Του Θάνου Π. Ντόκου
Οι αμερικανικές εκλογές, ειδικά όταν δεν πρόκειται απλώς για πιθανή επανεκλογή του υπηρετούντος Προέδρου, αποτελούν πάντοτε ένα γεγονός πλανητικού ενδιαφέροντος. Η σημερινή εκλογική αναμέτρηση συγκεντρώνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό την προσοχή της διεθνούς κοινότητας λόγω των πολύ διαφορετικών πολιτικών θέσεων και της προσωπικότητας των δύο υποψηφίων.
Προβληματισμό, βεβαίως, προκαλεί το γεγονός ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα κατέληξε σε δύο πρόσωπα τα οποία στα μάτια των ψηφοφόρων στερούνται οράματος και αντιμετωπίζονται από την πλειονότητα όσων τελικά τους τιμήσουν με την ψήφο τους ως «λιγότερο προβληματική περίπτωση από τον/την αντίπαλο».
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τις απόψεις της κυρίας Κλίντον και του κυρίου Τραμπ για μια σειρά 'εσωτερικών' ζητήματων. Συγκριτικά πολύ λιγότερο έχει συζητηθεί το πρόγραμμα και οι θέσεις εξωτερικής πολιτικής των δύο υποψηφίων, ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη τη χώρα μας, τόσο λόγω διμερούς σχέσης με τις ΗΠΑ, όσο και –κυρίως- λόγω του εξαιρετικά σημαντικού αμερικανικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Βεβαίως, η σύγκριση δεν είναι εύκολη καθώς ο κ. Τραμπ ήταν μέχρι σήμερα εξαιρετικά φειδωλός στις δηλώσεις του για θέματα εξωτερικής πολιτικής, ενώ δεν είναι σαφές ποιο θα είναι το επιτελείο του σε περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές. Γνωρίζοντας τα βασικά πρόσωπα του επιτελείου των συμβούλων, μπορεί κανείς να εξάγει κάποια πρώτα συμπεράσματα για την γενική κατεύθυνση πολιτικής ενός υποψηφίου προέδρου.
Η εντύπωση, πάντως, είναι ότι ο κ. Τραμπ πιθανόν να είναι πιο σκληρός απέναντι στην Κίνα και πιο ήπιος απέναντι στη Ρωσία, σε σχέση με την κυρία Κλίντον. Η δε γενικότερη προσέγγισή του σε θέματα ΝΑΤΟ, και αλλά και εξωτερικής πολιτικής γενικότερα έχει περισσότερα στοιχεία απομονωτισμού, ενώ συστηματικά χρησιμοποιεί σκληρές εκφράσεις για το Ισλάμ. Συνολικά δε, οι γνώσεις του για την εξωτερική πολιτική, και ιδιαίτερα για την Ευρώπη, είναι εξαιρετικά περιορισμένες και περιστρέφονται κυρίως γύρω από τα επιχειρηματικά του συμφέροντα και δραστηριότητες.
Η κυρία Κλίντον υπερέχει συντριπτικά όσον αφορά στην εμπειρία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, δεν θα προκαλέσει σημαντικές αναταράξεις σε θέματα ΝΑΤΟ και σχέσεων με την Ευρώπη και θα τοποθετήσει σε θέσεις κλειδιά πρόσωπα που γνωρίζουν τα ευρωπαϊκά θέματα σε βάθος. Κεντρική πηγή ανησυχίας αποτελεί η αναμενόμενη σκληρότερη πολιτική έναντι της Ρωσίας σε σύγκριση με τον προκάτοχό της. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι, τουλάχιστον αρχικά, θα υπάρξει κλιμάκωση της έντασης στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί κάποιας μορφής συνεννόηση σε βάθος χρόνου. Ερωτηματικά υπάρχουν και για το αν θα επιδιώξει ένα πιο ενεργό ρόλο των ΗΠΑ στο Συριακό δράμα.
Εν κατακλείδι, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (αλλά και γενικότερα) η κυρία Κλίντον σε καμία περίπτωση δεν ξεσηκώνει κύματα ενθουσιασμού, αλλά φαίνεται ως επιλογή αρκετά μικρότερου ρίσκου σε σύγκριση με την εναλλακτική λύση.
*Ο κ. Θάνος Ντόκος είναι Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).