Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Παρακολουθώντας κανείς τις εργασίες και τα αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας για το μεταναστευτικό ζήτημα, δεν μπορεί παρά να νιώθει απογοήτευση για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η περίφημη «ευρωπαϊκή ιδέα», αλλά και να κάνει δύο βασικές διαπιστώσεις:
- Πρώτον, ότι υπάρχει έλλειψη μιας κοινής μεταναστευτικής πολιτικής, ικανής να αποτρέψει τις διπλωματικές τριβές μεταξύ των χωρών του Νότου, των Βαλκανίων και της ομάδας Visegrad και ταυτόχρονα να αποθαρρύνει τα «ανατολίτικα» παζάρια εκ μέρους της Τουρκίας.
- Δεύτερον, ότι υπάρχει αδυναμία και κυρίως απροθυμία της Ε.Ε. –όπως και του υπόλοιπου αναπτυγμένου κόσμου– να αντιμετωπίσουν τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος αυτού και όχι απλώς τις συνέπειές του. Στο εν λόγω κείμενο, θα εξεταστεί το ζήτημα των παγκόσμιων εισοδηματικών ανισοτήτων ως παράγοντας που επιδρά ουσιωδώς στην πρόκληση μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών.
Προτού οδηγηθούμε στο καταληκτικό συμπέρασμα, θα προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε κάποιους μύθους που επικρατούν σχετικά με τις παγκόσμιες εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και να επισημάνουμε ορισμένες αλήθειες που σχετίζονται με αυτές:
ΜΥΘΟΙ
- Μύθος 1ος: Οι αναπτυγμένες οικονομίες έχουν μικρές εισοδηματικές ανισότητες
Το πρόβλημα της εισοδηματικής ανισότητας είναι παγκόσμιο και δεν αφορά μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή ομάδα χωρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1% των πλουσιότερων ανθρώπων κατέχει περίπου το 50% του παγκόσμιου πλούτου (181,5 τρισ. δολάρια). Το υπόλοιπο 20% των πλουσιότερων κατέχει το 46% της παγκόσμιας περιουσίας, τη στιγμή που το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μοιράζεται παρά το 5,5% που απομένει, σύμφωνα με την Oxfam.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε έρευνα του αναφέρει ότι στις περισσότερες χώρες-μέλη του η απόσταση μεταξύ πλούσιων και φτωχών είναι η μεγαλύτερη που καταγράφεται εδώ και 30 χρόνια. Στις 34 βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, το εισόδημα του 10% των πιο πλούσιων πολιτών είναι 9,6 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του 10% των πιο φτωχών, ενώ οι στατιστικές δείχνουν ότι η ψαλίδα συνεχώς ανοίγει σε σχέση με τις δεκαετίες του '80 και του '90. Οι αμοιβές των πιο καλοπληρωμένων στελεχών στα 34 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ αυξήθηκαν κατά μέσον όρο 0,6% σε ετήσια βάση (πολύ γρηγορότερα από τις αμοιβές αυτών που βρίσκονται στη βάση της «πυραμίδας» των εισοδημάτων), ενώ, αν δεν υπάρξει καμιά μεταβολή μέσω πολιτικών παρεμβάσεων, η ανισότητα μεταξύ των πλουσίων και των υπολοίπων θα συνεχίσει να διευρύνεται μ' έναν παρόμοιο ρυθμό για τα επόμενα 50 χρόνια.
- Μύθος 2ος: Χώρες που διαθέτουν ελεύθερη οικονομία και αναπτυγμένη ιδιωτική πρωτοβουλία περιορίζουν τις εισοδηματικές ανισότητες
Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, το μεγαλύτερο επίπεδο ανισοτήτων στον αναπτυγμένο κόσμο εμφανίζεται στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ. Στις ΗΠΑ το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κερδίζει 16,5 φορές περισσότερα χρήματα απ' το φτωχότερο 10%, ενώ στο Ισραήλ το πλουσιότερο 10% κερδίζει 15 φορές περισσότερα λεφτά. Επίσης στις ΗΠΑ, 16.000 οικογένειες που αποτελούν σήμερα το πλουσιότερο 0,01% ελέγχουν το 11,2% του συνολικού πλούτου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται με τον ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο αναπτυγμένο κράτος παγκοσμίως, με το εισόδημα του 10% των πλουσιότερων ατόμων να είναι 12 φορές μεγαλύτερο απ' το φτωχότερο 10% (ίσο με τα επίπεδα του 1916, που είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ). Ακόμα και σε χώρες που θεωρούνται κοινωνικά «δικαιότερες», όπως η Γερμανία, η Δανία και η Σουηδία, η αναλογία μεταξύ των δύο άκρων είναι 1 προς 6, αυξημένη σε σχέση με τη δεκαετία του 1980.
- Μύθος 3ος: Οι εισοδηματικές ανισότητες αποτελούν προϋπόθεση για να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη μακροχρόνια
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε έκθεσή του Απριλίου του 2014, ανατρέπει αυτήν την παραδοχή, δείχνοντας ότι χαμηλότερα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας συνδέονται με πιο σταθερά και μακροχρόνια επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης. Η ίδια έρευνα αναφέρει ότι οι αναδιανεμητικές πολιτικές προωθούν την οικονομική ανάπτυξη, ενώ μόνο σε ακραίες περιπτώσεις αναδιανομής παρατηρούνται αρνητικές συσχετίσεις με την ανάπτυξη. Μια άλλη μελέτη του Οκτωβρίου του 2015 απ' το συντηρητικό think tank CATO Institute έδειξε ότι η ανισότητα στην κατανομή πλούτου επηρεάζει αρνητικά τον ρυθμό ανάπτυξης μιας χώρας. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι το αποτέλεσμα διάχυσης (spillover effect) δεν είναι ικανό να περιορίσει τις εισοδηματικές ανισότητες, αν δεν συνοδεύεται από αναδιανεμητικά μέτρα οικονομικής πολιτικής.
- Μύθος 4ος: Η ανισότητα των εισοδημάτων δικαιολογείται από τη διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ των εργαζομένων
Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι τα άτομα που βρίσκονται στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας αξίζουν να είναι πλούσια, καθώς έχουν πολύ μεγαλύτερη παραγωγικότητα σε σχέση με τους χαμηλά αμειβόμενους (θεωρία οριακής παραγωγικότητας). Αυτή η άποψη παραβλέπει την πιθανότητα να είναι κάποιος πλούσιος, επειδή απλά έχει κληρονομήσει τον πλούτο, επειδή είναι τυχερός (π.χ. κέρδισε το Τζόκερ) ή επειδή διαθέτει μονοπωλιακή θέση ή ισχυρό πολιτικό lobbying στην αγορά όπου δραστηριοποιείται. Επιπλέον, η άποψη αυτή δεν μοιάζει να επαληθεύεται με βάση τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας που παρουσιάζει η παγκόσμια οικονομία, γεγονός που σημαίνει ότι οι αυξήσεις των υψηλά αμειβόμενων στελεχών δεν συμβαδίζουν με την κερδοφορία των εταιρειών που διευθύνουν. Στις ΗΠΑ, οι διευθύνοντες σύμβουλοι 350 εταιρειών κέρδισαν 331 φορές περισσότερα χρήματα απ' τους εργαζόμενους τους το 2013, τη στιγμή που το 1983 η αναλογία ήταν 46/1. Στη Βρετανία, τα διευθυντικά στελέχη κέρδισαν το 2014 συνολικά 183 φορές περισσότερα χρήματα απ' τον μέσο εργάτη. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει πώς αυξήθηκαν οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών στη Βρετανία (γραμμή με πορτοκαλί χρώμα) σε σχέση με τα έσοδα (γκρι γραμμή), τα κέρδη (πράσινη γραμμή) και την τιμή των μετοχών (μπλε γραμμή) των εταιρειών που διοικούσαν, καταδεικνύοντας έτσι ότι οι αμοιβές αυτές δεν δικαιολογούνται σε καμία περίπτωση απ' την υποτιθέμενη αυξημένη παραγωγικότητά τους.
ΑΛΗΘΕΙΕΣ
- Αλήθεια 1η: Οι εισοδηματικές ανισότητες αναπαράγουν μελλοντικά την οικονομικοκοινωνική «στασιμότητα»
Η παραδοχή αυτή σημαίνει ότι τα τέκνα εύπορων οικογενειών είναι πολύ πιθανό να συνεχίσουν να είναι πλούσια στο μέλλον, ενώ τα μέλη των φτωχών οικογενειών «εγκλωβίζονται» κατά κανόνα σε χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Συνεπώς, η εισοδηματική ανισότητα προκαλεί μια οικονομικοκοινωνική στασιμότητα που αναπαράγεται και στις επόμενες γενεές. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στις ΗΠΑ, που κάποτε αποτελούσαν τη λεγόμενη «χώρα των ευκαιριών», όπου ακόμη και ο πιο φτωχός και εργατικός νέος μπορούσε να πραγματοποιήσει το «αμερικανικό όνειρο». Στο παρακάτω διάγραμμα φαίνονται οι χώρες με υψηλή εισοδηματική ανισότητα και χαμηλή διαγενεακή κινητικότητα, όπου απ' την πλευρά των αναπτυγμένων χωρών πρωτοστατούν οι ΗΠΑ και η Βρετανία.
- Αλήθεια 2η: Οι υψηλές εισοδηματικές ανισότητες ευνοούν τις εμφύλιες και διεθνείς πολεμικές συρράξεις
Οι εισοδηματικές ανισότητες αποτελούν μία –αν όχι την αποκλειστική– από τις αιτίες που ευνοούν το ξέσπασμα εμφύλιων ή και διεθνών πολεμικών συγκρούσεων. Υπάρχει μια μεγάλη σειρά ερευνών που καταδεικνύουν ότι οι εισοδηματικές ανισότητες, όταν συνδυάζονται με πολιτικές ανισότητες, θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές, αλλά και έλλειψη κοινωνικής συνοχής και ίσων ευκαιριών, οδηγούν στη διάχυση βίας. Πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ σχετικά με τις επιπτώσεις των εισοδηματικών ανισοτήτων αναφέρει ότι: «οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες μπορούν να πλήξουν την κοινωνική συνοχή και για αυτό συνδέονται με πολεμικές συρράξεις που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις. Τέτοιες συγκρούσεις είναι ιδιαίτερα συχνές σε περιπτώσεις όπου χρειάζεται να διαχειριστούν κοινόχρηστοι πόροι (π.χ. υδάτινοι ή χερσαίοι πόροι, πηγές ενέργειας κλπ.). Επίσης οι ανισότητες μπορούν να προκαλέσουν αισθήματα αντιπαλότητας μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, αλλά και μειώνουν το κόστος ένταξης των ατόμων σε ομάδες βίας (π.χ. εθνικοί στρατοί ή παραστρατιωτικές ομάδες)». Αυτό σημαίνει ότι περιοχές όπως τα Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή και η Αφρική, που παρουσιάζουν συνδυαστικά όλους τους ανωτέρω παράγοντες, είναι εξαιρετικά επιρρεπείς στο ξέσπασμα πολεμικής βίας.
Η δεύτερη σειρά συμπερασμάτων που προκύπτουν απ' την ανωτέρω παρατήρηση είναι ακόμη πιο ανησυχητική. Ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Thomas Piketty στο βιβλίο του «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» αναφέρει ότι οι περίοδοι υψηλών εισοδηματικών ανισοτήτων τείνουν να τερματίζονται από εξωγενή σοκ, όπως ήταν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και η Μεγάλη Ύφεση που άρχισε το 1929. Επίσης, ο ιστορικός του Πανεπιστημίου Stanford Walter Scheidel αναφέρει ότι οι υψηλές εισοδηματικές ανισότητες μπορούν να περιοριστούν μέσω μαζικών πολεμικών συγκρούσεων, επαναστάσεων, καταρρεύσεων κρατών ή πανδημιών. Συνεπώς, το πέρασμα από καταστάσεις υψηλών εισοδηματικών ανισοτήτων σε περιόδους πιο ίσης κατανομής εισοδήματος συχνά προϋποθέτει την εμφάνιση ακραίων καταστάσεων με δυσάρεστες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.
Πώς συνδέονται οι ανισότητες με τη δημιουργία προσφυγικών ροών
Μέσα από την επιχειρηματολογία που προηγήθηκε είναι εύκολο πλέον να φθάσουμε στο τελικό μας συμπέρασμα, συνδέοντας τις οικονομικές ανισότητες με το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα. Οι εισοδηματικές ανισότητες (όπως είδαμε) προκαλούν οικονομική στασιμότητα, μειώνουν τις επενδύσεις και διαταράσσουν την κοινωνική συνοχή. Αν οι παράγοντες αυτοί λειτουργήσουν συνδυαστικά με πολιτική ανελευθερία ή αστάθεια ή/και με εθνοτικά και θρησκευτικά πάθη, είναι ικανοί να οδηγήσουν σε πολεμικές συγκρούσεις, προκαλώντας τελικά νέες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Αρκεί να θυμηθεί κάποιος τα γεγονότα που πυροδότησαν το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης στην Τυνησία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο και αλλού.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;
Η χώρα μας κάνει «πρωταθλητισμό» στην ανισότητα, καθώς το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού λαμβάνει εισοδήματα 6,6 φορές μεγαλύτερα σε σχέση με το φτωχότερο 20%, γεγονός που μας φέρνει στην πρώτη θέση μαζί με τη Βουλγαρία εντός της Ε.Ε. Η οικονομική κρίση μάλιστα επέτεινε τις αδικίες αυτές, καθώς, σύμφωνα με έρευνα του γερμανικού ιδρύματος οικονομικών ερευνών Hans Boekler Stiftung, κατά την πρώτη πενταετία της κρίσης, το 10% των φτωχότερων νοικοκυριών είχε απώλεια εισοδήματος της τάξεως του 86%, ενώ οι απώλειες του 30% των υψηλότερων εισοδημάτων δεν ξεπέρασαν το 17% - 20%. Επιπλέον, οι φτωχότεροι Έλληνες επιβαρύνθηκαν φορολογικά κατά 337%, ενώ οι εύποροι μόνο κατά 9%, γεγονός που οδήγησε τα εισοδήματα των φτωχών πίσω στο επίπεδο της δεκαετίας του 1980.
Τα στοιχεία αυτά αν συνδυαστούν με το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, την πολιτική αστάθεια, την υψηλή ανεργία στους νέους, αλλά και τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει το προσφυγικό ζήτημα στους τομείς της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της εθνοτικής ομοιογένειας, προκαλούν ανησυχητικές σκέψεις για το μέλλον της Ελλάδας. Άλλωστε, η χώρα μας είναι ήδη θύμα των ανισοτήτων αυτών, καθώς πάνω από 200.000 Έλληνες έχουν μεταναστεύσει στον καιρό της κρίσης, αποτελώντας μια σημαντική διαρροή νέου και ικανού ανθρώπινου δυναμικού (15% του συνόλου των πτυχιούχων ΑΕΙ) που θα μπορούσε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας, αν παρέμενε εντός των συνόρων.
Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι εισοδηματικές ανισότητες;
Η απάντηση δεν είναι προφανής, ούτε μοναδική για όλες τις χώρες, καθώς εξαρτάται απ' τα ιδιαίτερα οικονομικοκοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά κάθε κοινωνίας. Ωστόσο, μέσα από έρευνες, οι οικονομολόγοι έχουν καταλήξει σε μια βασική δέσμη μέτρων που είναι ικανή να περιορίσει τις εισοδηματικές ανισότητες. Αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν: δημιουργία ανταγωνιστικού πλαισίου στις αγορές, ώστε να αποτρέπονται ολιγοπωλιακά ή μονοπωλιακά φαινόμενα, καλύτερη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδιαίτερα στην αγορά των παραγώγων, βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης και του πτωχευτικού δικαίου, προοδευτικότερο φορολογικό σύστημα, αυξημένη φορολόγηση των υψηλών περιουσιών, μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, βελτίωση της πρόσβασης στο εκπαιδευτικό σύστημα και στις νέες τεχνολογίες, ενίσχυση των προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας, ισότητα ευκαιριών για πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα, διόρθωση των ανισορροπιών στο διεθνές εμπόριο και δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές που θα στοχεύουν κυρίως στη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης.
Όσο οι πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο συνεχίζουν να κωφεύουν απέναντι σ' αυτές τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, είναι καταδικασμένες να αντιμετωπίζουν εκ των υστέρων τα σοβαρά απότοκα που επιφέρει το φαινόμενο των εισοδηματικών ανισοτήτων. Τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν και παγκόσμιες λύσεις, και όχι μέτρα τοπικού και περιοδικού χαρακτήρα που αναμένεται να προκαλέσουν νέες εστίες τριβών και ανθρώπινης δυστυχίας στο άμεσο μέλλον...
* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος/διεθνολόγος, συντονιστής στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ).