Του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου*
Πριν ακριβώς από 20 χρόνια, την 8η Ιουλίου 1997 στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Μαδρίτη και μετά από πολύμηνες και έντονες παρασκηνιακές πιέσεις της τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ κ. Madeleine Albright, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Κώστας Σημίτης με τον Πρόεδρο της Τουρκίας κ. Suleyman Demirel συμφωνούν σε ένα «Κείμενο Αρχών» με σκοπό την αποφυγή εντάσεων στο Αιγαίο και την απομάκρυνση του κινδύνου στρατιωτικής εμπλοκής Ελλάδος-Τουρκίας. Το συμφωνηθέν αυτό κείμενο ονομάσθηκε όπως πλέον όλοι το γνωρίζουμε «Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης».
Πως φθάσαμε όμως στο περίφημο πλέον «Ανακοινωθέν της Μαδρίτης» και τι τελικά σήμαινε για την Ελλάδα και την Τουρκία; Ήταν τελικά μία δεσμευτική συμφωνία με νομική ισχύ και πως διαμόρφωσε την εξέλιξη των Ε/Τ σχέσεων μέχρι σήμερα 20 χρόνια μετά; Με την μέγιστη δυνατή νηφαλιότητα θα επιχειρηθεί να δοθούν στον αναγνώστη ξεκάθαρες απαντήσεις.
Με την κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο 1996, αρέσει ή όχι, η Τουρκία «σφράγισε το γκριζάρισμα» του Αιγαίου αμφισβητώντας την κατοχυρωμένη με διεθνείς συνθήκες Ελληνική κυριαρχία σε ένα μεγάλο αριθμό μικρονησίδων και βραχονησίδων. Μετά τον αποτυχημένο χειρισμό της εν λόγω κρίσης από την Κυβέρνηση Σημίτη και τις αδόκιμες ευχαριστίες του στο Κοινοβούλιο προς τις ΗΠΑ, ο τότε Πρωθυπουργός με την σύμφωνη γνώμη του ΥΠΕΞ κ. Θεόδωρου Πάγκαλου αποφασίζει να αλλάξει την πολιτική αντιμετώπισης του τουρκικού αναθεωρητισμού και θέτει ως προτεραιότητα τον κατευνασμό και την… «την εξημέρωση του θηρίου».
Ταυτόχρονα ο Αμερικανικός παράγοντας καθοδηγούμενος από τα συμφέροντα του και μόνο, αδιαφορώντας για το «ποιος έχει δίκαιο και ποιος όχι», παρεμβαίνοντας και προς τις δύο χώρες αλλά κυρίως προς την Ελλάδα, προσπαθεί να τις βάλει σε μία διαδικασία προσέγγισης με σκοπό την αποφυγή θερμού επεισοδίου που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε στρατιωτική σύρραξη με ότι αυτό σημαίνει για το ΝΑΤΟ. Όλα τα παραπάνω βέβαια ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενα και από την ΕΕ η οποία εναγωνίως επιζητούσε το ξεμπλοκάρισμα λόγω ελληνικής άρνησης της χρηματοδότησης της Τουρκίας. Το βασικό όμως ερώτημα ήταν αν η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει τον μέγιστο δυνατό έλεγχο αυτής της διαδικασίας και αν θα μπορούσε να αποφύγει τις «επικίνδυνους ατραπούς» ενός πολιτικού διαλόγου πάνω σε αυτό που ονομάζεται κάκιστα «ελληνοτουρκικές διαφορές» καθόσον στην πραγματικότητα είναι τουρκικές διεκδικήσεις.
Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας και αφού είχε συγκροτηθεί η «Επιτροπή Σοφών» που θα συζητούσε τα εκκρεμή θέματα(?) φθάνουμε στο «Ανακοινωθέν της Μαδρίτης». Το προσχέδιο αυτού του κειμένου Αρχών είχε συνταχθεί από το Αμερικανικό ΥΠΕΞ και η τελική διαμόρφωση του έγινε από τον Έλληνα ΥΠΕΞ κ. Θεόδωρο Πάγκαλο (κατ' άλλους από τον τότε Αναπληρωτή ΥΠΕΞ κ. Παπανδρέου) και τον Τούρκο ομόλογο του κ. Ismael Cem. Οι έξι Αρχές στις οποίες οι δύο χώρες θα έπρεπε να βασιστούν για να προωθήσουν τις διμερείς τους σχέσεις είναι:
- Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
- Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας.
- Σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών.
- Σεβασμό στα θεμιτά , ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους.
- Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση, και
- Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας».
Επρόκειτο για ένα γενικόλογο, διπλωματικής έκφρασης κείμενο με ευχολόγια το οποίο όμως επιδεχόταν στα κρίσιμα σημεία του περισσότερες της μίας ερμηνείας. Ο Καθηγητής κ. Άγγελος Συρίγος στο βιβλίο του Ελληνοτουρκικές Σχέσεις θεωρεί «την νομική ισχύ του Ανακοινωθέντος περιορισμένη και επειδή είναι ανυπόγραφο δεν θα μπορούσε να έχει ουσιαστική αξία ενώπιον διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου». Σε κάθε περίπτωση όμως συνιστούσε ένα είδος πολιτικής διακήρυξης. Τα τρία πρώτα σημεία μπορούν να χαρακτηριστούν αυτονόητα και ευχολόγια και δεν έκρυβαν κάποιους κινδύνους. Δεν έγινε όμως καμία αναφορά στην αναγνώριση των υφισταμένων συνόρων από την Τουρκία όπως επίσης δεν έγινε αναφορά στον τρόπο επιλύσεων των διαφορών με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Η απουσία λοιπόν αυτών των αναφορών ήταν κάτι που εξέφραζε τις τουρκικές θέσεις απέναντι στα αυτονόητα του πολιτισμένου κόσμου.
Αυτό όμως που όντως σηματοδότησε την αλλαγή της πολιτικής της Ελλάδος από τον κ. Σημίτη, είναι το 4ο σημείο του Ανακοινωθέντος με την αναγνώριση των «θεμιτών, ζωτικών συμφερόντων» της Τουρκίας στο Αιγαίο χωρίς να πάρει ως αντιστάθμισμα κάτι εξ ίσου σημαντικό! Επιχειρήθηκε τότε να δοθεί από την ελληνική Κυβέρνηση και με την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους του Τύπου που ήταν φιλικά προσκείμενος σε αυτήν, νομική χροιά επιχειρώντας να διασυνδεθούν (αν και υπήρχε καθοριστικό σημείο στίξεως…ένα κόμμα) τα θεμιτά με τα ζωτικά συμφέροντα! Στο αγγλικό όμως κείμενο δεν υπάρχει ο όρος legal αλλά legitimate (θεμιτά ή έστω νομιμοποιημένα) όπως επισημαίνει και πάλι εύστοχα ο κ. Συρίγος. Επισημαίνεται ότι η αποδοχή της διασύνδεσης των «ζωτικών συμφερόντων» κάθε κράτους με την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία επιτρέπει πλέον στην Τουρκία να επικαλείται αυτά τα «ζωτικά» συμφέροντα δίνοντας μία κατά το δοκούν ερμηνεία της αναφοράς αυτής. Από την στιγμή που αυτά τα «ζωτικά» συμφέροντα δεν κατονομάζονται δημιουργούνται περισσότερα προβλήματα για την χώρα μας απ' αυτά που επεδίωκε ο κ. Σημίτης να λύσει, μιας και όχι μόνο η Άγκυρα δεν «πήρε πίσω» το casus belli αλλά το δικαιολόγησε και από πάνω!
Εξίσου αρνητικές ήταν και οι αναφορές των δύο τελευταίων σημείων σχετικά με «την αποφυγή μονομερών ενεργειών» καθώς επίσης «της διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας». Με την αποδοχή της διατύπωσης του 5 και 6ου σημείου, εξισώθηκε το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδος σύμφωνα με το Δίκαιο των Θαλασσών να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 12 ΝΜ με κάθε αυθαίρετη τουρκική αναθεωρητική ενέργεια και προϋποθέτει την αναζήτηση συναινετικών(!) διαδικασιών με την Τουρκία σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος αυτού.
Παρά την αγωνιώδη προσπάθεια του κ. Σημίτη και του φιλικού του Τύπου να πείσει την ελληνική κοινή γνώμη ότι συμφωνήθηκε ένα «Κείμενο Αρχών» που προωθεί τις ελληνικές θέσεις στα λεγόμενα Ε/Τ προβλήματα, αναμφίβολά πρόκειται για ένα ετεροβαρές κείμενο το οποίο αν και δεν ήταν νομικά δεσμευτικό, πολιτικά ευνοούσε τα τουρκικά συμφέροντα. Αδιάψευστος μάρτυρας αυτού είναι το γεγονός ότι η Άγκυρα συχνά-πυκνά αναφέρεται ακόμα σε αυτό ενώ αργότερα για το Ελληνικό ΥΠΕΞ ….«έπαψε να υπάρχει»! Ο κ. Σημίτης υποστήριξε αυθαίρετα ότι η Τουρκία αναγνώρισε πως η χρήση ή απειλή χρήσης βίας δεν έχει θέση στις μεταξύ των δυο χωρών σχέσεις και ότι αυτό σημαίνει απόσυρση του casus belli…
Μάλιστα κάποιοι φιλικά προσκείμενοι σε αυτόν αρθρογράφοι «κύρους» έφθασαν στην ανόητη υπερβολή χαρακτηρίζοντας το Ανακοινωθέν ως μία μορφή «Συμφώνου μη…Επιθέσεως»(!) Το κλίμα ευφορίας και θριαμβολογίας των «αναλυτών» της βραδιάς της 8 Ιουλίου διαλύθηκε λίγες ώρες μετά, με την Τουρκία να «αποσαφηνίζει» την θέση της στέλνοντας Αεροσκάφη της Πολεμικής της Αεροπορίας να παραβιάσουν μαζικά τον Ελληνικό Εναέριο Χώρο. Η πολιτική «της εξημέρωσης του θηρίου» και ο κατευνασμός είχε αποτύχει πριν περάσουν 24 ώρες! Ο κατευνασμός έφερε περισσότερο κατευνασμό και αυτό αποδεικνύει ο συνεχιζόμενος Τουρκικός αναθεωρητισμός, ποιοτικά μάλιστα αναβαθμισμένος είτε στην Άγκυρα κυριαρχούν οι κεμαλιστές είτε οι νέο-Οθωμανοί, είτε ο «ερντογανισμός».
Αντί επιλόγου
ΝΑΙ, επιζητούμε σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία, αλλά αυτές να εδράζονται σε κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Οι ελληνικές υποχωρήσεις, η πολιτική κατευνασμού και ή απουσία ούτε… αξιόπιστης και το χειρότερο ούτε…αποτροπής είναι αυτά που ανοίγουν την «όρεξη» στην τουρκική επιθετικότητα. Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών περιλαμβάνεται και τη αποχή από κάθε απειλή ή χρήση βίας. Είναι προδιαγεγραμμένη η έκβαση της διαπραγμάτευσης όταν κάποιος δέχεται να συνομιλεί υπό τη συνεχή και προκλητική παραβίαση του εθνικού του χώρου και υπό την απειλή στρατιωτικής αντίδρασης όπως το «casus belli». Αυτό ακόμα και σήμερα κάποιοι το ξεχνούν και επαναλαμβάνουν το «λάθος Σημίτη» τον Ιούλιο του 1997!
Η Ελλάδα, χωρίς φοβικά σύνδρομα, αλλά και ανόητους λεονταρισμούς, χωρίς εσωστρέφεια λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης, θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν αποδέχεται πολιτικές που καταλύουν τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου και θέτουν σε αμφισβήτηση τα κυριαρχικά της δικαιώματα, τα οποία, ακόμα και σήμερα, είναι αποφασισμένη με όλα τα διαθέσιμα μέσα να τα διαφυλάξει.
*Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι Συντονιστής-Υπεύθυνος για τα θέματα Άμυνας και Διπλωματίας στο liberal.gr. και μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Σταρτηγικών Μελετών. Απόφοιτος της ΣΕΘΑ και έχει περατώσει Στρατηγικές Σπουδές Ασφαλείας. Διατέλεσε Εκπρόσωπος Τύπου του Α/ΓΕΕΘΑ, Διευθυντής Διεθνών Σχέσεων στο ΥΕΘΑ/ΓΓΟΣΑΕ, και υπηρέτησε σε διοικητικές και επιτελικές θέσεις στην Ελλάδα και στο ΝΑΤΟ.