Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Το 2018 παρουσιάζεται μια κλιμάκωση των προκλήσεων της Άγκυρας με αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων σε όλο σχεδόν το φάσμα των τουρκικών διεκδικήσεων. Καθώς μάλιστα ο αντίπαλος διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων έχει αυξημένες δυνατότητες αιφνιδιασμού της ελληνικής πλευράς, δυσανάλογης προβολής ισχύος και αποκόμισης των αντίστοιχων ψυχολογικών κερδών στα οποία αποβλέπουν πολλές από τις κινήσεις του.
Είναι αλήθεια ότι η διαμόρφωση του επιχειρησιακού περιβάλλοντος προσφέρει τακτικά πλεονεκτήματα στην Τουρκία τα οποία και εκμεταλλεύεται επαρκώς με τα αναβαθμισμένα μέσα που διαθέτει. Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα της Άγκυρας ίσως βρίσκεται στην παγιωμένη, όπως φαίνεται, αντίληψη των τουρκικών ηγεσιών ότι η Αθήνα, στη δικαιολογημένη προσπάθεια της να αποφύγει μια θερμή αναμέτρηση, θα αποδεχθεί τη σταδιακή διολίσθηση και εγκατάλειψη παγίων θέσεων της και του υφιστάμενου status quo.
Ο χαρακτηρισμός της ελληνικής αυτοσυγκράτησης ως δικαιολογημένης δεν προκύπτει μόνο από την επιθυμία αποφυγής μια σύρραξης, γενικευμένης ή τοπικής, που ενδεχομένως σε περίπτωση αρνητικής έκβασης να οδηγήσει σε μια αναγκαστική αναδιαπραγμάτευση του υφιστάμενου στην περιοχή καθεστώτος.
Εξίσου πραγματικός είναι και ο φόβος κατάρρευσης της ασθενικής ελληνικής οικονομίας, από ένα μετρίας έντασης θερμό επεισόδιο, ανεξαρτήτου έκβασης, αποτέλεσμα που θα οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη ανατροπή της στρατιωτικής ισχύος σε βάρος μας. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και με χαμηλό το ρίσκο, είναι αναπόφευκτο η Άγκυρα, για μια σειρά από λόγους, να εντείνει την προκλητικότητα της σε όλα τα επίπεδα. Οι τουρκικές προκλήσεις και η επεκτατικότητα, καίτοι παρουσιάζουν μια αναπόφευκτη σύνδεση με τις εσωτερικές και περιφερειακές εξελίξεις, θα συνεχίσουν να αποτελούν μόνιμο και σταθερό χαρακτηριστικό της πολιτικής της Άγκυρας και μάλιστα με αυξανόμενο ρυθμό καθώς αντιλαμβάνεται τη συνεχή σε βάρος μας ανατροπή όλων των συντελεστών ισχύος.
Αυτή δυστυχώς είναι η πραγματικότητα, την οποία ενώ αναγνωρίζουν όλες οι πολιτικές ηγεσίες, αρνούνται να ενημερώσουν ειλικρινά τον ελληνικό λαό, αποφεύγουν να αναλάβουν τις αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις και αδυνατούν να χαράξουν μια σταθερή στρατηγική μακριά από κομματικές σκοπιμότητες. Ενώ στο διακηρυκτικό επίπεδο, όλα τα κόμματα ομιλούν για υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων εντούτοις αποφεύγουν να προχωρήσουν στην εξασφάλιση των μέσων -δεν αναφέρομαι μόνο σε στρατιωτικά- που απαιτούνται. Συχνά μάλιστα, οι μέχρι χθες, υπεύθυνοι παραμέλησης της «σκληρής ισχύος» του κράτους, εγκαλούν τους σημερινούς κυβερνώντες με τους τελευταίους να λησμονούν τις εκτός τόπου και χρόνου διεθνιστικές αντιλήψεις που πρέσβευαν και ορισμένοι εξ αυτών αρνούνται ακόμη και τώρα να αποχωριστούν.
Αντίστοιχη, όμως, και η δική μας ευθύνη που ενώ αναγνωρίζουμε το πρόβλημα και καθημερινά αγωνιούμε για τις εξελίξεις και η ψυχή μας θλίβεται με άτυχα περιστατικά και κατακρίνουμε την ελληνική «αυτοσυγκράτηση», αρνούμαστε να αποδεχθούμε το κόστος που μας αναλογεί για να προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε την κατάσταση αυτή.
Τα προηγούμενα χρόνια της τεχνικής καταναλωτικής ευδαιμονίας, της επικράτησης μετριοτήτων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, της αναξιοκρατίας σε πολλούς τομείς του δημοσίου και της διακίνησης διεθνιστικών αντιλήψεων φαίνεται ότι έχουν περιορίσει τις διαθέσεις αντίδρασης μας. Ως εκ τούτου περιοριζόμαστε σε ακίνδυνους «λεονταρισμούς», ανεύθυνη κριτική «καφενείου» και κυρίως αρνούμεθα να αναλάβουμε το κόστος που μας αναλογεί υποδεικνύοντας ότι οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να ξεκινήσει από τους «άλλους», τους έχοντες, κατέχοντες και ευνοημένους.
Η ενίσχυση της αμυντικής μας αποτροπής έναντι της επεκτατικότητας της Άγκυρας σε καμία περίπτωση δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Απαιτεί τιτάνιες προσπάθειες, σταθερότητα, εμπεριέχει κινδύνους και δεν εξασφαλίζει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ούτε και η εφαρμογή της μπορεί να ξεκινήσει αυτόματα με μια απόφαση, συνειδητή και σύσσωμη της πολιτικής ηγεσίας και του λαού. Προϋποθέτει προσεκτικά οικοδόμηση όλων των συντελεστών ισχύος.
Ενδεχομένως να απαιτήσει και την επιδέξια προσωρινή συνέχιση μιας επιλεκτικής κατευναστικής στρατηγικής μέχρι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις δυναμικής επιστροφής. Ανάλογη πολιτική εφήρμοσε ο Ιωάννης Μεταξάς την περίοδο 1936-1940, αποδεχόμενος στωικά (κατευναστικά θα λέγαμε σήμερα) πλήθος ιταλικών προκλήσεων ενώ ταυτόχρονα - με τα εξίσου περιορισμένα μέσα της εποχής εκείνης - οικοδομούσε μια αξιόπιστη και αποτελεσματική όπως αποδείχθηκε πολεμική μηχανή. Η ισχνή οικονομική μας κατάσταση σίγουρα περιορίζει τις δυνατότητες μιας επιθυμητής αναβάθμισης των στρατιωτικών μέσων. Ως εκ τούτου θα πρέπει να επιστρατεύσουμε την εφευρετικότητα μας υιοθετώντας παράλληλα μια σκληρή και απαιτητική εκπαίδευση, μονίμων και κληρωτών, αναβαθμίζοντας το ρόλο της εφεδρείας και αυξάνοντας τη διάρκεια της θητείας στα αναγκαία επίπεδα.
Σημαντική είναι η επιλογή κατάλληλων τρόπων αντιμετώπισης της τουρκικής προκλητικότητας στο τακτικό επίπεδο. Αποτελεί όμως επικίνδυνη αυταπάτη να θεωρούμε ότι η αντιμετώπιση αυτή είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο με μη βίαια μέσα. Η ελεγχόμενη βίαιη αντίδραση είναι αναπόφευκτη, γεγονός που σίγουρα εμπεριέχει κινδύνους κλιμάκωσης και απωλειών αλλά σίγουρα δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την επίφοβη υποχρεωτική αναδιαπραγμάτευση των πάντων!
Κάποτε θα πρέπει να εξετάσουμε - και να διακινδυνεύσουμε - μάλιστα και το ενδεχόμενο της δικής μας προετοιμασμένης «παγίδευσης» μιας τουρκικής προκλητικής ενέργειας σε χρόνο και τόπο που εμείς θα επιλέξουμε. Προέχει όμως να είμαστε προσεκτικοί και να αποφύγουμε εμπλοκή σε άστοχες ενέργειες που δίνουν την ευκαιρία στους αντιπάλους μας να αποκομίσουν οφέλη ή έστω να δημιουργήσουν εντυπώσεις.
Η επιδεικτική ανύψωση σημαιών, μπορεί - και ορθά - να εξυψώνει το εθνικό φρόνημα αλλά εξασφαλίζει θετικά αποτελέσματα μόνο όταν γίνεται προσχεδιασμένα σε ευαίσθητους χώρους. Σίγουρα η αποχή από πράξεις επίδειξης της κρατικής κυριαρχίας εμφανίζεται ως ένδειξη ηττοπάθειας και υποχωρητικότητας. Το «γκριζάρισμα», όμως, των Ιμίων δεν πραγματοποιήθηκε όταν αποχώρησε το άγημα με τη σημαία αλλά όταν ο βοσκός της Καλύμνου, χρόνια αργότερα, απέσυρε ή του επιτράπηκε να αποσύρει - για ανεξήγητους για μένα λόγους - το κοπάδι του από τις βραχονησίδες. Αντίστοιχα και στο φιλόξενο ερημονήσι του Μικρού Ανθρωποφάγου δεν είναι η σημαία ούτε η τοποθέτηση φυλακίου - άλλωστε που θα πρωτοβάλουμε φυλάκια - που θα κατοχυρώσουν την κυριαρχία μας αλλά η ύπαρξη ανθρώπινης παρουσίας που θα συσχετιστεί με την οικονομική ζωή. Τρόποι υπάρχουν, απλά ενέχουν κόστος - μικρότερο από το κόστος εγκατάστασης φυλακίου - και απαιτούν μεθόδευση, μακροχρόνια στόχευση, υπομονή και κυρίως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η αναμέτρησή μας με την Τουρκία γίνεται και στον τομέα των ψυχολογικών επιχειρήσεων, τα αποτελέσματα του οποίου δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε. Οι αναφορές στο Μικρό Ανθρωποφάγο καταδεικνύουν ότι πλέον οι Τούρκοι δεν απαιτείται να χρησιμοποιούν ένοπλα τμήματα και μέσα για να αμφισβητούν τα δικαιώματα μας, την πολιτική συνοχή και το φρόνημα μας, αλλά μπορούν μόνο με δηλώσεις της ηγεσίας τους να δημιουργούν τριγμούς στην καθημερινότητα μας. Στον τομέα αυτό απαιτείται σύμπνοια του πολιτικού κόσμου, με κυρίαρχη ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά και των ΜΜΕ και αντίστοιχη ενημέρωση και γιατί όχι «εκπαίδευση» του ελληνικού λαού.
Η πολυδιαφημιζόμενη στρατηγική αναβάθμιση της χώρας στο σημερινό ασταθές περιβάλλον, σίγουρα ενισχύει τη θέση μας αλλά με κανένα τρόπο δεν μας εξασφαλίζει από τις διαθέσεις της Άγκυρας. Ας μη ξεχνάμε ότι η Τουρκία εμφανίζεται πλέον αρκετά απρόθυμη να υπακούσει στα κελεύσματα των ΗΠΑ. Η πολυ-υποσχόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση υπό το φόβο της επανάληψης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και το δέλεαρ των τουρκικών αγορών εμφανίζεται άτολμη. Παράλληλα, η προσέγγιση της Άγκυρας με τη Μόσχα ίσως να δελεάσει τη δεύτερη να ενθαρρύνει μια ανάφλεξη του νοτιανατολικού τομέα της Συμμαχίας. Ως εκ τούτου η αρχή της «αυτοβοήθειας» παραμένει θεμελιώδης άξονας της στρατηγικής μας. Ταυτόχρονα, η αναζήτηση όμως εξωτερικών ερεισμάτων προϋποθέτει όχι μόνο την επιδέξια διαπραγμάτευση αλλά αναπόφευκτα και την ανάλογη ικανοποίηση ορισμένων αιτημάτων τους.
Στον περιορισμένο χώρο παρατέθηκαν, μάλλον επανελήφθησαν, ορισμένες σκέψεις για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας - επεκτατικότητας. Το κύριο βάρος της ανάληψης των αναγκαίων διορθωτικών ενεργειών πέφτει στους ώμους του πολιτικού κόσμου. Μικρότερο βάρος επιμερίζεται και στη στρατιωτική ηγεσία που μετά επιτάσεως πρέπει να επιβάλει τη λήψη των ελάχιστων αναγκαίων αμυντικών μέτρων. Οι ευθύνες όμως διαχέονται και σε όλους μας που αντιπαρερχόμενοι τα σημαντικά μας βιοτικά προβλήματα της καθημερινότητας πρέπει να αντιληφθούμε την ανάγκη όχι μόνο πίεσης του πολιτικού κόσμου για εθνική συστράτευση αλλά και ατομικής ανάληψης επιπρόσθετων και δυσβάστακτων βαρών. Άλλη λύση, πλην μιας ακόμη εθνικής ήττας δεν υπάρχει, τόσο απλά!
* Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα), πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου με μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ).
Φωτογραφία: ΑPImages