Του Κώστα Υφαντή*
Το 2005 η Βόρεια Κορέα ανακοινώνει ότι έχει πυρηνικά όπλα. Τον Οκτώβριο του 2006 το καθεστώς πραγματοποιεί την πρώτη υπόγεια δοκιμή με βόμβα ισχύος ενός κιλοτόνου. Για δέκα χρόνια οι δοκιμές διαδέχονται η μία την άλλη. Τον Ιούλιο του 2017 ανακοινώνει επιτυχημένη εκτόξευση διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου, ενώ στις 29 Αυγούστου εκτοξεύει πύραυλο πάνω από την Ιαπωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου πραγματοποιείται η έκτη υπόγεια πυρηνική δοκιμή, με βόμβα η ισχύς της οποίας εκτιμάται σε περισσότερους από εκατό κιλοτόνους. Επιπλέον, διακηρύσσει ότι έχει καταφέρει την σμίκρυνση του όπλου έτσι ώστε να μπορεί να προσαρμοστεί στην κεφαλή του πυραύλου. Χωρίς αμφιβολία είναι το τέλος του δρόμου που βρίσκει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που στη διάρκεια εφτά δεκαετιών δεν έχει παράξει τίποτε άλλο από μιζέρια, φόβο, πείνα και θάνατο, με την ικανότητα να καταστρέψει εκατομμύρια ζωές.
Πλέον, το καθεστώς της Πιονγιάνγκ μπορεί αξιόπιστα να απειλήσει τις ΗΠΑ και στους συμμάχους τους στην Ανατολική Ασία. Η Ουάσιγκτον, το Τόκιο, η Σεούλ και το Πεκίνο καλούνται να μάθουν να ζουν με το πυρηνικό οπλοστάσιο και την πυραυλική τεχνολογία της Βόρειας Κορέας και να διαχειριστούν μια απειλή που δεν θυμίζει σχεδόν καθόλου τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Βόρεια Κορέα δεν μοιάζει στην Σοβιετική Ένωση ή την ψυχροπολεμική Κίνα. Και οι δύο επεδίωκαν παράλληλα με την διατήρηση της ισορροπίας ισχύος και την διατήρηση λειτουργικών σχέσεων με τις ΗΠΑ. Οι επαφές ήταν πυκνές σε όλα τα επίπεδα και οι συζητήσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών δεν σταμάτησαν σχεδόν καθόλου από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Πολύ σύντομα, Ουάσιγκτον, Μόσχα και Πεκίνο κατέκτησαν μία στρατηγική ορθολογικότητα που εξασφάλισε υψηλού επιπέδου σταθερότητα, έστω και αν θεμελιώθηκε στην «ισορροπία του τρόμου».
Στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πρόκειται για μία σχεδόν απόλυτα απομονωμένη χώρα, η οποία μοιράζεται την χερσόνησο με ένα άλλο απείρως πλουσιότερο και απόλυτα νομιμοποιημένο Κορεατικό κράτος. Πάνω από όλα, είναι αυτή η πραγματικότητα που οξύνει την ανασφάλεια σε επίπεδα παράνοιας και που σπρώχνει την Πιονγιάνγκ στην απόκτηση όπλων μαζικής καταστροφής. Για το καθεστώς Κιμ, ένα στρατηγικό πυρηνικό οπλοστάσιο δεν το εξασφαλίζει απλώς έναντι μιας ενδεχόμενης αμερικανικής επιθετικής ενέργειας. Πέρα από αυτό, με το να απειλεί τις ΗΠΑ θεωρεί ότι μπορεί πιο εύκολα να απομονώσει και εν τέλει να «φιλανδοποιήσει» την Σεούλ. Αυτή η «λογική» αποκαλύπτει ότι πέρα από τυχόν παραχωρήσεις και υποχωρήσεις που θα έκανε η διεθνής κοινότητα απέναντι σε μια πυρηνική πλέον Βόρεια Κορέα, η Πιονγιάνγκ δεν έχει κανένα συμφέρον να σταματήσει τις στρατηγικές προκλήσεις. Θεωρεί ότι η συνέχιση τους της προσφέρει και θα της προσφέρει το πολιτικό βάρος που αναζητά έναντι όλων στην περιοχή.
Τι επιλογές έχει η Ουάσιγκτον και η διεθνής κοινότητα; Προφανώς και δεν υπάρχει στρατιωτική απάντηση. Η εποχή που μια ενδεχόμενη στρατιωτική ενέργεια θα είχε αποτέλεσμα μάλλον τελείωσε. Οι κυρώσεις είναι ο μόνος δρόμος και παρά το γεγονός ότι η εμπειρία του παρελθόντος είναι απογοητευτική είναι και ο καταλληλότερος. Η επόμενη πρόκληση από πλευράς Πιονγιάνγκ είναι δεδομένη. Το «επαναστατικό» καθεστώς στο Βορρά δεν μπορεί να ανεχθεί την υπεροχή του Νότου. Η ανάγκη ηγεμονίας σε όλη την χερσόνησο μέσω της απειλής πυρηνικού ολοκαυτώματος είναι τέτοια που μόνο η προοπτική της χρεωκοπίας και η συνακόλουθη εσωτερική αποσταθεροποίηση μπορεί να να φέρει αποτέλεσμα. Χρειάζεται υπομονή και αποφασιστικότητα. Οι ΗΠΑ πρέπει από τη μία να επιβεβαιώσουν την απόλυτη αμερικανική εγγύηση της ασφάλειας της Νοτίου Κορέας και της Ιαπωνίας και από την άλλη να πείσουν Σεούλ και Τόκιο ότι ένας κατευναστικός συμβιβασμός τώρα με το καθεστώς Κιμ δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.
Οι κυρώσεις πρέπει να είναι πολύ σκληρές. Και η Κίνα είναι το κλειδί. Όσες και όσοι επισείουν το κίνδυνο ένος οικονομικού πολέμου με το Πεκίνο ως αποτέλεσμα ακόμη πιο σκληρών κυρώσεων μάλλον βιάζονται. Η Κίνα δεν έχει κανένα συμφέρον να συνεχίσει να είναι η φιάλη οξυγόνου της Πιονγιάνγκ. Η στοχοποίηση Κινεζικών τραπεζών, επιχειρήσεων αλλά και ατόμων που ξεπλένουν χρήμα στο Βορρά είναι απαραίτητη και έχει γίνει και στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν χωρίς το Πεκίνο να αντιδράσει. Και γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι αλλά και γιατί έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάδυση της Κίνας σε ηγεμονεύουσα περιφερειακή δύναμη δεν είναι η αμερικανική παρουσία αλλά η Βόρεια Κορέα.
Η κινεζική περιφερειακή ηγεμονία προφανώς και απαιτεί την αμερικανική αποχώρηση αλλά η απειλή που αντιπροσωπεύει το καθεστώς Κιμ για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Φέρνει την Ουάσιγκτον πιο βαθιά στην περιοχή και αναζωογονεί το αμερικανικό σύστημα συμμαχιών και αναβαθμίζει την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα στα μάτια της Σεούλ και του Τόκιο. Υπάρχουν πλέον αρκετοί στην Κίνα που αμφιβάλλουν για την αξία της Βόρειας Κορέας ανάχωμα απέναντι στις ΗΠΑ και κυρίως απέναντι στην Νότια Κορέα και την Ιαπωνία και θεωρούν ότι το καθεστώς Κιμ με την στρατηγική των προκλήσεων που ακολουθεί όχι μόνο κρατά τις ΗΠΑ ως προστάτη και πάτρωνα στην περιοχή αλλά και νομιμοποιεί συζητήσεις στη Σεούλ και στο Τόκιο για την απόκτηση πυρηνικών όπλων από τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία.
Μια τέτοια εξέλιξη θα περιορίσει αν όχι ακυρώσει τις περιφερειακές φιλοδοξίες της Κίνας βυθίζοντας την περιοχή σε ένα ασιατικό ψυχρό πόλεμο με τις ΗΠΑ στο ρόλο του απόλυτου ρυθμιστή. Ένα στρατηγικό σύστημα «ισορροπίας του τρόμου» δεν θα ικανοποιεί κανέναν αλλά θα είναι μία κατάσταση από την οποία ο μεγαλύτερος χαμένος θα είναι οι Κινεζικές φιλοδοξίες και αυτό θα προσφέρει ένα σημαντικό πλεονέκτημα στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της αλλά και σε άλλες δυνάμεις στην ευρύτερη περιοχή (βλ. Ινδία).
Το στρατηγικό πρόβλημα-δίλημμα για την Κίνα είναι λοιπόν μεγαλύτερο απ' ότι για τις ΗΠΑ. Ένας πραγματικά ασφυκτικός γύρος κυρώσεων μπορεί να οδηγήσει το καθεστώς Κιμ σε κατάρρευση, σε μία αποσταθεροποιητική στρατιωτική σύγκρουση στα σύνορά της και σε μία μείζονα προσφυγική κρίση στις οικονομικά υπανάπτυκτες βορειοανατολικές επαρχίες της. Η επιβίωση του καθεστώτος από την άλλη σημαίνει διαιώνιση και όξυνση της σημερινής κατάστασης και στρατηγικό εγκλωβισμό του Πεκίνου. Ο τρίτος δρόμος είναι η επίτευξη μιας διπλωματικής λύσης που θα επιτρέπει την επιβίωση του καθεστώτος αλλά θα ακυρώνει την απειλή που αυτό εκπροσωπεί. Δεν έχει υπάρξει καμία επαφή σε υψηλό επίπεδο μεταξύ Πεκίνου και Πιονγιάνγκ εδώ και δύο χρόνια. Για το Πεκίνο τα περιθώρια είναι στενά.
*Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης ενώ το 2016 ήταν και επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σεούλ.