Tου Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου
Ο αντίκτυπος των εννέα μηνών της νέας αμερικανικής διακυβέρνησης υπό την ηγεσία του Προέδρου Donald Trump, στα ζητήματα Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας και Ασφάλειας δύναται να χαρακτηριστεί εκκωφαντικός στη διεθνή πολιτική σκηνή, καθώς μια σειρά πρωτοβουλιών, ενεργειών και διακηρυκτικών προθέσεων της νέας αμερικανικής ηγεσίας, αναδιατάσσουν την διεθνή ισορροπία ισχύος, επανακαθορίζουν την στάση της Ουάσιγκτον σε ζωτικά διμερή και διεθνή ζητήματα και παραπέμπουν σε μια αναθεώρηση της στρατηγικής προσέγγισης των ΗΠΑ στο επίπεδο της Υψηλής Στρατηγικής σε σχέση με την πρότερη στρατηγική της διακυβέρνησης Obama.
Απαιτείται συνεπώς, η σκιαγράφηση του νέου δόγματος Trump στην Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι λόγω της απουσίας επίσημου κειμένου (η στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας-National Security Strategy θα βγει στη δημοσιότητα σε λίγους μήνες), τα όποια συμπεράσματα εξάγονται, από το πεδίο της Διακηρυκτικής Πολιτικής (Declaratory Policy) και τις πτυχές της πρακτικής εφαρμογής του.
Το ιδεολογικό περίβλημα του δόγματος Trump, διέπεται αρχικά από τις αρχές του Εθνικού Συντηρητισμού (National Conservatism) που χαρακτήριζε την πολιτική του Προέδρου Α. Τζάκσον και έχει ως σημείο αναφοράς την προάσπιση των ζωτικών αμερικανικών εθνικών συμφερόντων με την στενή έννοια του όρου.
Ως εκ τούτου, απορρίπτεται η ιδέα ότι το αμερικανικό εθνικό συμφέρον είναι συνυφασμένο αποκλειστικά με τις διεθνείς Συμμαχίες και τους πολυμερείς θεσμούς, στους οποίους οι ΗΠΑ επένδυσαν μεταπολεμικά, αποκηρύσσεται ως μη εξυπηρετούσα το εθνικό συμφέρον, η Υψηλή Στρατηγική της Φιλελεύθερης Ηγεμονίας (Liberal Hegemony), η στρατηγική επιλογή της Εκτεταμένης Εμπλοκής
(Extended Engagement), η οποία αντικαθίσταται από την «Επιλεκτική Εμπλοκή»(Selective Engagement), Ενώ απορρίπτεται και η πρακτική των στρατιωτικών επεμβάσεων και αλλαγής καθεστώτων για ανθρωπιστικούς λόγους.
Το διαφαινόμενο δόγμα Trump συνίσταται σε δύο κομβικά αξιώματα, ήδη φανερά από την προεκλογική εκστρατεία-τα οποία δίνουν το κεντρικό στίγμα της στρατηγικής της νέας διακυβέρνησης στα ζητήματα της Εξωτερικής Πολιτικής και Εθνικής Ασφάλειας.
Εξαρχής, η κεντρική προεκλογική εκστρατεία κινήθηκε στη βάση του αξιώματος «Πρώτα η Αμερική» (America first), το οποίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις λόγω της έντονης νέο-απομονωτικής (neo-isolationist) χροιάς που το διακατείχε. Το «Πρώτα η Αμερική» συνηγορεί υπέρ μιας στρατηγικής προσέγγισης βασισμένης αποκλειστικά στην εθνική κυριαρχία και στην εξασφάλιση των ζωτικών εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ.
Το βασικό μοτίβο όμως του διαφαινόμενου δόγματος της διακυβέρνησης Trump, αποτελεί το αξίωμα της «Εξασφάλισης της Ειρήνης μέσω της Ισχύος» (Peace through Strength), το οποίο ανατρέχει στη διάσημη ρήση του πρώην Αμερικανού Προέδρου Ronald Reagan, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και την επακόλουθη αμερικανική στρατηγική προσέγγιση της σιδηράς πυγμής και της μεγάλης αύξησης των στρατιωτικών εξοπλισμών, γεγονός που οδήγησε ,κατά τη γνώμη ορισμένων αναλυτών, στην τελική ήττα και στην διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Βασικές προτεραιότητες του δόγματος Trump αποτελούν: α) Η κατανίκηση του Ισλαμικού Κράτους και του ριζοσπαστικού Εξτρεμιστικού Ισλάμ, β) Η αποτροπή της διασποράς και διάδοσης των Μέσων Μαζικής Καταστροφής: Η ανάσχεση της Βόρειας Κορέας αποτελεί πλέον την βασική προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο επίπεδο, ενώ η ανάσχεση των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν καθώς και της στρατηγικής του επιρροής σε περιφερειακό επίπεδο διαφαίνεται ως ιδιαιτέρως αναγκαία για την νέα αμερικανική ηγεσία. Εν κατακλείδι σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, τόσο ο περιορισμός της Κίνας όσο και της επανακάμψασας στο διεθνές στερέωμα, Ρωσίας αποτελούν πλέον πρωταρχικούς στρατηγικούς στόχους της διακυβέρνησης Trump.
Στο οικονομικό επίπεδο, υιοθετείται προστατευτική ατζέντα, ενώ προκρίνεται η επαναδιαπραγμάτευση τόσο εμπορικών όσο και πολιτικο- στρατιωτικών συμφωνιών (στο επίπεδο της διεθνούς οικονομικής συνεργασίας ,η περίπτωση απόσυρσης των ΗΠΑ από το Σύμφωνο Δι-Ειρηνικής Συνεργασίας (TPP) και στο ευρω-ατλαντικό πλαίσιο, η Ρητορική περί αναχρονιστικού ΝΑΤΟ και η απειλή αλλαγής της στάσης των ΗΠΑ αναφορικά με την ευρωπαϊκή ασφάλεια αν δεν εκπληρωθεί το ορόσημο του 2%).Παράλληλα προωθείται «σκληρή γραμμή» στα θέματα εθνικής ασφάλειας.
Ακολούθως, το δόγμα Trump δείχνει σαφή προτίμηση στην επανεθνικοποίηση της ατζέντας της Εξωτερικής Πολιτικής, προκρίνοντας στην αξία των διμερών συμφωνιών, έναντι των πολυμερών συμφωνιών. Ένα επιπλέον καινοφανές χαρακτηριστικό του νέου δόγματος, αποτελεί η συναλλακτική οπτική (Transactional View) της Εξωτερικής Πολιτικής, η εισαγωγή και προώθηση μιας επιχειρηματικής λογικής στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, γεγονός που αποτιμά τις παραδοσιακές Συμμαχίες των ΗΠΑ στη λογική κόστους-οφέλους αντί στη βάση των κοινών αξιών και δεσμών.
Αξίζει να σημειωθεί πως το δόγμα Trump δεν διαφoροποιείται σημαντικά από τις βασικές πτυχές του ρεπουμπλικανικού δόγματος Εθνικής Ασφάλειας των τελευταίων δεκαετιών που εμπεριέχει αφενός, την «σκληρή» ρητορική και την προβολή ισχύος στο πλαίσιο ηχηρού μηνύματος, το οποίο αφορά στην επιλογή (option) της στρατιωτικής δράσης όπου διακυβεύονται αμερικανικά συμφέροντα σημειωτέον πως η διακυβέρνηση Obama την καταφυγή στα όπλα την θεωρούσε επιλογή έσχατης ανάγκης (buyer of last resort)- και αφετέρου την τακτική ευελιξία (flexibility) που επιτρέπει την αποκλιμάκωση με ευνοϊκούς όρους (Χαρακτηριστικό των Στρατηγικών των κυβερνήσεων R. Reagan και G. Bush του Πρεσβύτερου).
Αναφορικά με την διαχείριση κρίσεων, το νέο δόγμα διέπεται από το μοτίβο της κλιμάκωσης –αποκλιμάκωσης (escalate-de-escalate)προς εξασφάλιση ευνοϊκότερης θέσης, το οποίο κατέστη φανερό σ' όλες τις περιπτώσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η νέα διακυβέρνηση έως τώρα.
Το νέο δόγμα στο πλαίσιο της προβολής ισχύος σε αντιστοιχία με το peace through strength, περιλαμβάνει προσεκτικές, στοχευμένες, περιορισμένου χαρακτήρα (limited) στρατιωτικές ενέργειες, όπως αυτή της αμερικανικής πυραυλικής επίθεσης στη συριακή αεροπορική βάση Αλ Σαϋράτ, όπου κατέστη προφανής η ομοιότητα με την αντίστοιχη επιχείρηση της διακυβέρνησης Reagan στη Λιβύη το 1986.
Αξίζει να σημειωθεί πως σ ότι αφορά στην δημιουργία και αξιοποίηση των Διεθνών Συμμαχιών αναφορικά με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, η διακυβέρνηση Trump διαφέρει από την διακυβέρνηση Obama, καθώς δεν αποκλείει την μονομερή δράση των ΗΠΑ, εντούτοις δεν απορρίπτει εξ ολοκλήρου την λογική των
Συμμαχιών, καθώς αναφέρεται στην στρατηγική δημιουργίας της «Συμμαχίας των Προθύμων-Coalition of the Willing», δομικό στοιχείο του δόγματος της διακυβέρνησης Μπους του Νεότερου.
Αντιθέτως υιοθετεί μια στρατηγική προσέγγιση του «ηγείσθαι εκ του προσκηνίου» (leading from the front) σε σχέση με το περίφημο «ηγείσθαι εκ του Σύνεγγυς» (leading from behind) του προκατόχου του.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση της διαφαινόμενης στρατηγικής προσέγγισης της κυβέρνησης Trump, έναντι του προκατόχου του, έγκειται στον τρόπο διατήρησης της πρωτοκαθεδρίας (primacy) των ΗΠΑ στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.
Η νέα διακυβέρνηση ευνοεί την στρατιωτική ισχύ (hard power) έναντι της «ήπιας» ισχύος (soft power), πριμοδοτεί την γενναία αύξηση στρατιωτικών δαπανών επιδιώκοντας στρατιωτική υπεροπλία έναντι των ανταγωνιστών της και επενδύει σε αυξημένες στρατιωτικές δυνατότητες και δεσπόζουσες Ένοπλες Δυνάμεις, έχοντας στόχο να καταστήσει τις ΗΠΑ εκ νέου την πρωταρχική ηγεμονική δύναμη στο διεθνές σύστημα στις επόμενες δεκαετίες του 21ο αιώνα.
**Το παρόν άρθρο αποτελεί επέκταση της ομιλίας του γράφοντος στο ετήσιο συνέδριο Defenseworld 2017.
* Ο Κων/νος Θ. Λαμπρόπουλος είναι Associate Fellow στο Geneva Centre for Security Policy,εξωτερικός συνεργάτης στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας (ΚΕ.ΜΕ.Α) και στο Ελληνικό Ίδρυμα Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Εξωτερικής Πολιτικής( ΕΛΙΑΜΕΠ)