Του Κώστα Υφαντή
Η σύνοδος κορυφής ΕΕ-Τουρκίας είναι η ο πιο πρόσφατος σταθμός ενός ταξιδιού με αβέβαιη κατάληξη. Για να είμαι πιο σαφής και διακινδυνεύοντας μια πρόβλεψη -και μαζί και την επιστημονική μου αξιοπιστία- προφανώς κόντρα στην κυρίαρχη εντός των πυλών ερμηνεία των αποτελεσμάτων της συνόδου, θα τολμούσα να διατυπώσω την άποψη ότι τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα από ότι οι περισσότερες και οι περισσότεροι πιστεύουν αυτή τη στιγμή. Και μάλλον αυτό οφείλεται στο ότι η Ελληνική πλευρά δεν «διαπραγματεύτηκε» αυτή τη φορά... Ευτυχώς!
Ας μου επιτραπεί να θυμίσω ποιά είναι η ελληνική στρατηγική και πως αυτή οριοθετήθηκε εδώ και δεκαπέντε χρόνια στο τρίγωνο Ελλάδα και Κύπρος, ΕΕ, Τουρκία. Όταν το 1999 αποφασίσαμε ως Ελλάδα να επιτρέψουμε την προσέγγιση ΕΕ-Τουρκίας ανατρέποντας μια πάγια πολιτική θέση είκοσι ετών – και τότε με πολλές και οξείες αντιδράσεις στο εσωτερικό – η στρατηγική λογική ήταν ότι σε μία Ευρώπη όπου η διαδικασία ενοποίησης (ή ολοκλήρωσης) ήταν εξαιρετικά δυναμική.
Θυμίζω ότι μόλις το 1993 καταργήθηκαν πλήρως τα εσωτερικά εμπόδια στην κίνηση κεφαλαίων, αγαθών, υπηρεσιών και πολιτών, βαδίζαμε ολοταχώς στην υιοθέτηση του Ευρώ, στην ολοκλήρωση του μεγαλύτερου κύματος διεύρυνσης, συζητούσαμε για την Συνταγματική Συνθήκη και πάνω από όλα η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν σε τροχιά ένταξης και η προσπάθεια μας ήταν το ευρωπαϊκό μέλλον της να μην καταστεί όμηρος της απαίτησης πολλών – και της Άγκυρας - να προηγηθεί η λύση του Κυπριακού. Ήταν μία εποχή που η ΕΕ ήταν τόσο ελκυστική σε όλους τους τρίτους – και στην Άγκυρα - ώστε να αποτελεί τον ιδανικό μοχλό πίεσης για την Τουρκία. Κυρίως όμως ήταν ελκυστική, σχεδόν μονόδρομος, για τους γείτονες οι οποίοι έμπαιναν στην περιδίνηση μιας οικονομικής κρίσης η οποία και διέλυσε το τουρκικό τραπεζικό σύστημα.
Το 2004 η Αθήνα, μάλλον σοφά πράττουσα, επέτρεψε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων αφού εξασφάλισε το πιο σκληρό διαπραγματευτικό πλαίσιο που είχε να αντιμετωπίσει ποτέ υποψήφια χώρα, όπου, πέρα από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, η Τουρκία για να έχει ελπίδες να καταστεί μέλος της Ένωσης θα έπρεπε να συμβάλλει σε μία λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου (το οποίο για να μην ξεχνιόμαστε είναι αρκετές δεκάδες χιλιάδες σελίδες αυστηρών και προωθημένων τεχνικών, θεσμικών και πολιτικών ρυθμίσεων).
Το πλαίσιο επίσης δεσμεύει την Τουρκία για επίλυση των εκκρεμών συνοριακών διαφορών σύμφωνα με την αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών που προβλέπει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένης της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Ακόμη και αν όλα τα πάραπάνω συμβούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις παραμένουν μια ανοιχτή διαδικασία, η έκβαση της οποίας δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί εκ των προτέρων προβλέπει το διαπραγματευτικό πλαίσιο το οποίο δεν έπαψε ποτέ να ισχύει! Αυτό το διαπραγματευτικό πλαίσιο ήταν και παραμένει ο οδηγός των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας και μία μεγάλη στρατηγική επιτυχία της Αθήνας και της Λευκωσίας.
Τι συνέβει στην πορεία; Πολλά, αλλά δύο είναι τα πλέον σημαντικά για τους σκοπούς αυτού του σημειώματος: Πρώτον, η ΕΕ και η δυναμική της ολοκλήρωσης υπέφερε και εξακολουθεί να υποφέρει από τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Την ίδια στιγμή, η διεύρυνση έφερε στην επιφάνεια τα όρια του συγκεκριμένου μοντέλου Ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Ο βαθμός εμβάθυνσης που εκφράστηκε με τον κακό συμβιβασμό της Λισαβώνας αποδείχθηκε λίγος για να σηκώσει το βάρος της διεύρυνσης σε 28 κράτη μέλη. Η εσωστρέφεια διέβρωσε την προοπτική πολιτικής προόδου, και η κρίση εξάρθρωσε την αξιοπιστία της συνεργασίας.
Δεύτερον, στην Τουρκία, η ηγεμονική παρουσία του Ταγίπ Ερντογάν λειτούργησε ευεργετικά σε πολιτικό επίπεδο, ενώ οι ταχύτατες και αθρόες οικονομικές μεταρρυθμίσεις (άνοιγμα της τουρκικής οικονομίας, απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας μέσω ενός τσουνάμι ιδιωτικοποιήσεων κλπ) είχαν ως αποτέλεσμα ρυθμούς ανάπτυξης 7-8% για περίπου μια δεκαετία. Εξοπλισμένη με μια νέα αυτοπεποίθηση και με σημαία μια νέα εξωτερική πολιτική, άκρως ιδεολογικοποιημένη στο πλαίσιο του περίφημου πλέον Δόγματος Νταβούτογλου, η Άγκυρα έστρεψε το βλέμμα της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η σχετική πολιτική, θεσμική και οικονομική παρακμή της Ένωσης, πολλά μέλη της οποίας δεν έχαναν ευκαιρία να διακηρύττουν ότι η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να καταστεί πλήρες μέλος επέτρεψε σε έναν παντοδύναμο στο εσωτερικό Ταγίπ Ερντογάν να διαμορφώσει ένα αφήγημα που σύντομα κατέστη κοινός τόπος σε πλειοψηφικά μέρη της τουρκικής κοινής γνώμης σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία δεν έχει καμμία ανάγκη την ΕΕ. Δεν μας θέλουν μία, δεν τους θέλουμε δέκα!
Σε αυτό το κομβικό σημείο η ελληνική στρατηγική εξουδετερώνεται. Αν η Τουρκία δεν «καίγεται» για την ευρωπαϊκή της προοπτική, τότε η Ελλάδα και η Κύπρος δεν έχουν μοχλούς πίεσης. Η δυναμική του τριγώνου στο οποίο σοφά η Αθήνα και η Λευκωσία εγκλωβίζουν στρατηγικά την Άγκυρα χάνεται. Η ενταξιακή διαδικασία παγώνει και κανείς δεν ενδιαφέρεται... ούτε στην Ελλάδα!
Στη διεθνή πολιτική, όμως, τα πράγματα δεν μένουν για πολύ στάσιμα. Από το 2011 με την αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, τα ισχνά όρια της νέας Τουρκικής πολιτικής αποκαλύπτονται στα ερείπια της Αραβικής Άνοιξης και στις θανάσιμες σεχταριστικές εκρήξεις στη Συρία και αλλού. Οι αγορές της Μέσης Ανατολής στις οποίες αναδείχθηκε μια νέα δυναμική τουρκική επιχειρηματική τάξη συρρικνώνονται. Η ηγεμονική φιλοδοξία της Άγκυρας και η βεβαιότητα της τουρκικής επιρροής συντρίβονται, όπως συντρίβονται όλες οι αυταπάτες. Σιγά-σιγά, η Ευρώπη, με όλες της τις δομικές αδυναμίες ξαναγίνεται ελκυστική στην Άγκυρα. Ίσως περάσει ακόμη καιρός για να το παραδεχθεί αυτό ο Ταγίπ Ερντογάν αλλά η πραγματικότητα είναι αμείλικτη, όπως και η απομόνωση της Άγκυρας.
Το ίδιο, βεβαίως αμείλικτη είναι και η πραγματικότητα για την Ελλάδα και την ΕΕ. Από τον Μάρτιο του 2014, στο Τουρκικό έδαφος έχουν εισρρεύσει πάνω από 2.000.000 πρόσφυγες. Το κόστος για την Τουρκική οικονομία υπολογίζεται σε πάνω από 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Γονατισμένη από αυτό το βάρος, η Τουρκία κάνει, δυστυχώς για την Ευρώπη, αυτό που θα έκανε κάθε χώρα στη θέση της. Αφήνει αυτό το απελπισμένο πλήθος να προχωρήσει προς την Ευρώπη. Έτσι το πρόβλημα γίνεται Ευρωπαϊκό. Έτσι, φτάσαμε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής η οποία είναι ιστορική από την στιγμή που ίσως να γυρίσει το χρόνο πίσω στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.
Τί πήρε η Τουρκία από ένα παζάρι που ξεκίνησε εδώ και μερικούς μήνες και κορυφώθηκε με την Συμφωνία των Βρυξελλών; Πρώτον, μία επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής της προοπτικής με μία ελάχιστης σημασίας απόφαση να ανοίξει ένα κεφάλαιο. Το ίδιο θα ισχυριζόμουν ακόμη και αν άνοιγαν δέκα. Ας προσέλθει η Άγκυρα να συζητήσει την εναρμόνιση της τουρκικής νομισματικής πολιτικής με το ευρωπαϊκό κεκτημένο!
Δεύτερον, μία πρόβλεψη (όχι δέσμευση) για κατάργηση της βίζας Σένγκεν για του Τούρκους πολίτες από τον Οκτώβριο του 2016. Ας ανησυχεί για αυτό η Γερμανίδα Καγκελλάριος, ο Γάλλος Πρόεδρος και οι πολιτικές ηγεσίες στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Στην Ελλάδα, στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αγαίου και όχι μόνο, μάλλον ακούγεται ευχάριστα. Και σε κάθε περίπτωση αυτή η πρόβλεψη τελεί υπό την αίρεση της εφαρμογής από την Τουρκία της συμφωνίας επανεισδοχής.
Τρίτον, οικονομική βοήθεια με αντάλλαγμα την συμφωνία της Άγκυρας να περιορίσει δραστικά τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Τα 3 δισεκατομμύρια που θα εκταμιεύσει η ΕΕ είναι μικρό αντίτιμο. Το ζήτημα είναι αν η Άγκυρα θα υλοποιήσει την δέσμευσή της. Αν και είναι νωρίς, θα έλεγα ότι οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες. Όμως η Ένωση δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Ξαναθυμίζω, ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή «φιλοξενεί» σχεδόν 2.000.000 απελπισμένους και η ΕΕ έδωσε 3 δισεκατομμύρια. Η δήλωση και για περαιτέρω οικονομική βοήθεια στο μέλλον είναι τόσο αόριστη που για όσους έχουν ελάχιστη εξοικείωση με τα δημοσιονομικά της Ένωσης μόνο χαμόγελα μπορεί να προκαλέσει. Και εν πάσει περιπτώσει, ας ανταποκριθεί η Τουρκία και βλέπουμε.
Το μόνο, λοιπόν που πήρε η Άγκυρα είναι μια δήλωση αναζωογόνησης της ευρωπαϊκής της προοπτικής, μια θεσμική διαδικασία συνόδων κορυφής και μερικές θερμές δηλώσεις. Ήταν αναμενόμενο ότι Ευρώπη και Τουρκία θα χαρακτήριζαν την συμφωνία ιστορική. Οι σύνοδοι κορυφής ΕΕ-Τουρκίας είναι γεμάτες «ιστορικού χαρακτήρα» συμφωνίες. Σίγουρα προσφέρει ένα πολιτικό κεφάλαιο στον καταρρακωμένο διεθνώς Ταγίπ Ερντογάν αλλά και αυτό δεν πρεπεί να υπερτιμάται. Έτσι κι αλλιώς δεν το χρειάζεται στο εσωτερικό αλλά και δεν μπορεί να το εξαργυρώσει στο εξωτερικό. Κανείς στην περιοχή δεν δίνει δεκάρα για την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας!
Για να κλείσω... Υπό προϋποθέσεις, η συμφωνία μπορεί να είναι θετική για την Ελληνική και Κυπριακή στρατηγική. Η Αθήνα δεν είχε κανένα λόγο να φορτώσει την ατζέντα της Συνόδου με τα κρίσιμα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν. Αυτά είναι στο τραπέζι των ενταξιακών διαπραγματεύσεων από το 2004! Θα υπάρξουν πιέσεις για χαλάρωση των βέτο σε κάποια από τα κεφάλαια; Μα προφανώς και θα υπάρξουν. Αλλά για να έχουν αξία τα βέτο πρέπει στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού να κάθεται κάποιος που να ενδιαφέρεται να διαπραγματευτεί. Tayip and Ahmet be our guests!
ΥΓ. Υπάρχει και μία κρίσιμη παράμετρος στην οποία ελπίζω να αναφερθώ σε επόμενο σημείωμα: Η επάρκεια – για να είμαι ευγενικός – της ελληνικής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στην πρόκληση και την ευκαιρία που παρουσιάζεται. Με έχει ήδη λούσει κρύος ιδρώτας!
*Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο/ Επισκέπτης Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Kadir Has, Κωνσταντινούπολη