Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Η εκλογή του Donald Trump στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ, έχει πυροδοτήσει μία ρητορική περί πιθανής διπλωματικής επαναπροσέγγισης μεταξύ ΉΠΑ και Ρωσίας. Η άποψη αυτή εδράζεται σε μια σειρά γεγονότων όπως είναι: οι δηλώσεις αμοιβαίας συμπάθειας που κατά καιρούς Putin και Trump έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους, ο διαμεσολαβητικός ρόλος που φαίνεται να διαδραματίζει σ' αυτή την προσέγγιση ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών και Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Henry Kissinger, η στελέχωση της αμερικανικής κυβέρνησης από άτομα που διατηρούν ιδιαίτερες σχέσεις με τη Ρωσία (Max Tillerson ως Υπουργός Εξωτερικών και Michael Flynn ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας) αλλά και η πιθανή ανάμιξη των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών στην διαρροή των e-mails της Hillary Clinton, που συνέβαλλε ως ένα βαθμό στο αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας. Πόσο πιθανή και εφικτή είναι, όμως, η διπλωματική αναθέρμανση των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων και από ποιους παράγοντες επηρεάζεται;
Η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας
Αν και η Ρωσία εκτιμάται ότι θα επανέλθει το 2017 σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, έπειτα από δύο συνεχή έτη ύφεσης λόγω των χαμηλών τιμών ενέργειας, η οικονομία της πόρρω απέχει απ' το να θεωρηθεί υγιής. Ο πληθωρισμός φαίνεται να σταθεροποιείται, αλλά η διαφοροποίηση της παραγωγικής της βάσης δεν έχει προχωρήσει στον επιθυμητό βαθμό. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας σε εναλλακτικούς τομείς παραγωγής, ο περιορισμός του κυβερνητικού τομέα, ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός και η καλύτερη εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, είναι ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί η ρωσική ηγεσία αν δεν θέλει να δει την οικονομία της να εγκλωβίζεται μακροχρόνια σε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι αλλαγές αυτές θα απαιτήσουν χρόνο και κυρίως επενδυτικά κεφάλαια, τα όποια η Ρωσία πρέπει να αντλήσει είτε από ξένο δανεισμό είτε από αύξηση των κρατικών της εσόδων. Καθώς, τα αποθεματικά στο ταμείο της χώρας σχεδόν εξανεμίστηκαν στις αρχές του 2017 (έφτασαν τα $16,03 δις απ' τα $50 δις το 2016) εξαιτίας των κυβερνητικών δαπανών που είχαν στόχο να αντισταθμίσουν τα δυσμενή αποτελέσματα της ενεργειακής πτώσης των τιμών και ενώ είναι αβέβαιο αν θα αρθούν και πότε οι διεθνείς οικονομικές κυρώσεις, κρίνεται απαραίτητη η αύξηση των ρωσικών εσόδων μέσω της διατήρησης/διεύρυνσης του πελατολογίου στον ενεργειακό τομέα, αλλά και μέσω της διατήρησης των τιμών του πετρελαίου σε επίπεδα άνω των $50.
Ο ενεργειακός παράγοντας
Το ανωτέρω επιχείρημα μας οδηγεί στην κομβική σημασία που έχουν για την Ρωσία σε μεσο-βραχυπρόθεσμο ορίζοντα οι ενεργειακές εξελίξεις. Ο διακηρυγμένος στόχος της αμερικανικής πολιτικής είναι να περιορίσει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης απ' τη Ρωσία, αλλά και να αυξήσει τα έσοδα και την απασχόληση στις ΗΠΑ μέσω της επέκτασης του ενεργειακού τομέα (μία από τις βασικές προεκλογικές θέσεις του Trump). Αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει τις δύο χώρες σε ανταγωνισμό, δεδομένων των ενεργειών που έχει αναπτύξει η ρωσική διπλωματία το τελευταίο διάστημα. Με μεθοδικές κινήσεις, η Ρωσία επεκτείνει την ενεργειακή της επιρροή στην περιοχή της Μεσογείου, καθώς:
· Η κρατική ρωσική εταιρεία Rosneft απέκτησε από την ιταλική εταιρεία Eni, το 30% του αιγυπτιακού οικοπέδου Zohr, που αποτελεί το μεγαλύτερο μέχρις στιγμής ανακαλυφθέν κοίτασμα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.
· Η Rosneft υπέγραψε συμφωνία με την Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της Λιβύης για την ανάπτυξη και εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της χώρας, κεφαλαιοποιώντας ουσιαστικά τις καλές σχέσεις που διατηρεί με τον στρατηγό Khalifa Haftar, διοικητή του Λιβυκού Εθνικού Στρατού. Υπενθυμίζεται ότι η Ρωσία κατείχε δεσπόζουσα θέση στον λιβυκό ενεργειακό τομέα πριν απ' την πτώση του Muammar Gaddafi, ενώ η Λιβύη έχει εξαιρεθεί και απ' τις ποσοστώσεις που έχει επιβάλει ο ΟΠΕΚ στα μέλη του για περιορισμό της παραγωγής πετρελαίου.
· Διατηρεί επενδυτικά σχέδια αλλά και πολιτικά ερείσματα στη Συρία, λόγω της παρουσίας του προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ, ενώ ταυτόχρονα έχει εκφράσει έντονο ενδιαφέρον συμμετοχής στον πρώτο γύρο αδειοδότησης που θα διενεργήσει ο Λίβανος.
Η παρουσία του Max Tillerson ως υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, μπορεί μεν να δημιουργεί προϋποθέσεις αμερικανορωσικής συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα, αλλά οι ΗΠΑ δύσκολα θα παραχωρήσουν τον έλεγχο των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου στην Ρωσία. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε, όχι μόνο την παράταση της ρωσικής ενεργειακής εξάρτησης για τα κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και την ισχυροποίηση των ρωσικών δεσμών με χώρες όπως το Ισραήλ, η Τουρκία, η Αίγυπτoς, η Κύπρος, ο Λίβανος και η Ιορδανία, οι οποίες είτε αναπτύσσουν είτε θα τροφοδοτηθούν μελλοντικά απ' τα ενεργειακά αυτά έργα. Σημαντικό ζήτημα αποτελεί και η επιρροή που θα ασκήσει ο πρόεδρος Τραμπ στην ισραηλινή ηγεσία με την οποία διατηρεί ισχυρούς δεσμούς, καθώς η Ρωσία έχει εκφράσει στο παρελθόν το ενδιαφέρον συμμετοχής της στο ισραηλινό κοίτασμα Leviathan, μέρος του οποίου κατέχεται απ' την αμερικανική εταιρεία Noble.
Σε σχέση με την Ε.Ε. αλλά και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η Ρωσία προωθεί συστηματικά και άλλες ενεργειακές επενδύσεις. Η υλοποίηση του αγωγού Turkish Stream που θα μεταφέρει το ρωσικό αέριο στα ελληνοτουρκικά σύνορα και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, επικυρώθηκε με νόμο απ' τη ρωσική Δούμα στις αρχές του έτους, ενώ η Ρωσία φαίνεται να διατηρεί στην agenda της και τον αγωγό Poseidon, που θα ενώνει την Ελλάδα και την Ιταλία, ως μέρος του ITGI (Interconnector Turkey-Greece-Italy). Μάλιστα, η Gazprom, εξέφρασε προσφάτως ενδιαφέρον να προσφέρει το αέριο της όχι μόνο στον αγωγό Poseidon, αλλά και στον Διαδριατικό αγωγό (Trans Adriatic Pipeline), ο οποίος αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου δικτύου αγωγών που αποσκοπούν να μειώσουν την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης απ' το ρωσικό αέριο. Μια τέτοια πρόταση, λογικά, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, καθώς ο TAP έχει σχεδιαστεί για να μεταφέρει σε πρώτη φάση αζέρικο αέριο, ενώ έρχεται σε σύγκρουση και με τις επιδιώξεις των ΗΠΑ για την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης. Επιπλέον, η αλματώδης αύξηση της παραγωγής ενέργειας που έχουν επιφέρει οι νέες τεχνολογικές καινοτομίες στις ΗΠΑ, δεν αφήνει πολλά περιθώρια παραχωρήσεων στην αμερικανική οικονομική διπλωματία, καθώς διακυβεύονται τεράστια επενδυτικά κεφάλαια. Μια διμερής αμερικανορωσική συνεννόηση θα συναντήσει δυσκολίες και από άλλες χώρες που θα πληγούν, όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, ενώ και ο έλεγχος της αγοράς ενέργειας είναι πλέον πολύ δύσκολος, καθώς ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και η προσφορά υπερκαλύπτει τη ζήτηση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο εμπορικός προστατευτισμός που θέλει να προωθήσει ο Trump, αλλά και η στοχευμένη αμερικανική επίθεση σε γερμανικές εταιρείες (πρόστιμα σε Deutsche Bank και σκάνδαλο Volkswagen), πλήττουν την ευρωπαϊκή ζήτηση ενέργειας και μέσω αυτής τις ρωσικές εξαγωγές, σε μια περίοδο μάλιστα όπου η Ε.Ε. έχει ήδη προωθήσει τα σχέδια της για τη δημιουργία της δικής της ενεργειακής ένωσης. Συνεπώς, μόνη διέξοδο για τη Ρωσία, πέραν της Ευρώπης, αποτελούν οι αγορές της Ασίας και ιδιαίτερα η Κίνα και η Ινδία. Οι ενεργειακές σχέσεις Ρωσίας-Κίνας είναι προχωρημένες, αλλά η Κίνα επί του παρόντος έχει τον πρώτο λόγο στη διαπραγμάτευση λόγω των χαμηλών τιμών ενέργειας. Παράλληλα, τόσο η Κίνα όσο και η Ινδία επενδύουν μεγάλα κεφάλαια στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ώστε εντός των επόμενων 15-20 ετών να αποκτήσουν έναν σχετικά ικανοποιητικό βαθμό ενεργειακής αυτονομίας.
Ο ρόλος της αμερικανικής γραφειοκρατίας και οι εξελίξεις σε Συρία και Ουκρανία
Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Trump, φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εφαρμογή της διπλωματικής προσέγγισης με τη Ρωσία. Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Michael Flynn, που υπήρξε υπέρμαχος της πολιτικής αυτής, αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά την διαρροή στον τύπο των επαφών που φέρεται να είχε με τον Πρεσβευτή της Μόσχας στις ΗΠΑ για το θέμα της άρσης των οικονομικών κυρώσεων. Ο αντικαταστάτης του στρατηγός Mc Master, τηρεί σαφώς πιο αντιρωσική στάση, έχοντας εκπονήσει στο παρελθόν και ειδική στρατιωτική μελέτη για το πώς ο αμερικανικός στρατός θα πρέπει να προσαρμοστεί στις στρατιωτικές τακτικές της Μόσχας. Ο διορισμός του Mc Master εκλήφθηκε και απ' το ρωσικό παράγοντα ως επικράτηση του αντιρωσικού «κατεστημένου» εντός των ΗΠΑ. Όμως, και άλλα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως ο αντιπρόεδρος Pence, o Υπουργός Άμυνας Mattis και ο Υπουργός Εξωτερικών Tillerson, στο πρόσφατο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου στάθηκαν επικριτικοί απέναντι στη Ρωσία, υποστήριξαν το θεσμό του ΝΑΤΟ και επισήμαναν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει στρατιωτική συμφωνία με τη Μόσχα. Επίσης, ο John McCain, ο ρεπουμπλικανός πρόεδρος της επιτροπής της Γερουσίας για τις Ένοπλες Δυνάμεις, κατηγόρησε τον Τραμπ, για τη «χαλαρή» στάση του απέναντι στη Ρωσία, ενώ παρόμοιες επιθέσεις διοχετεύονται και από μεγάλη μερίδα των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης κατά του αμερικανού προέδρου.
Οι σφοδροί ρωσικοί βομβαρδισμοί στη Συρία αλλά και το διάταγμα Putin με το οποίο αναγνωρίζονται απ' τη ρωσική ομοσπονδία τα διαβατήρια των κατοίκων των αυτοανακηρυχθέντων λαϊκών δημοκρατιών του Λουγκάνσκ και του Ντόνετσκ, προκαλούν ακόμη περισσότερες εντάσεις στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση. Αυτό που θα πρέπει να αποφασίσει τώρα η κυβέρνηση Trump, είναι τα ανταλλάγματα που θα ζητήσει απ' τη Ρωσία, για να προσφέρει την άρση των κυρώσεων και μια πιθανή συνεργασία στον διεθνή ενεργειακό στοίβο. Θα είναι ο κοινός αγώνας κατά της τρομοκρατίας και η παύση της ρωσικής επεκτατικότητας στην Ουκρανία το αντίτιμο ή θα χρειαστεί η Ρωσία να επωμιστεί και επιπλέον βάρη στη Μέση Ανατολή; Είναι σε θέση να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο η Μόσχα και τι θα σημάνει αυτό για την μελλοντική επιρροή των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή; Σε κάθε περίπτωση, ο πραγματισμός και οι οικονομικές ανάγκες της Ρωσίας, ο ανταγωνισμός των ενεργειακών εταιρειών, το εύθραυστο διεθνές οικονομικό κλίμα, αλλά και η ισχυρή αντίδραση που αναμένεται να γνωρίσει ο πρόεδρος Trump στο εσωτερικό της χώρας του, κάνουν πολύ δύσκολη –αν όχι αδύνατη- την αναθέρμανση των αμερικανορωσικών σχέσεων.
*Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος, διεθνολόγος και συντονιστής ερευνών στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.