Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Η εβδομάδα που πέρασε χαρακτηρίστηκε από γεγονότα τα οποία είναι καθοριστικά για τις εξελίξεις και τη διαμόρφωση του νέου σκηνικού στο Διεθνές Σύστημα.
Δεν είναι καθόλου τραβηγμένο να πει κανείς ότι ζούμε σε μια συγκυρία η οποία θα βάλλει τέλος στο διεθνές οικονομικό σύστημα που οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμόρφωσαν το 1945, στο Bretton Woods, και κυριάρχησε στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις του πλανήτη, μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, τίτλοι τέλους, φαίνεται να πέφτουν και στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος που είχε διαμορφωθείς από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Γιάλτα, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αν και είναι πιθανόν πολύ σύντομα να επιστρέψουμε σε ένα πλαίσιο που θα βασίζεται σε σφαίρες επιρροής μεγάλων δυνάμεων, στην καρδιά του οποίου θα βρίσκονται οι εμπορικές σχέσεις.
Μέσα σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο σκηνικό, αναδεικνύονται νέα σημεία αιχμής και τομείς ανταγωνισμού στη διεθνή σκακιέρα, και όλες οι χώρες του πλανήτη πολύ σύντομα θα κληθούν να επιλέξουν το που θα τοποθετηθούν.
Μπορεί για τους θιασώτες της άναρχης παγκοσμιοποίησης αυτό να αποτελεί casus belli, αλλά ότι και να κάνουν η εποχή αυτή έχει, καλώς ή κακώς, περάσει ανεπιστρεπτί.
Η αναπάντεχη για το σύστημα, εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ στην Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελεί μια κρίσιμη καμπή (watershed moment) στο Διεθνές Σύστημα. Στην ουσία επιταχύνει τις εξελίξεις και φέρνει πιο γρήγορα και με πιο άκομψο τρόπο το τέλος του συστήματος άναρχης παγκοσμιοποίησης.
Η εβδομάδα που πέρασε ολοκληρώθηκε με ορισμένα κομβικά γεγονότα που επιβεβαιώνουν την αλλαγή που έρχεται. Τα γεγονότα αυτά ήταν η επίσκεψη της Καγκελαρίου της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ στην Ουάσιγκτον και η συνάντηση στο Λευκό Οίκο με τον Πρόεδρο Τράμπ, η συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών του G20 στο Μπάντεν Μπάντεν της Γερμανίας, και η σειρά κρίσιμων επισκέψεων του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Ρέξ Τίλλερσον, σε Ιαπωνία, Νότια Κορέα, και Κίνα.
Τα γεγονότα αυτά συμπυκνώνουν όλο το φάσμα της νέας γεωστρατηγικής οπτικής των ΗΠΑ, η οποία χωρίς πλέον αμφιβολία θα έχει στο κέντρο της την οικονομία και την ενίσχυση των οικονομικών συμφερόντων της Ουάσιγκτον, στρατηγική η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την πρωτοκαθεδρία της και στον τομέα της ασφάλειας.
Η θυελλώδης συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου με την Γερμανίδα Καγκελάριο, πέρασε ένα διπλό μήνυμα διεθνώς. Ένα μήνυμα το οποίο αλλάζει άρδην μια πολιτική δεκαετιών και προσαρμόζει την πολιτική των ΗΠΑ, στα νέα δεδομένα. Το μήνυμα ήταν μάλιστα διπλό αλλά αλληλένδετο. Πρώτον, η Ουάσιγκτον έχει όλη την καλή διάθεση να συνεχίσει να παίζει το ρόλο του εγγυητή της ασφάλειας στην Ευρώπη, αλλά δεν σκοπεύει να συνεχίσει να πληρώνει και το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού. Ο Πρόεδρος Τράμπ, το ξεκαθάρισε με σαφήνεια στην κοινή συνέντευξη τύπου με την κ. Μέρκελ, αλλά και στο tweet της επόμενης από τη συνάντηση ημέρας, όπου είπε ωμά ότι η Γερμανία χρωστά πολλά χρήματα στο ΝΑΤΟ τα οποία πρέπει να δώσει το συντομότερο δυνατόν.
Δεύτερον, και πιο σημαντικό για τις εξελίξεις μήνυμα ήταν αυτό για το διεθνές εμπόριο και ήταν σκληρό τόσο για το Βερολίνο, όσο και για την Κίνα.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος ερωτήθηκε από Γερμανό δημοσιογράφο στην κοινή συνέντευξη τύπου εάν είναι υπέρ του απομονωτισμού και η απάντησή του δεν μπορούσε να είναι πιο σαφής για το τι έρχεται. Ανέφερε ότι είναι υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, αλλά του δίκαιου εμπορίου. Ευθεία βολή κατά του συστήματος της άναρχης παγκοσμιοποίησης.
Εδώ να σημειώσουμε, ότι η κ. Μέρκελ, φρόντισε επιδεικτικά πριν αναχωρήσει από την Ουάσιγκτον, να έχει τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο της Κίνας, όπου και καλά επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή του σε ένα καθεστώς ελεύθερου εμπορίου. Αυτό για όσους γνωρίζουν δεν έκατσε καθόλου καλά στο στομάχι του Λευκού Οίκου, αλλά και σε μεγάλη μερίδα του Κογκρέσου που έχει χάσει την υπομονή του με την Κίνα στον τομέα του διεθνούς εμπορίου.
Πέρα από τη βολή του Προέδρου στη κοινή με την Καγκελάριο συνέντευξη τύπου, το πιο σκληρό μήνυμα ήρθε στη συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών του G20 και μάλιστα σε γερμανικό έδαφος. Για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού στο κοινό ανακοινωθέν δεν υπήρχε δέσμευση υπέρ του ελεύθερου εμπορίου. Αιτία η σθεναρή αντίσταση του Αμερικανού Υπουργού Οικονομικών, Στήβεν Μινιούτσιν, και η τελική επιβολή της άποψής του.
Ο Αμερικανός Υπουργός Οικονομικών δεν μπορούσε να είναι πιο σαφής. «Πιστεύουμε στο ελεύθερο εμπόριο, είμαστε μια από τις μεγαλύτερες αγορές στον κόσμο, είμαστε ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους στον κόσμο, το εμπόριο είναι καλό για εμάς, και καλό για άλλους. Λέγοντας αυτό θέλουμε να εξετάσουμε ορισμένες συμφωνίες. Αυτό είναι το πρώτο μου G20, άρα ότι περιλαμβάνονταν στα προηγούμενα κοινά ανακοινωθέντα δεν συμβαδίζει απαραίτητα με τη θέση μου. Καταλαβαίνω τι επιθυμεί ο Πρόεδρος και τις πολιτικές του, και τι διαπραγματεύτηκα εδώ, και δεν υπάρχει τίποτα που να με κάνει πιο ευτυχισμένο από το αποτέλεσμα.»
Ακόμα και ο πολύς Βόλφανγκ Σόϊμπλε, που είχε συνηθίσει να μιλά υποτιμητικά στον προκάτοχο του κ. Μινιούτσιν, γνωστό σε όλους μας από τις «καθοριστικές» υπέρ της Ελλάδας παρεμβάσεις του Τζάκ Λιού, πήρε το μήνυμα και το έκανε γαργάρα σημειώνοντας, «Δεν είναι ότι δεν είμαστε ενωμένοι. Ήταν μη αμφισβητήσιμο ότι είμαστε κατά του απομονωτισμού. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο τι σημαίνει απομονωτισμός για κάθε Υπουργό.» Πιο στρογγυλός δεν γίνεται ο κύκλος.
Η άλλη κομβική εξέλιξη της εβδομάδας ήταν η περιοδεία του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Ρέξ Τίλλερσον, σε Νότια Κορέα, Ιαπωνία, και Κίνα.
Είναι σαφές ότι το μεγάλο αγκάθι για τη κυβέρνηση Τράμπ, θα είναι η περιοχή του Ειρηνικού και η Βόρεια Κορέα. Παρόλα αυτά η προειδοποίηση του κ. Τίλλερσον, ότι η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να συνεχίσει την τακτική της υποτονικής αντιμετώπισης έναντι των προκλήσεων του καθεστώτος Κίμ της Βόρειας Κορέας, δείχνει ότι οι ΗΠΑ θα σκληρύνουν το παιχνίδι στην περιοχή, την οποία είναι σαφές ότι αντιμετωπίζουν ως τον πλέον στρατηγικό χώρο στον τομέα της ασφάλειας, με έντονες μάλιστα οικονομικές προεκτάσεις.
Η επίσκεψη Τίλλερσον στο Πεκίνο και η συζητήσεις με την κινεζική ηγεσία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, Xi Jinping, δείχνει ότι η κυβέρνηση Τράμπ έχει επιλέξει μια τακτική μαστίγιο και καρότο έναντι της Κίνας. Ο Ρέξ Τίλλερσον, είναι αυτός που κάνει το παιχνίδι, και ο Αμερικανός Πρόεδρος είναι αυτός που με τις σκληρές τοποθετήσεις του στρώνει το πεδίο για μια συνολική συμφωνία, τόσο στο θέμα της κρίσης με τη Βόρεια Κορέα, όσο και στο κρίσιμο θέμα του διεθνούς εμπορίου.
Δεν είναι τυχαίο ότι το Πεκίνο, σε αντίθεση με την τακτική του παρελθόντος, έχει αντιδράσει με ψυχραιμία και χαμηλούς τόνους στις σκληρές τοποθετήσεις του Αμερικανού Προέδρου, όλα δείχνουν ένα κλίμα στα πλαίσια της αγαπημένης φράσης του Ντόναλντ Τράμπ, “The Art of the Deal” (η Τέχνη της Συμφωνίας). Δεν πρόκειται η Κίνα να επιτρέψει στον Κίμ της Βόρειας Κορέας, να προκαλέσει ρήγμα και κρίση στην εξαιρετικά σημαντική σχέση της με τις ΗΠΑ.
Βέβαια, πέρα από τα αγκάθια στον εμπορικό τομέα και την Βόρεια Κορέα, υπάρχει και η κρίση στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, όπου εμπλέκονται Ιαπωνία και Νότια Κορέα, και τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα.
Είναι βέβαιο ότι η περιοχή του Ειρηνικού είναι πλέον για την Ουάσιγκτον, η περιοχή ύψιστης στρατηγικής σημασίας που θα απορροφήσει τη μεγαλύτερη προσοχή της νέας κυβέρνησης.
Η Ρωσία αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, το οποίο έχει άμεση σχέση και με τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Εκτός απρόοπτου και στον τομέα των σχέσεων με τη Ρωσία η κυβέρνηση Τράμπ, θα επιδιώξει να βρει μια χρυσή τομή συνεννόησης, όταν καταλαγιάσει ο ανόητος θόρυβος στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, για τη δήθεν ρωσική επέμβαση και τις ύποπτες σχέσης του Προέδρου και του επιτελείου του με τη Ρωσία.
Συμπερασματικά, είναι παραπάνω από σαφές πλέον ότι διανύουμε μια κρίσιμη ιστορική καμπή για το μέλλον του διεθνούς συστήματος. Οι αλλαγές θα είναι ριζικές και ραγδαίες και όσοι αρνούνται να πάρουν το μήνυμα θα βρεθούν στο περιθώριο των εξελίξεων.
Δυστυχώς σε αυτό το σκληρό πόκερ, στου οποίου το κέντρο θα βρεθούν οι διεθνείς οικονομικές – εμπορικές σχέσεις, ο αδύναμος κρίκος, λόγος της παρατεταμένης κρίσης την οποία διέρχεται, είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν άμεσα δεν αντιληφθεί την ροή των εξελίξεων και συνεχίσει να ομφαλοσκοπεί, αρνούμενη να αλλάξει πορεία και να μεταρρυθμιστεί, θα περάσει στο περιθώριο τη νέας εποχής με καταστροφικές συνέπειες για την Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης είναι Διεθνολόγος Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University και Δημοσιογράφος.