Εν μέσω δημοσιογραφικού και ακαδημαϊκού λαϊκισμού περί πλήρους και οριστικής ρήξης στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, διαβάσαμε τα νέα για την επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής που θα λάβει χώρα στην Κωνσταντινούπολη στις 7 Σεπτεμβρίου μεταξύ της Τουρκίας, της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της Συρίας.
Η εν λόγω Σύνοδος θεωρείται προέκταση της διαδικασίας της Αστάνα η οποία ξεκίνησε με πρωτοβουλία της Ρωσία και της Τουρκίας περιλαμβάνοντας στη συνέχεια και το Ιράν. Βασικός στόχος των συμμετεχόντων στις συνομιλίες της Αστάνα είναι η αποκλιμάκωση των συγκρούσεων μεταξύ καθεστωτικών και αντικαθεστωτικών στη Συρία. Ο πρώτος γύρος της έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2017, ενώ στις 30 Ιουλίου 2018 διεξήχθη ο δέκατος γύρος στο Σότσι της Ρωσίας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η διαδικασία της Αστάνα επιδιώκει αφενός να επηρεάσει τις δυναμικές της προϋπάρχουσας και πιο δυτικο-κεντρικής διαδικασίας της Γενεύης (που διοργανώνεται από τα Ηνωμένα Έθνη) και αφετέρου – δυνητικά – να την αντικαταστήσει, επιφέροντας έτσι μια κατάσταση πραγμάτων στην Συρία που θα ευνοεί πρωτίστως τη Ρωσία και δευτερευόντως την Τουρκία και το Ιράν. Σίγουρα όμως όχι τις ΗΠΑ. Από αυτή την άποψη, η διαδικασία της Αστάνα πρέπει να ιδωθεί ως μη-δυτική ή και αντι-δυτική, ως μια προσπάθεια που προσπαθεί να δημιουργήσει μια γεωπολιτική πραγματικότητα που δεν θα ευνοεί τα δυτικά – κυρίως αμερικανικά – συμφέροντα στην Συρία. Θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει και «αντί-ηγεμονική» σε σχέση με την παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία που βρίσκεται σε διαρκή αμφισβήτηση τουλάχιστον κατά την τελευταία δεκαετία.
Ηγεμονία και Αντι-Ηγεμονικές Πολιτικές
Κάποτε ήταν αποδεκτό να μιλάμε – χονδρικά τουλάχιστον – για την δυτική ηγεμονία, λαμβάνοντας ως δεδομένη την μεγάλου βαθμού σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ πολλών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και των ΗΠΑ σε πολλούς τομείς πολιτικής, στα πλαίσια των διατλαντικών σχέσεων και του ΝΑΤΟ. Από τότε έχουν λάβει χώρα σημαντικές εξελίξεις στις δύο όχθες του Ατλαντικού που επηρέασαν αυτή την παραδοσιακή δυναμική. Μεταξύ άλλων, αυτές περιλαμβάνουν: α)την ενίσχυση της Γερμανίας και την άνοδό της σε επίδοξο ηγεμόνα της Ευρώπης (με όλες τις σχέσεις ενεργειακής και άλλης αλληλεξάρτησης που διατηρεί με τη Ρωσία), β) το BREXIT, γ) την επιδίωξη μιας πιο εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής από τη Γαλλία, και δ) τη στροφή της αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής επί Ντόναλντ Τραμπενάντια στις δυναμικές της παγκοσμιοποίησης, υπέρ του εθνικισμού και του προστατευτισμού.
Οι πιο πάνω παράγοντες έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός χάσματος, μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, που ολοένα και αυξάνεται. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από διεθνή καθεστώτα, συνθήκες και συμφωνίες, και η σκληρότερη στάση που υιοθέτησε έναντι των κρατών του ΝΑΤΟ και, για παράδειγμα, της ίδιας της Γερμανίας, συμβάλλουν στην εν εξελίξει αποκέντρωση του Διεθνούς Συστήματος. Δηλαδή, και εν ολίγοις, στην αύξηση των πόλων-κρατών που αφενός κινούνται περισσότερο με όρους αυτό-βοήθειας (σε αντίθεση με το «πνεύμα» της συνεργασίας του παρελθόντος, στο βαθμό που αυτό υπήρχε) και αφετέρου εκμεταλλεύονται το κενό ισχύος που δημιουργείται από τις αμερικανικές προσπάθειες ανασύνταξης για να μεγιστοποιήσουν τα δικά τους οφέλη.
Ως αποτέλεσμα, οι μέχρι στιγμής προσπάθειες αμφισβήτησης της δυτικής ηγεμονίας (π.χ. από την Κίνα, τη Β. Κορέα, τη Ρωσία, το Ιράν, κτλ.) έχουν εσχάτως εμπλουτιστεί από τάσεις αμφισβήτησης, αντικατάστασης ή υποκατάστασης της αμερικανικής ηγεμονίας καθότι οι ΗΠΑ έχουν διαχωρίσει σε μεγάλο βαθμό τη θέση και τον ρόλο τους. Προφανώς, διαφορετικός είναι ο χαρακτήρας π.χ. του γαλλικού «αντι-ηγεμονισμού» από αυτόν του ρωσικού. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι τα δυτικά κράτη έχουν στραφεί κατά των ΗΠΑ, αλλά ότι βρισκόμαστε στις απαρχές της εδραίωσης ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος [για περισσότερα βλ. εδώ, και εδώ].Η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, με τη Γαλλία και τη Γερμανία να συμμετέχουν σε μια συνάντηση αντι-δυτικού χαρακτήρα μεαντι-δυτική ατζέντα,θα αποτελέσει μια από τις πιο απτές εκφάνσεις αυτού του «νέου» διεθνούς συστήματος με σημείο εστίασης την περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και δη τη Συρία.
Η «Νέα» Τουρκία στο «Νέο» Διεθνές Σύστημα
Έχει ήδη φανεί, ότι στα πλαίσια αυτού του «νέου» διεθνούς συστήματος, η πλάστιγγα ισχύος γέρνει όλο και περισσότερο προς την Ανατολή, χωρίς όμως να έχει καταφέρει οποιοδήποτε κράτος να υπερισχύσει των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι να αποδίδεται περισσότερη σημασία στις πολιτικές των ανατολικών κρατών (περιλαμβανομένων των μεσανατολικών) αλλά και στις διάφορες τους πρωτοβουλίες για σύναψη συμμαχιών ή μπλοκ συνεργασίας.Εξ ου και η προ καιρού στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία (pivotto Asia).
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μίλησε για την Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής, μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική), που αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα μη δυτικά μπλοκ συνεργασίας. Ήταν σε αυτή τη Σύνοδο που ο Ερντογάν πρότεινε στις πέντε χώρες να δεχθούν την Τουρκία στην ομάδα τους, μετατρέποντας το ακρωνύμιο BRICS σε BRICST, ενώ ο ίδιος δήλωσε πως η πρότασή του εισέπραξε θετικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα από την Κίνα. Ομολογουμένως, το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τα BRICS δεν είναι κάτι νέο. Υπήρξε αυξημένο ιδιαίτερα από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας. Το ίδιο ενδιαφέρον έχει επιδείξει ο Ερντογάν, επανειλημμένα, και για τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization, όπου συμμετέχουν η Κίνα, η Ρωσία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν), ο οποίος το 2012 ενέκρινε την Τουρκία ως Συνεργάτη Διαλόγου (Dialogue Partner) μετά από σχετική αίτηση. Το 2017 το τουρκικό Υπουργικό Συμβούλιο επικύρωσε την εν λόγω «Συνεργασία Διαλόγου», χρονιά κατά την οποία η Κίνα δήλωσε πως είναι έτοιμη να δεχτεί την Τουρκία ως μέλος και πως βρίσκεται σε διαβούλευση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Οι κινήσεις της Τουρκίας δείχνουν ότι υπάρχει ένα προοδευτικά αυξημένο ενδιαφέρον για τη συμμετοχή της σε αυτά τα μη δυτικά μπλοκ συνεργασίας, ενώ η αύξηση του ενδιαφέροντος παρουσιάζεται να είναι αντιστρόφως ανάλογη του ενδιαφέροντος για τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Μάλιστα, αυτή η αυξητική/μειωτική τάση αναπτύσσεται ταυτόχρονα με την ενίσχυση του ισλαμικού αυταρχισμού εντός της Τουρκίας. Με λίγα λόγια, όσο περισσότερο συγκεντρώνεται η εξουσία και οι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων στο πρόσωπο του Ερντογάν, τόσο περισσότερο η Τουρκία στρέφεται προς την Ανατολή απομακρυνόμενη παράλληλα από τη Δύση, ενώ στην τουρκική εξωτερική/εσωτερική πολιτική ισχυροποιείται το ισλαμικό στοιχείο [για σχετική σε βάθος ανάλυση βλ. εδώ]. Και πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για απλούς τακτικισμούς.
Ιδιαίτερα η συγκυρία της Συνόδου των BRICS και της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης, έρχεται στον απόηχο του συνταγματικού δημοψηφίσματος στην Τουρκία, η οποία μετέτρεψε το πολιτειακό σύστημα σε προεδρικό και κατέστησε τον Ερντογάν στον απόλυτο άρχοντα του κράτους, με εξουσίες και αρμοδιότητες που είναι άνευ προηγουμένου στην ιστορία του τουρκικού κράτους. Η ίδια συγκυρία θέλει τις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ να δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο με αφορμή το αμερικανικό αίτημα για απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον, το τουρκικό αίτημα για έκδοση του Φετουλλάχ Γκιουλέν, τις διαβουλεύσεις για τις κυρώσεις κατά του Ιράν, και την προμήθεια των F-35. Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ.
Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο, είναι ότι η Τουρκία μετακινείται σταδιακά από τον ορθολογισμό στον ανορθολογισμό. Έχουν χαθεί οι ισορροπίες εντός του κρατικού μηχανισμού και γι' αυτό διαταράσσονται και οι ισορροπίες στην εξωτερική πολιτική που έχει εξελιχθεί σε βαθιά ιδεολογικοποιημένη. Βεβαίως, η τουρκική στάση προκύπτει και από την απροθυμία των ΗΠΑ να ανταποκριθούν στις τουρκικές ανάγκες ασφάλειας που συνδέονται με το Συριακό και τη Μέση Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο που στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης θα συζητηθεί κατά κύριο λόγο το Συριακό αλλά και πιο συγκεκριμένα η επαρχία Ίντλιμπ στη βορειοδυτική Συρία[περισσότερα για το Ίντλιμπ γράψαμε εδώ] που ενδιαφέρει άμεσα την Τουρκία. Στην ουσία, η διαμόρφωση της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων στη Συρία θα έχει σοβαρές προεκτάσεις για τις σφαίρες επιρροής σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Γι' αυτό η Γερμανία και η Γαλλία, που παίζουν τα τελευταία χρόνια αυξημένο ρόλο στην περιοχή, ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν. Εξ άλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο η Ρωσία μπορεί να τους προσφέρει την απόκτηση ρόλου και λόγου για το μέλλον της Συρίας, και όχι μόνο, εφόσον η εξέλιξη του πολέμου την έχει καταστήσει ρυθμιστή των γεωπολιτικών δυναμικών, με τις ΗΠΑ να βρίσκονται, ουσιαστικά, στο περιθώριο.
Η σκληρότερη στάση που αποφάσισαν να υιοθετήσουν οι ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας, μολονότι αναγκαία και αναμενόμενη, ίσως αποδειχτεί ότι είναι too little,too late, δεδομένου ότι η Ουάσιγκτον δεν μπορεί πια να προσφέρει στην Τουρκία τα κίνητρα που πρόσφερε παλαιότερα, και ότι πλέον υπάρχουν πολλές εναλλακτικές επιλογές για την Τουρκία που, εκτός των άλλων, ταιριάζουν και στο ιδεολογικό πλαίσιο που διέπει τον διεθνή της προσανατολισμό. Στην απουσία μιας συνεκτικής στρατηγικής για τη Μέση Ανατολή – διότι αυτή είναι η πραγματικότητα στην Ουάσιγκτον – οι ΗΠΑ μπορεί να καταλήξουν σε πολιτικές του ύψους και του βάθους έναντι της Τουρκίας, που να είναι δηλαδή είτε πολύ σκληρές, είτε πολύ ήπιες-δοτικές. Πού να εντάσσονται άραγε σε αυτή την εξίσωση η Κύπρος και η Ελλάδα;Γενικά, φαίνεται ότι για την Ανατολική Μεσόγειο, οι οιωνοί δεν είναι καλοί καθώς ο πολυπολισμός σε διεθνές επίπεδο εντάσσει την περιοχή σε μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας αναφορικά με τους διεθνείς προσανατολισμούς των κρατών της, και, άρα, σε περίοδο αστάθειας και δύσκολης εκτίμησης των συμφερόντων και του γεωπολιτικού ρίσκου.
*Ο κ. Ζήνωνας Τζιάρρας είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στο Τμήμα Κοινωνικών& Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.