(Φωτ. Επαναπροώθηση προσφύγων και μεταναστών από το λιμάνι της Μυτιλήνης στο Δικελί της Τουρκίας την Δευτέρα 4 Απριλίου 2016. Πηγή: Eurokinissi)
Με παλιά εργαλεία, προσπαθούν οι Βρυξέλλες και η Αθήνα να αντιμετωπίσουν το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται στις σχέσεις με την Τουρκία, η οποία στην νέα φάση που έχει εισέλθει γίνεται όλο και λιγότερο συμβατή με τις ευρωπαϊκές αξίες, όλο και πιο προβληματική ως εταίρος, όλο και πιο αναξιόπιστη ως σύμμαχος, διεκδικώντας με ωμούς εκβιασμούς να επιβάλλει μια αλά καρτ σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Τ. Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε την σπουδή των πρώην συμμάχων του, του κινήματος του Φετουλαχ Γκιουλεν, να περιορίσουν ακόμη και με στρατιωτικά μέσα την προσωπική απόλυτη εξουσία που επιχειρεί να επιβάλλει στην Τουρκία, και τελικά πέτυχε να εγκλωβίσει την τουρκική κοινωνία και τις πολιτικές δυνάμεις στην παγίδα που από την αρχή είχε στήσει: στην υποχρεωτική συμπαράταξη του τουρκικού λαού πίσω από την δική του, μοναδική «νομιμότητα».
Κάθε αντίθετη φωνή, είναι σύμμαχος των εχθρών του «ενός Έθνους, της μιας Σημαίας» (και φυσικά του ενός Ηγέτη). Και έτσι μέσα από το «βολικό» πραξικόπημα ο Ερντογάν πέτυχε να επιβάλλει ντε φάκτο αυτό που ο τούρκικος λαός του είχε αρνηθεί: την επιβολή έστω και ατύπως του προσωποπαγούς Προεδρικού συστήματος, όπου ο ίδιος είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της Τουρκίας στα πρότυπα των γνωστών μεσανατολικών και βορειοαφρικανικών αυταρχικών καθεστώτων, τα περισσότερα εκ των οποίων κατέρρευσαν στην διάρκεια της «Αραβικής Άνοιξης».
Απέναντι σε αυτή την Τουρκία, μια σαστισμένη Ευρώπη και μια φοβισμένη Ελλάδα προσπαθούν να εξευμενίσουν τον Ερντογάν ώστε να μην ενεργοποιήσει το μοναδικό όπλο που διαθέτει: την απελευθέρωση των μεταναστευτικών ροών…
(φωτ. Συνάντηση του προέδρου της Ε.Ε., Ντόναλντ Τουσκ, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, με τον πρώην πρωθυπουργό της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου στα πλαίσια της Συνόδου Κορυφής για το προσφυγικό στις Βρυξέλλες, την Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016. Πηγή: Eurokinissi)
Η Ε.Ε. και η Ελλάδα επιχειρούν να απαντήσουν σε αυτό το εκβιαστικό δίλημμα που προβάλλει ο Ερντογάν, με τα γνωστά εργαλεία που πλέον έχουν αμελητέα σημασία για την Τουρκία. Η συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων έχει μόνο μικρή συμβολική σημασία για την Τουρκία καθώς είναι σαφές ότι η χώρα αυτή δεν έχει θέση στην Ε.Ε., και ότι ακόμη κι αν επιχειρηθεί η ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν πρόκειται να εγκρίνουν την ένταξή της στην Ε.Ε.
Ο Ερντογάν πιέζει ασφυκτικά για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των θεωρήσεων των τούρκων πολιτών για την είσοδο τους στην Ε.Ε. Όμως ακόμη κι αν εκπληρωθούν τα 72 κριτήρια που έχουν τεθεί από την Κομισιόν, είναι επίσης σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει ούτε να εφαρμοστεί μια τέτοια συμφωνία. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν με πρόσχημα την απόπειρα πραξικοπήματος η Άγκυρα απορρίπτει κάθε συζήτηση για αλλαγή του αντιτρομοκρατικού νόμου, που αποτελεί μια από τις τελευταίες εκκρεμότητες.
Με την συμφωνία αυτή ο Ερντογάν θέλει να θέσει σε μόνιμη ομηρία την Ε.Ε., καθώς πλέον δεν θα είναι τα δυο εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες με τους οποίους θα απειλεί την Ευρώπη, αλλά το «όπλο» του θα είναι τα 75 εκατομμύρια Τούρκοι πολίτες που χωρίς διατυπώσεις θα μπορούν να φθάνουν σε κάθε χώρα μέλος της Ε.Ε.
Ο στόχος του Ερντογάν είναι να εξασφαλίσει «ευρωπαϊκό διαβατήριο» για εκατομμύρια υπηκόους της προσωπικής «αυτοκρατορίας» που στήνει, χωρίς να αναλάβει την οποιαδήποτε υποχρέωση και δέσμευση, πέραν της ευκαιριακής συμβολής του στην ανάσχεση του μεταναστευτικού.
Όμως η αναγνώριση του Ερντογάν ως ρυθμιστή των μεταναστευτικών ροών αποτελεί μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη για την Ευρώπη και για την Ελλάδα. Κανείς δεν γνωρίζει εάν μετά από μερικούς μήνες ο κ. Ερντογάν δεν απαιτήσει και άλλα ανταλλάγματα για την συγκράτηση των προσφυγικών ροών. Εάν για παράδειγμα, απαιτήσει την επισημοποίηση όσων το κεμαλικό κατεστημένο, που αποτελεί πλέον τον σύμμαχο του στο εσωτερικό, έχει προσπαθήσει να επιβάλλει στο πλαίσιο της Νατοϊκής Αποστολής στο Αιγαίο, και αφορούν τις σημαντικότερες διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος της χώρας μας.
Το ερώτημα δηλαδή πού τίθεται είναι μέχρι που μπορεί να υποχωρήσει η Ε.Ε. αλλά και η Αθήνα, προσδοκώντας ότι ο Τ. Ερντογάν δεν θα ανοίξει την στρόφιγγα των μεταναστευτικών ροών.
Αφού λοιπόν τα παλιά εργαλεία αποδεικνύονται ανενεργά, Βρυξέλλες και Αθήνα οφείλουν να αναζητήσουν νέες πολιτικές έναντι της Τουρκίας.
(Φωτ. Άφιξη προσφύγων και μεταναστών στο λιμάνι του Πειραιά. Πηγή: Eurokinissi)
Με ένα συγκυριακό φαινόμενο, αυτό της μετακίνησης των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη, η Τουρκία δεν μπορεί να διεκδικεί μακροπρόθεσμα ανταλλάγματα και μονομερή επιβολή της μορφής της σχέσης που η ίδια επιλέγει να έχει με την Ευρώπη.
Έτσι η Ε.Ε. είτε θα επιλέξει να διαμορφώσει μια συνολική μεταναστευτική πολιτική που δεν θα είναι επικεντρωμένη και στηριγμένη αποκλειστικά στις διαθέσεις της Τουρκίας (όπως έσπευσε τώρα να κάνει η Ε.Ε., υπό την πίεση της κ. Μέρκελ, που ήθελε άμεσα αποτελέσματα) αλλά θα προβλέπει συντεταγμένη μετακίνηση και ενσωμάτωση προσφύγων και μεταναστών στις Ευρωπαϊκές χώρες και σοβαρά αντικίνητρα για όσους ανεξέλεγκτα επιχειρούν να φθάσουν στο ευρωπαϊκό έδαφος, είτε θα υποχρεωθεί να φυλάξει αποτελεσματικά τα σύνορα της…
Στο νέο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί δεν μπορεί φυσικά να αποκλεισθεί ο γενικός επαναπροσδιορισμός των ευρωτουρκικών σχέσεων, όπου η Τουρκία έναντι συγκεκριμένων οικονομικών ανταλλαγμάτων και πολιτική στήριξη του καθεστώτος Ερντογάν, θα αναλάβει την μόνιμη φιλοξενία προσφύγων και μεταναστών από την Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, με την Τουρκία έτσι να αποτελεί ανάχωμα «ασφαλείας» για την Ευρώπη έναντι απειλών για τις οποίες όμως θα συνεχίσει να διαθέτει και άλλες, έστω και δύσκολες, ύστατες εναλλακτικές επιλογές…
Για την Ελλάδα ο κίνδυνος πλέον είναι, ο Ταγίπ Ερντογάν με την απειλή αποστολής στα νησιά μερικών χιλιάδων μεταναστών, και ενώ η Βαλκανική Διαδρομή θα παραμένει ερμητικά κλειστή, να επιτύχει όσα δεν μπόρεσε να κατορθώσει το στρατιωτικό κεμαλικό κατεστημένο της Τουρκίας τα τελευταία σαράντα χρόνια: να δορυφοροιοποιήσει δηλαδή την Ελλάδα, της οποίας η αποτρεπτική ισχύς έχει συρρικνωθεί λόγω των Μνημονίων και της «διεθνιστικής» προσέγγισης της εξωτερικής πολιτικής από τον ΣΥΡΙΖΑ.