μια ορθή καταρχήν θεωρητική προσέγγιση, που δεν έχει αποδειχθεί στην πράξη και σε κάθε περίπτωση δεν έχει καμία απολύτως σχέση η αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των δυο χωρών, με μια κορυφαία πράξη, την πραγματοποίηση επίσημης επίσκεψης του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, της πρώτης σε αυτό το επίπεδο μετά από 65 χρόνια.
Μια τέτοια επίσκεψη θα ήταν δικαιολογημένη και επιβεβλημένη εφόσον έχει προηγηθεί μια σκληρή διπλωματική προσπάθεια στο παρασκήνιο και στο προσκήνιο, ώστε η έλευση του κ. Erdogan στην Ελλάδα να επιστεγάσει αυτή την πρόοδο και να σηματοδοτήσει μια διαφορετική πορεία στις διμερείς σχέσεις.
Εάν δεν υπάρξουν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο απλώς θα σπαταληθεί το πιο σημαντικό διπλωματικό εργαλείο, για μια δημόσια επιβεβαίωση των εντελώς διαφορετικών θέσεων, και πιθανόν για την κλιμάκωση αντιπαραθέσεων για θέματα όπως το Αιγαίο, η Θράκη και το Κυπριακό ή και το νέο θέμα που έχει προστεθεί στις διμερείς σχέσεις, η υπόθεση των οκτώ τούρκων αξιωματικών.
Το άγχος και η αγωνία της Αθήνας για το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου είναι δεδομένη και ίσως δικαιολογημένη έχοντας απέναντι έναν απρόβλεπτο και ανεξέλεγκτο Erdogan.
Και ειδικά όταν πρόκειται για τον κ. Erdogan, μια τέτοια επίσκεψη σε μια περίοδο σχεδόν πλήρους απομόνωσής του από την Ευρώπη, πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε μια ανέξοδη για τον ίδιο επίδειξη δύναμης, προβολής του ηγεμονικού ρόλου που διεκδικεί στην περιοχή και εμπέδωσης των τουρκικών διεκδικήσεων.
Ενδεικτικό μάλιστα της (τουλάχιστον) προχειρότητας με την οποία αντιμετωπίζεται ένα μείζον ζήτημα που αφορά την εξωτερική πολιτική αλλά και την ασφάλεια της χώρας είναι ότι τώρα, και αφού έχει αποδεχθεί την πρόσκληση ο κ. Erdogan, από την Αθήνα σύμφωνα με διαρροές, υπάρχει… προβληματισμός και τίθενται... όροι που πρέπει να γίνουν σεβαστοί από τον τούρκο πρόεδρο κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα.
Αν οι όροι αυτοί αφορούν τις γνωστές θέσεις της Τουρκίας για το Αιγαίο, την Κύπρο, την Θράκη, είναι προφανές ότι γίνεται λάθος υπολογισμός, μια και ο κ. Erdogan δεν θα εγκαταλείψει φυσικά τις επίσημες θέσεις της χώρας του για να... εξασφαλίσει πρόσκληση στην Αθήνα, ούτε βεβαίως, εάν αποφασίσει να περιοδεύσει στην Θράκη μπορεί να του το απαγορεύσει η Αθήνα, η οποία δεν το έχει πράξει σε μια σειρά υπουργούς και παραγοντίσκους του τουρκικού κράτους που περιοδεύουν ανενόχλητοι στην Θράκη.
Αρκεί όμως μια πρόσκληση και μια περιοδεία του Erdogan στην Θράκη για να λειτουργήσει κατευναστικά στην τουρκική επιθετικότητα και αναθεωρητισμό;
Όσοι το πίστεψαν αυτό ας ρωτήσουν τον Κ. Καραμανλή που έδωσε το πράσινο φως το 2004 για να επισκεφθεί σχεδόν επίσημα μετά την Αθηνα ο κ. Erdogan, την Θράκη εντάσσοντας από τότε σταθερά μειονοτικό ζήτημα στην ατζέντα. Ας ρωτήσουν τον Γ. Παπανδρέου, τον Αν. Σαμαρά, αλλά και τον ίδιο τον κ. Τσίπρα, που οι επαφές τους και τα μικρότερα ή μεγαλύτερα ανοίγματα προς τον τούρκο ηγέτη, ελάχιστα αλλάξαν την κατάσταση στα ελληνοτουρκικά.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, το αντίθετο μάλιστα, για μια τέτοια επίσκεψη, οδηγεί την Αθήνα στον εξωραϊσμό θέσεων και απόψεων της Τουρκίας (ώστε να μην διαταραχθεί το κλίμα ενόψει της επίσκεψης) που δημιουργεί τον κίνδυνο για την παγίωση και την σταδιακή αποδοχή, ως de facto κατάστασης, της γενικευμένης τουρκικής αμφισβήτησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η Αθήνα αποδέχθηκε την επίσκεψη H. Cavusoglu, ο οποίος εν κρυπτώ συναντήθηκε με υπουργούς στην Αθήνα όπου επέδωσε λίστα αιτημάτων με αιχμή κυρίως τα εκπαιδευτικά, την αναγνώριση των ψευτομουφτήδων, την εκλογή διαχειριστικών επιτροπών στην Θράκη όπως απαιτούν οι ακραίοι της μειονότητας, διεύρυνση της μειονοτικής εκπαίδευσης ίδρυση παραρτήματος του Ινστιτούτου Yunus Emre (που αποτελεί τον βραχίονα της τουρκικής πολιτιστικής διπλωματίας και προπαγάνδας). Και κατόπιν περιόδευσε με τρόπο προκλητικό στην Θράκη (και ο ίδιος είναι γεννημένος στην Ροδόπη) δίνοντας κουράγιο στην «τουρκική μειονότητα λέγοντας ότι η «μητέρα πατρίδα των 80 εκατομμυρίων ανθρώπων, η Τουρκία, είναι στο πλευρό τους..». Η Αθήνα απέφυγε την οποιαδήποτε ανακοίνωση ώστε ο κ. Cavusoglu να αντιληφθεί πού βρίσκεται και ποια είναι τα όρια του.
Ακόμη και η αναφορά του κ. Παυλόπουλου εναντίον όσων αναφέρονται σε «τουρκική μειονότητα» είναι άνευ περιεχομένου όταν την ίδια στιγμή καλεί ο ίδιος στην Αθήνα τον κ. Erdogan που είναι γνωστή η θέση του για την Θράκη, αλλά και η σχέση του με αυτό που ο ίδιος ορίζει «σύνορα της καρδιάς».
Ο κ. Κοτζιάς απαντώντας σε ερώτηση βουλευτών της ΝΔ, με ανακοίνωσή του παρουσίασε με πραγματικά μελανά χρώματα τη δύσκολη περίοδο που διέρχονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον κίνδυνο ατυχήματος και για να εξηγήσει τη σκοπιμότητα της πρόσκληση Erdogan αναφέρθηκε σε δύο στοιχεία που κατά την άποψή του επιβάλλουν αυτού του είδους τις επαφές:
Ο κ. Κοτζιας ανέφερε ότι «το χρονικό διάστημα αμέσως μετά την επίσκεψή του στην Τουρκία, καταγράφηκε σαφής μείωση των τουρκικών παραβάσεων-παραβιάσεων» και ότι «το τελευταίο διάστημα, μετά τη συνάντηση Τσίπρα-Erdogan, που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο (12-15 Μαΐου 2017) με ελληνική πρωτοβουλία, έπεσαν οι τόνοι, τουλάχιστον εκ μέρους των αξιωματούχων της τουρκικής κυβέρνησης, ειδικά ως προς το θέμα της Συνθήκης της Λωζάννης. Ως γνωστόν, κατά την προαναφερθείσα συνάντηση ο τούρκος πρόεδρος συμφώνησε με την αδήριτη ανάγκη πλήρους σεβασμού της Συνθήκης της Λωζάννης. Αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι επαφές ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία είναι απαραίτητες και χρήσιμες για την αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών».
Η πραγματικότητα βεβαίως είναι αρκετά διαφορετική: σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει το ΓΕΕΘΑ την ημέρα που έφθασε στην Τουρκία, 23 Οκτωβρίου, έγιναν 37 παραβιάσεις ΕΕΧ, την ημέρα των επαφών του πράγματι δεν έγινε καμία παραβίαση όμως μετά από ένα διήμερο επανήλθαμε στην γνωστή «ρουτίνα» των δεκάδων παραβάσεων εντός FIRΑθηνών και παραβιάσεων του ΕΕΧ, αλλά και στο περιστατικό με την υπερπτήσεις ελικοπτέρου στα Ίμια και την επίσημη αμφισβήτηση συμπερίληψης της Ρόδου στον σχεδιασμό ασκήσεων.
Όσο για την Λωζάννη μόλις την Παρασκευή στην διάρκεια των εκδηλώσεων για την επέτειο του θανάτου του Κεμάλ, ο κ. Erdogan αναφέρθηκε και πάλι στον Εθνικό Όρκο με αφορμή τις εξελίξεις στην Συρία δηλώνοντας ότι «πρέπει να προστατεύσουμε το Εθνικό Συμβόλαιο» και ότι «αυτοί που βρίσκονται εκεί, είναι οι συγγενείς μας, όχι οι δικοί τους. Γι'' αυτό εμείς πρέπει να προστατέψουμε τα δικαιώματα των συγγενών μας». Δήλωση που με βάση τον Εθνικό Όρκο επιχειρεί να νομιμοποιήσει μια ενδεχόμενη παρέμβαση στην Βόρειο Συρία.
Ο Εθνικός Όρκος είναι ο τελευταίος όρκος, το Εθνικό Συμβόλαιο, που έδωσαν οι βουλευτές το 1920 για τα εδάφη που θα πρέπει να κρατηθούν στην τουρκική επικράτεια μετά τον «απελευθερωτικό αγώνα» και αυτά τα εδάφη περιλάμβαναν το Κιρκούκ, την Μοσούλη, την Δυτική Θράκη, την Κύπρο, το Μπακού…
Επανερχόμενος στη γνωστή θέση του για την Λωζάννη ασκώντας ουσιαστικά κριτική στον ίδιο τον Κεμάλ, τη μνήμη του οποίου τιμούσε, ο Erdogan δήλωσε ότι «αναγκάσθηκε η Τουρκία να αποδεχθεί την Συνθήκη τη Λωζάννης πηγαίνοντας πίσω από τα σύνορα του Εθνικού Όρκου, ότι ήταν μια Συνθήκη που είχε και οφέλη αλλά και απώλειες και αφού απέδωσε τα προβλήματα στα νοτιοανατολικά σύνορα στις «υποχωρήσεις που έγιναν με την Συνθήκη της Λωζάννης», απηύθυνε προειδοποιήσεις: «Υπάρχει κάτι που δεν μπορούν να δουν. Η σημερινή Τουρκία δεν είναι η ίδια με την Τουρκία του χθες. Εμείς θα καταστρέψουμε αυτό το περίπλοκο σύστημα με την υποστήριξη του λαού και την βοήθεια του θεού..»
Η επίσκεψη Erdogan εφόσον πραγματοποιηθεί, δεν πρέπει να αποτύχει. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να γίνει εάν δεν δούμε κατάματα τις «αλήθειες» των ελληνοτουρκικών σχέσεων και εάν εκλαμβάνουμε τις επιθυμίες μας ως πραγματικότητα.