Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι, για να αποτραπεί μια οδυνηρή ήττα απαιτείται συνδυασμός χαρισματικής ηγεσίας, κατάλληλης τακτικής, πατριωτισμός, αλλά κυρίως αυτό που είναι γνωστό ως ηθικό ή θέληση, που είναι τα βασικά συστατικά, με τα οποία θα αντιμετωπίσει ο λαός τον αντίπαλο, όσο ισχυρός και δόλιος είναι.
Το κέντρο βάρους της ελληνικής κοινωνίας στην αντιπαλότητα με την ονοματολογία του κρατιδίου στα βόρεια σύνορά μας, είναι η θέληση για συνέχιση του αγώνα για την αποφυγή οικειοποίησης της ιστορίας μας από αλλοεθνείς κατοίκους στην περιοχή της Μακεδονίας. Είναι το κέντρο όλης της δύναμης από την οποία εξαρτώνται τα πάντα. Έχουμε μάθει πολύ καλά στην εξέλιξη της εικοσιπενταετούς διαμάχης ότι το μικρό εξαρτάται πάντα από το μεγάλο, το δευτερεύον από το σημαντικό και το συμπτωματικό από το ουσιώδες. Άραγε μας έγινε μάθημα; Είναι χαρακτηριστικό διότι, είναι η ικανότητα από την οποία αντλούνται δυνάμεις ώστε να υπάρχει ελευθερία δράσης ή θέλησης για τη συνέχιση του αγώνα.
Ενώ ο ορισμός του κέντρου βάρους είναι αρκετά σαφής, η υπεράσπισή του είναι δύσκολη υπόθεση. Διότι σε μια εθνική υπόθεση, το κέντρο βάρους διαμορφώνεται καταλυτικά από το πρόσωπο του ηγέτη και από τη κοινή γνώμη. Και επειδή σήμερα, έχουμε δυσκολία στην ανεύρεση του καταλλήλου ηγέτη, για αυτό το λόγο, όλα τα πολιτικά κόμματα πρέπει να δείξουν εθνική συναίνεση.
Από την πλευρά των «αντιπάλων», η πίεση θα ασκηθεί επαναλαμβανόμενα με επιμονή προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι ξεκάθαρες οι προθέσεις τους, αποκαλύφθηκαν πλέον ότι κτυπούν το κέντρο βάρους της ελληνικής κοινωνίας με μεθόδους προπαγάνδας για να επηρεάσουν την κοινωνική συνοχή, που αφού την κατακερματίσουν επενδύουν στον φόβο του ελληνικού λαού, που σκοπό έχουν να τον μετατρέψουν σε άβουλα πλάσματα ώστε να τον ελέγχουν.
Όπως το κυνηγητό των μαγισσών έτσι και η ονοματολογία του τεχνητού, κατά τα άλλα κρατιδίου, στα βόρεια σύνορά μας παρουσιάζει μια εντυπωσιακή συμπεριφορά των δήθεν μύθων που είναι μελαγχολικά δείγματα της υστερίας που σε μια εποχή έκλυσης των ηθών και του πατριωτισμού μπορεί να αποκλείσει από τη πολιτική ζωή και το πνεύμα και το ήθος αλλά κυρίως τα γεωπολιτικά ερείσματα. Δηλαδή μια συμπεριφορά που προσπαθεί να ασκήσει συναισθηματική απήχηση στον πληθυσμό των χωρών, επειδή δεν αντιλαμβάνονται τα γεωπολιτικά επιχειρήματα.
Το ερώτημα είναι, αν χρειάζεται στην εθνική μας πολιτική ασφαλείας την παρουσία αυτού του κράτους, ως κράτος μαξιλάρι (Buffer state). Το σίγουρο είναι ότι οι ΗΠΑ και οι Δυτικοί επιθυμούν διακαώς την είσοδο του κρατιδίου στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ με οποιοδήποτε όνομα, με σκοπό να αναχαιτιστεί η Ρωσική επιρροή. Το επίσης σίγουρο είναι ότι αυτή η Κεντροβαλκανική Δημοκρατία με πρωτεύουσα τα Σκόπια, δεν έχει καμιά ιστορική σχέση με τη Μακεδονία. Ο λόγος τους δεν είναι μυστηριώδης. Η μπούρδα του «Μακεδονισμού» είναι το μόνο συναίσθημα με πάνδημο απήχηση. Εξ άλλου είναι φανερό ότι μόνο ένας μύθος δεν χρειάζεται συζήτηση. Και αυτός ο μύθος συντηρείται στη Σλαβική Δημοκρατία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ρόλος των πολιτικών μας ταγών, σε αυτό το κορυφαίο σημείο της «επίθεσης», είναι να μετατρέψουν τους ανθρώπους της κοινωνίας που ηγούνται σε ενιαία ομάδα με σκοπό να αντιμετωπίσει με γενναιότητα τις εχθρικές επιθέσεις όσο σκληρές και αν είναι, να υπομείνει τις αναγκαστικές δοκιμασίες και να αποτρέψει την απογοήτευση. Αυτή είναι μεταφορικά και η κεντρική ουσία της κοινωνικής συνοχής.
Διαφορετικοί άνθρωποι με ανόμοια κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα με ποικίλο μορφωτικό επίπεδο, αναμένεται να συστήσουν όχι μια συλλογή ατόμων, αλλά μια ομάδα μέσα στην οποία ο καθένας αγωνίζεται για την επιβίωση του συνόλου της κοινωνίας. Το σύνολο της κοινωνίας που λαμβάνει μέρος σε αυτή τη διαμάχη διαμορφώνει τον κοινωνικό χαρακτήρα αυτού του πολέμου, αφού κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί σε ένα έθνος το δικαίωμα να αγωνιστεί με όλες τις δυνάμεις του για το συμφέρον του.
Ας αναλογιστούμε πρώτα, σε ποιο βαθμό η εν λόγω συζήτηση περί της ύπαρξης του κρατιδίου στα βόρεια σύνορά μας που μας αναστατώνει, είναι εμποτισμένη με θέματα εξουσίας, με πολιτική, με δικαιοσύνη, με ηθική, και με ευθύνη. Στη συνέχεια με νηφαλιότητα μπορούμε να εξετάσουμε τις πτυχές σύμφωνα με τις παραδοσιακές ανησυχίες με τη διεθνή ασφάλεια.
Ελπίζω να μπορέσουμε να «θεωρητικοποιήσουμε την ασφάλεια» και να δημιουργηθεί μια συζήτηση ανάμεσα σε ρεαλισμό και κριτική ορθολογιστικής προσεγγίσεως σε τέτοια σημαντικά θέματα.
*Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύρχος ε.α. ΠΝ.