της Αντωνία Δήμου*
Η Ελλάδα κατέχει κρίσιμη γεωστρατηγική θέση αποτελώντας την γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης συνδέοντας την Ευρώπη με την Ασία και την Αφρική. Ο ρευστός και συνεχώς μεταβαλλόμενος γεωπολιτικός περίγυρος της χώρας μας όπως αποτυπώνεται από τις διενέξεις υψηλής και χαμηλής έντασης καθόλη την διάρκεια του 20ου και στην πορεία του 21ου αιώνα επιτάσσουν την χάραξη εθνικής στρατηγικής με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η οικοδόμηση του προφίλ μίας υπεύθυνης δυτικής χώρας που συνιστά πυλώνα περιφερειακής σταθερότητας και ασφάλειας, που αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με γειτονικές χώρες ευνοώντας την ενεργοποίηση της ως έντιμος μεσολαβητής για την επίλυση διακρατικών διαφορών, που υιοθετεί μία πολυδιάστατη εξωτερική και στρατιωτική πολιτική λειτουργώντας συμπληρωματικά με παγκόσμιας εμβέλειας παίκτες, που δραστηριοποιείται σε διεθνείς οργανισμούς και fora για την πραγμάτωση των εθνικών της συμφερόντων προϋποθέτει τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μίας υψηλής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας.
Στην Ελλάδα δυστυχώς υπάρχει θεσμικό έλλειμμα στο επίπεδο διαμόρφωσης στρατηγικής εθνικής ασφάλειας παρά αφενός την έκδοση της Λευκής Βίβλου (White Paper) που σκιαγραφεί τους στόχους της ελληνικής εθνικής στρατηγικής, τις απειλές και τις εκάστοτε προκλήσεις, και αφετέρου την ύπαρξη του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) που συστάθηκε με τον νόμο υπ΄ αριθμ. 3132 σε εφαρμογή του αναθεωρημένου άρθρου 82 του Συντάγματος. Ως γνωστόν, το ΕΣΕΠ απαρτίζεται από τον υπουργό εξωτερικών με την ιδιότητα του προέδρου, τον πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής, τον υπηρεσιακό γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών, δύο εκπροσώπους από κάθε κόμμα, τον προϊστάμενο του Κέντρου Ανάλυσης και Σχεδιασμού του ΥΠΕΞ και πρόσωπα με ειδικές γνώσεις ή εμπειρία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής κατόπιν προσκλήσεως.
Με δεδομένο ότι το ΕΣΕΠ αποτελεί συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης αποκλειστικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και συνεδριάζει κατόπιν πρόσκλησης του προέδρου μόλις τρεις φορές τον χρόνο (!) καθίσταται προφανές ότι υφίσταται κενό ως προς τη συστηματική ανάλυση του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος, την καταγραφή υφιστάμενων και μελλοντικών προκλήσεων και ευκαιριών για την ελληνική εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια, καθώς και την αξιοποίηση των συντελεστών εθνικής ισχύος οικοδομώντας προτάσεις πολιτικής για την επίτευξη προκαθορισμένων στόχων. Το εν λόγω κενό δύναται να καλύψει η σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας το οποίο υπαγόμενο απευθείας στον Πρωθυπουργό θα υποστηρίζει τόσο τον ίδιο στο σχεδιασμό προτάσεων πολιτικής όσο και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) στη διαχείριση κρίσεων.
Η μη ύπαρξη Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας στην Ελλάδα έχει αποστερήσει την επικοινωνία και το συντονισμό πολιτικών με Συμβούλια Ασφάλειας τρίτων χωρών. Η δημιουργία και σύσταση του δύναται να στηριχθεί στα πρότυπα Συμβουλίων Ασφάλειας χωρών όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, ενώ δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής η μακροχρόνια λειτουργία Συμβουλίου Ασφάλειας στην γειτονική Τουρκία.
Ας δούμε όμως τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας των Συμβουλίων Εθνικής Ασφάλειας στις προαναφερθείσες χώρες όπου αποτελούν όργανο υψηλού επιπέδου που υπάγεται απευθείας στον εκάστοτε επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Ξεκινώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ), τo Συμβούλιο εμφανίζεται ως το βασικό όργανο που υπάγεται απευθείας στον Αμερικανό πρόεδρο και εξετάζει ζητήματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής υποστηριζόμενο τόσο από τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας όσο και αξιωματούχους του αμερικανικού υπουργικού συμβουλίου. Η λειτουργία του αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας που συστάθηκε από τον πρόεδρο Τρούμαν και υπάγεται απευθείας στο Εκτελεστικό Γραφείο του Αμερικανού Προέδρου συνίσταται στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στον Πρόεδρο καθώς και στο συντονισμό πολιτικών που άπτονται σε θέματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής μεταξύ διαφορετικών κυβερνητικών υπηρεσιών.
Του Συμβουλίου προΐσταται ο Πρόεδρος και στις συνεδριάσεις του παρίστανται σε μόνιμη βάση ο Αντιπρόεδρος, ο Υπουργός Εξωτερικών, ο Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, ο Υπουργός Άμυνας καθώς και ο Βοηθός του Προέδρου για Θέματα Εθνικής Ασφάλειας, o αρχηγός του γενικού επιτελείου άμυνας και ο αρχηγός της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Κατόπιν προσκλήσεως επίσης παρίστανται ο επικεφαλής προσωπικού του Λευκού Οίκου, ο Βοηθός του Προέδρου για την Οικονομική Πολιτική, ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Διοίκησης και Προϋπολογισμού, οι επικεφαλής άλλων διευθυντικών υπηρεσιών και οργανισμών, καθώς και ανώτεροι υπάλληλοι οποτεδήποτε κρίνεται απαραίτητο ανάλογα με τα υπό εξέταση/συζήτηση ζητήματα.
Στο γειτονικό Ισραήλ, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας αποτελεί επίσης το κεντρικό όργανο για το συντονισμό, την ολοκλήρωση, ανάλυση και παρακολούθηση θεμάτων που άπτονται του τομέα εθνικής ασφάλειας αποτελώντας τον συμβουλευτικό βραχίωνα του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Το Συμβούλιο αντλεί την εξουσία του από την κυβέρνηση και λειτουργεί στην βάση των οδηγιών που λαμβάνει από τον πρωθυπουργό.
Ιδρύθηκε μόλις το 1999 από το γραφείο του τότε και νυν Ισραηλινού Πρωθυπουργού Μπενζαμίν Νετανιάχου σε εφαρμογή της απόφασης 4889 στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού της πολιτικής ασφάλειας αντλώντας διδάγματα από τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Ο ρόλος του Συμβουλίου επικεντρώνεται - μεταξύ άλλων -στη διοργάνωση συνεδριάσεων του Συμβουλίου για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, το συντονισμό για την ολοκλήρωση υπομνημάτων που αφορούν όλες τις πτυχές της εθνικής ασφάλειας, τον συντονισμό του προσωπικού γραφείων και αρχών που ασχολούνται με την εθνική ασφάλεια, τον μακροχρόνιο σχεδιασμό σε θέματα εθνικής ασφάλειας, την προετοιμασία συσκέψεων για τον πρωθυπουργό καιτην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς την κυβέρνηση, καθώς και τη συνεργασία με αντίστοιχα Συμβούλια Εθνικής Ασφάλειας σε επιλεγμένες χώρες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Τουρκίας της οποίας το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (Milli Guvenlik Kurulu, MGK) είναι επιφορτισμένο με τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη της πολιτικής εθνικής ασφάλειας. Απαρτίζεται από τον αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, επιλεγμένα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου ανάλογα με το υπό συζήτηση ζήτημα, και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο οποίος φέρει την πρόσθετη ιδιότητα του αρχιστράτηγου των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Η πολιτική εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας περιγράφεται με σαφήνεια στο Έγγραφο Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας (Milli Guvenlik Siyaseti Belgesi), την περίφημη "Κόκκινη Βίβλο", η οποία αποτελεί μυστικό έγγραφο του οποίου νεώτερες εκδόσεις πραγματοποιούνται μία ή δύο φορές ανά δεκαετία. Το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας υπήρξε απόρροια του στρατιωτικού πραξικοπήματος το 1960 και αποτελεί μέρος του Συντάγματος ήδη από το 1961. Ο ρόλος τoυ ενισχύθηκε με το Σύνταγμα του 1982, που εγκρίθηκε από τη στρατιωτική χούντα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα αυξάνοντας στο Συμβούλιο τον αριθμό των ανώτατων στρατιωτικών έναντι των πολιτικών μελών του αποτυπώνοντας με αυτό τον τρόπο την θεσμοθέτηση της επιρροής του στρατού στην Πολιτική.
H ανέλιξη ωστόσο του κόμματος Ευημερίας και Ανάπτυξης ΑΚΡ στη διακυβέρνηση το 2002 σηματοδότησε την υποβάθμιση του ρόλου των στρατιωτικών στο τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας ιδιαίτερα έπειτα από τις εικασίες περί συνωμοσίας από ανώτατους στρατιωτικούς αξιωματικούς για ανατροπή της ισλαμικά προσανατολισμένης κυβέρνησης το 2003. Η υποβάθμιση του στρατού στο Συμβούλιο συντελέστηκε με την μείωση του αριθμού των αξιωματικών από πέντε σε μόλις έναν και συγκεκριμένα τον αρχηγό του επιτελείου εθνικής άμυνας, την απόδοση της θέσης του γενικού γραμματέα του συμβουλίου σε πολιτικό πρόσωπο αντί ανωτάτου αξιωματικού ως είθιστο από την εποχή της ίδρυσης του Συμβουλίου, καθώς και την υπαγωγή του προϋπολογισμού του Συμβουλίου στον έλεγχο του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Στην Ελλάδα είναι προφανές ότι η υφίσταται έλλειψη πολιτικής κουλτούρας για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και στοχοθεσία σε ζητήματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας με συνέπεια ακόμη και εντός της ίδιας της κυβέρνησης, όπως συμβαίνει σήμερα, να διατυπώνονται διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες απόψεις σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα με χαρακτηριστική πρόσφατη περίπτωση το Μακεδονικό. Εξίσου απογοητευτική η εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης να εμφανίζεται απροετοίμαστη και αιφνιδιασμένη από την κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο όπου εγείρονται σαφείς αξιώσεις σε βάρος της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας.
Η ελληνική ολιγωρία και απροετοιμασία είναι εφικτό να θεραπευτούν με την ίδρυση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας το οποίο δύναται να αποτελέσει εφαλτήριο για τον μακρόπνοο σχεδιασμό και την άσκηση αξιόπιστης υπερκομματικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας ευνοώντας την επίτευξη εθνοκεντρικών στόχων σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
*Η Αντωνία Δήμου είναι επικεφαλής του Τομέα Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας (ISDA) με έδρα την Αθήνα και εταίρος στο Κέντρο για την Ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Λος Αντζελες (UCLA) στις ΗΠΑ.