Της Δρ. Μαρίας Χρ. Αλβανού*
Η 11η Σεπτεμβρίου έχει συνδεθεί πλέον ως ημέρα με την τρομοκρατία. Η ισλαμιστική τρομοκρατία χτύπησε τις ΗΠΑ με τραγικό, αλλά και επιχειρησιακά πρωτότυπο τρόπο και άλλαξε τα δεδομένα στην ασφάλεια διεθνώς. 16 χρόνια μετά, την Al Qaeda ως κύριο εκφραστή του ισλαμιστικού τρομοκρατικού δικτύου εναντίον της Δύσης, έχει αντικαταστήσει το Daesh.
Όσο αυξάνονται οι επιθέσεις στην Ευρώπη, είναι εύλογο να αναρωτιέται κάποιος σχετικά με τον κίνδυνο στην Ελλάδα. Στην πρώτη φάση δράσης του ισλαμιστικού δικτύου και μολονότι η χώρα μας φιλοξένησε ένα αθλητικό γεγονός διεθνούς ενδιαφέροντος όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες (ιδανικό ως πλαίσιο για την εξέλιξη μιας τρομοκρατικής επίθεσης), η Αl Qaeda δεν χτύπησε τη χώρα μας. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν φαίνεται να αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για το ισλαμιστικό δίκτυο, ούτε και τώρα που στη Δύση εκπροσωπείται επιχειρησιακά από το δίκτυο των αυτουργών του Daesh. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν πιο άμεσο στόχο, με τη έννοια ότι εκφράζουν πιο αυθεντικά τον “εχθρό” που πρέπει να τιμωρηθεί, δηλαδή τους “απογόνους των σταυροφόρων”, τους “αποικιοκράτες”, τους “εχθρούς του Ισλάμ” κλπ., όπως τους κατονομάζει το το ισλαμιστικό δίκτυο στη ρητορική του ως άλλοθι για τη βία. Επίσης η γενικότερη επικοινωνιακή σημασία ενός χτυπήματος σε χώρες όπως π.χ. η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι γενικότερα μεγαλύτερη και με πιο ισχυρό διεθνές αντίκτυπο. Oπως έχει ειπωθεί πολύ ορθά, στην τρομοκρατία οι νεκροί αποτελούν το μέσο, και οι τρομοκράτες αποζητούν τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα και παγκόσμιο ενδιαφέρον για τις επιθέσεις τους.
Παρόλα αυτά, κατά την ισλαμιστική κοσμοθεωρία και ιδεολογία οποιοδήποτε έδαφος υπό ισλαμική κατοχή οφείλει να “απελευθερωθεί”. Λαμβάνοντας υπ''όψιν ιστορικά την εδαφική έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γίνεται αντιληπτό ότι και η Ελλάδα δεν αποκλείεται να αποτελέσει στόχο μιας επίθεσης. Επίσης η γεωγραφική θέση της Ελλάδας την καθιστά επιχειρησιακά προσιτή, ειδικά όταν έχουν προκύψει πληροφορίες για αυτουργούς τρομοκρατικών πράξεων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ή μέλη τρομοκρατικών ομάδων που πέρασαν από χώρα μας. Όταν μια χώρα λειτουργεί ως πέρασμα, έστω και μια προσωρινή παραμονή σημαίνει ότι υφίσταται δυνατότητα και κυρίως ευκαιρία δράσης. Θα πρέπει να ελεγχθεί λοιπόν αν και σε ποιό βαθμό υπάρχει στην Ελλάδα κάποιο σχετικό υποστηρικτικό δίκτυο. Φυσικά τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν κάτι από μόνα τους, αφού μόνο από τον έλεγχο των αρμόδιων εγχώριων αρχών ασφαλείας σε συνδυασμό που θα αξιολογήσουν και άλλες πληροφορίες, μπορεί να προκύψει μια αξιόπιστη εικόνα σχετικά με το επίπεδο της ισλαμιστικής απειλής.
Εκφράζονται κατά καιρούς απόψεις που θέλουν τη χώρα μας εκτός ισλαμιστικού κινδύνου, με βάση τις παραδοσιακά θετικές σχέσεις της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο και τη μή άμεση στοχοποίηση της χώρας μας σε προηγούμενες δεκαετίες, όταν οργανώσεις της Μέσης Ανατολής με επιθέσεις τους αναστάτωναν την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή η θεώρηση αγνοεί ότι το Daesh μπορεί να έχει εδαφική βάση στη Μέση Ανατολή, αλλά δεν έχει καμιά σχέση με τις οργανώσεις της Μέσης Ανατολής που έδρασαν επιχειρησιακά στην Ευρώπη τις δεκαετίες του ''70 και ''80. Οι ισλαμιστές τρομοκράτες εμφορούνται από ιδεολογία τυφλού μίσους και σχεδόν “αποκαλυπτικών” διαστάσεων, που μάλλον δεν αφήνει περιθώρια για θεωρίες ασφάλειας βασισμένες σε “συμμαχίες” και “συμπάθειες”. Άλλωστε στην τρομοκρατία γενικότερα δεν υπάρχουν “κόκκινες γραμμές” και κάθε επιχειρησιακή ή στρατηγική επιλογή είναι θεμιτή και πιθανή προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος που είναι η πρόκληση τρόμου.
Σε αυτή τη φάση και όπως έχει εξελιχθεί η ισλαμιστική απειλή είναι αφελές να πιστεύουμε ότι υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα (και γενικότερα χώρα στον κόσμο) που αποκλείεται να αποτελέσει στόχο τρομοκρατικής επίθεσης. Οι υπηρεσίες ασφαλείας όλων- φυσικά και της Ελλάδας- πρέπει να είναι σε ετοιμότητα που πρακτικά μεταφράζεται σε συλλογή και ανταλλαγή πληροφοριών (το intelligence αποτελεί πρωταρχική πτυχή της ασφάλειας), επιχειρησιακή ικανότητα πρόληψης και αντιμετώπισης διάφορων τύπων επιθέσεων, καθώς και θωράκιση ευαίσθητων στόχων. Επίσης σε ετοιμότητα οφείλουν να είναι και φορείς που εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής προστασίας, γιατί ο χειρισμός των συνεπειών μιας τρομοκρατικής επίθεσης χρήζει συντονισμένης απάντησης και δεν αφορά μόνο την αντιτρομοκρατική υπηρεσία.
Η ετοιμότητα που απαιτούν οι καιροί δεν πρέπει να μεταφραστεί σε φοβία ή παράνοια καχυποψίας απέναντι σε οποιονδήποτε ταιριάζει σε στερεότυπα ισλαμοφοβικά που προβάλλονται και αναπαράγονται χωρίς πραγματική γνώση ούτε του Ισλάμ, ούτε της καθημερινής ζωής εκατομμυρίων μουσουλμάνων στον κόσμο. Επίσης, προβλέψεις και προφητείες ειδικών (και μή) περί πιθανότητας μελλοντικών επιθέσεων στη χώρα μας ή αποκλεισμού τέτοιου ενδεχομένου καλόν είναι να γίνονται με προσοχή, αφού μπορεί να δημιουργήσουν είτε κλίμα φόβου ή εφησυχασμού αντίστοιχα, χωρίς να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όπως προαναφέρθηκε, η ανάγνωση των δεδομένων και η αξιολόγηση του τρομοκρατικού κινδύνου είναι σε ένα κράτος κατεξοχήν έργο των αρμόδιων αρχών, που έχουν την ευθύνη και της έρευνας και της επικοινωνίας των αποτελεσμάτων της στο κοινό.
* Η Δρ. Μαρία Χρ. Αλβανού είναι εγκληματολόγος - ειδική σε θέματα τρομοκρατίας, μέλος ερευνητικής ομάδας ITSTIME.