Του Νίκου Μελέτη
Υψηλού ρίσκου και αμφίβολης αποτελεσματικότητας είναι η πρωτοβουλία που ανέλαβαν Αθήνα και Τίρανα για μια δραματοποιημένη συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών επί ένα διήμερο στην Κρήτη, των δυο Υπουργών Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς και Ντ. Μπουσάτι και αντίστοιχων ομάδων εργασίας προκειμένου να επιδιωχθεί, ως ειπώθηκε, συνολική λύση υπό μορφή πακέτου όλων των προβλημάτων στις ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Το γεγονός ότι αυτή η συνάντηση η οποία είναι προφανές ότι επιδιώχθηκε κατόπιν και …παραινέσεων από Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες που θέλουν να δουν την επίλυση ζητημάτων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στην προσέγγιση της Αλβανίας με την Ευρώπη και την ένταξη της στις ευρωατλαντικές δομές, πραγματοποιείται την στιγμή που το κλίμα έχει επιβαρυνθεί συντονισμένα από την Αλβανική πλευρά, δημιουργεί σοβαρούς προβληματισμούς για την σκοπιμότητα της.
Ο ανθελληνισμός ως εργαλείο του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού αλλά και της καθεστωτικής λογικής του κ. Ράμα, που συνεχίζοντας την παράδοση Χότζα ανακαλύπτει και εκμεταλλεύεται πολιτικά τους «έξωθεν εχθρούς», δεν είναι ένα συγκυριακό εργαλείο αλλά σταθερή επιλογή του Αλβανού ηγέτη. Ο ίδιος ο κ. Ράμα έχει μάλιστα ενοχληθεί ιδιαίτερα τόσο με τον χαρακτηρισμό «τυχοδιώκτη» που του απέδωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και με την σύνδεση του προσώπου του με τα ναρκωκυκλωματα που έγινε από επίσημη ανακοίνωση του ΥΠΕΞ, την ώρα φυσικά που βοά ο διεθνής τύπος για την ευθύνη της κυβέρνησης του στην μετατροπή της Αλβανίας σε Κολομβία της Ευρώπης.
Η έναρξη της διαδικασίας που παραπέμπει σε …Camp David και είχαν πρωτοσυζητήσει πριν ενάμιση χρόνο κατά την επίσκεψη του κ. Μπουσάτι στην Αθήνα οι δυο υπουργοί εξωτερικών, γίνεται σε ένα δύσκολο περιβάλλον και η μεθοδολογία που έχει επιλεγεί είναι προβληματική για την Ελλάδα καθώς δημιουργεί ετεροβαρείς συνθήκες διαπραγμάτευσης.
Η Αθήνα αποδέχθηκε την έναρξη της συζήτησης χωρίς όρους, χωρίς καν να απαιτήσει ως προϋπόθεση, την προηγουμένη υλοποίηση όλων των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Αλβανική πλευρά την τελευταία εικοσαετία. Με πρώτο και κορυφαίο την ίδρυση και λειτουργία των δυο στρατιωτικών κοιμητηρίων για τους νεκρούς Έλληνες στρατιώτες του Αλβανικού Μετώπου, στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Και φυσικά την κατάργηση όλων των αλυτρωτικών χαρτών στα σχολικά βιβλία ,που εμφανίζουν όλη την Ήπειρο μέχρι την Πρέβεζα ως αλβανικά εδάφη.
Η μεθοδολογία της συνολικής διαπραγμάτευσης υπό μορφή πακέτου προκαλεί πολλά ερωτηματικά που συνδέονται ευθέως όμως με την ουσία των ελληνοαλβανικών σχέσεων και των ισορροπιών στα Βαλκάνια:
-Δεν έχει υπάρξει ουδεμία ουσιαστική προετοιμασία για την μορφή του πακέτου και των θεμάτων που θα μπορεί να συμπεριληφθούν.
- Η αρχική συμφωνία για δημιουργία «ζευγών» θεμάτων, με ένα θέμα από κάθε πλευρά ,είναι προβληματική καθώς δεν προβλέπεται τι θα συμβεί εάν το ένα μέρος διαφωνήσει με το «ζευγάρωμα» που θα επιδιώξει η άλλη πλευρά.
Δεν είναι σαφές εάν θα επιδιωχθεί συμφωνία έστω και σε ένα η δυο ζεύγη θεμάτων ,η όλες οι επιμέρους συμφωνίες θα τελούν υπό την αίρεση τελικής συνολικής συμφωνίας.
-Είναι απολύτως λανθασμένη η αποδοχή εκ μέρους της Αθήνας της διμεροποίησης ζητημάτων όπως αυτό του σεβασμού των ανθρώπινων και μειονοτικών δικαιωμάτων καθώς και της αρχής της καλής γειτονίας. Αυτά είναι ζητήματα για τα οποία προφανώς η Αθήνα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά είναι η Αλβανία υπόλογος έναντι της Ε.Ε. για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των μελών της ελληνικής μειονότητας ως πολιτών ενός κράτους που θέλει να ενταχθεί στην Ε.Ε.
Επίσης δεν νοείται η συζήτηση περί έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με χώρα η οποία ακόμη και τώρα μέσω των σχολικών βιβλίων μπολιάζει με επικίνδυνο αλυτρωτισμό την νέα γενιά Αλβανών, συντηρώντας το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας που θα περιλαμβάνει εδάφη του Μαυροβουνίου, της Βοσνίας, της Σερβίας της ΠΓΔΜ και όλη την ελληνική Ήπειρο μέχρι την Πρέβεζα και την Άρτα και την Δυτική Μακεδονία από Φλώρινα και Γρεβενά, μέχρι την Καστοριά.
Δεν είναι μόνο ο αλυτρωτισμός εις βάρος της χώρας μας, αλλά η πλήρης αμφισβήτησή του status quo στα Βαλκάνια, κάτι που δεν αφορά μόνο την Αθήνα.
Εδώ αναδεικνύεται η αδυναμία ή ίσως η έλλειψη διορατικότητας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθώς όταν προσφέρθηκε στην Αλβανία το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας αλλά και η ένταξη της στο ΝΑΤΟ, δεν συνδέθηκαν αυτές οι δυο κινήσεις με την επίλυση των προβλημάτων και σε διμερές και σε περιφερειακό επίπεδο.
Τα Τίρανα επενδύουν στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αντέχει πολιτικά ένα τρίτο ουσιαστικά βέτο στα Βαλκάνια, μετά την ΠΓΔΜ αλλά και την μη αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου και έτσι θεωρούν ότι παίζουν εκ του ασφαλούς.
Βάζοντας απλώς σε διμερές επίπεδο την συζήτηση των περιουσιών της ελληνικής μειονότητας οι Αλβανοί απαιτούν στο «πακέτο» να μπει αντίστοιχα και θέμα αλβανικών περιουσιών στην Ελλάδα, όπως είχε δηλώσει πριν ένα χρόνο ο κ.Μπουσάτι στην συνάντηση που είχε με τον Νίκο Κοτζιά στα Τίρανα. Και λέγοντας αλβανικές περιουσίες εννοεί τις περιουσίες των Τσάμηδων.. Θα βρεθεί δηλαδή η Ελλάδα είτε να αποδεχθεί μια τέτοια διασύνδεση η θα κινδυνεύει να δεχθεί να μπει στο ψυγείο η συζήτηση για περιουσίες προκειμένου να μην βρεθεί στην ατζέντα το θέμα Τσάμηδων.
Οι αλβανικές περιουσίες που βρίσκονται υπό μεσεγγύηση μετά τον Πόλεμο θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να επιστραφούν η να αποζημιωθούν και αυτό είναι ένα θέμα που οι Αλβανοί βάζουν στο «πακέτο» των Εκκρεμοτήτων του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Στο οποίο εκτός των άλλων θέτουν την επίσημη και υπό τους όρους που επιθυμούν Άρση του Εμπολέμου και συγχρόνως επιχειρούν να αποσπάσουν νέα ανταλλάγματα για τα δυο νεκροταφεία, καθώς και ο κ.Μπουσάτι έχει αποδεχθεί την θέση των Τσάμηδων που έχει γίνει και επίσημη θέση της Αλβανικής Βουλής για αναγνώριση της «θυσίας» των Τσάμηδων ακόμη και με την ανέγερση μνημείου στην Πρέβεζα…
Σε ότι αφορά στην Άρση του Εμπολέμου θα συστήναμε στην ελληνική πλευρά να αναζητήσει εάν η ίδια η Αλβανία έχει άρει το εμπόλεμο καθώς αυτή ήταν που συνεργαζόμενη με την Ιταλία κήρυξε τον Πόλεμο στην Ελλάδα….(κάτι που πιθανόν θα συνιστούσε και ζήτημα διεκδίκησης επανορθώσεων από την Αλβανία).
Στα προξενικά θέματα η Αλβανική πλευρά επιμένει στην συμφωνία για το λεγόμενο apostille την αναγνώριση δηλαδή εγγράφων χωρίς επικύρωση από τις ελληνικές προξενικές αρχές.
Σχετικά με το θέμα της Συμφωνίας οριοθέτησης Θαλάσσιων Ζωνών την οποία ακύρωσε μονομερώς η Αλβανία, μετά την υπογραφή της, έχει κυρίως συμβολική σημασία γιατί τα Οικόπεδα τα οποία έχει προσφέρει σε διαγωνισμό η Ελλάδα δεν επηρεάζονται παρά ελάχιστα, όμως θα αποτελούσε ένα πολύ καλό προηγούμενο η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στην περιοχή μας με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας το οποίο δεν αποδέχεται η Τουρκία.
Στις συνομιλίες που συμμετέχουν και εμπειρογνώμονες και στρατιωτικοί, θα κριθεί η αξιοπιστία της Αλβανικής πλευράς καθώς σύμφωνα με πληροφορίες η Αθήνα είναι έτοιμη να προσφέρει την διόρθωση των σημείων οριοθέτησης προς όφελος της Αλβανικής πλευράς στο σημείο εκείνο που θεωρεί ότι έχει αδικηθεί.. Εάν υπάρξουν νέα προσκόμματα απλώς θα επιβεβαιωθούν οι καταγγελίες που ακούσθηκαν και εντός του αλβανικού Κοινοβουλίου ότι ο κ. Ράμα που είχε προσφύγει εναντίον της Συμφωνίας είχε λειτουργήσει καθ' υπόδειξη της Άγκυρας.
Μέσα από αυτή την διαδικασία, και με την παρούσα αλβανική κυβέρνηση, δύσκολα θα υπάρξει ουσιαστική πρόοδος. Ας αποφευχθεί τουλάχιστον η δημιουργία διαπραγματευτικών κεκτημένων για την Αλβανική πλευρά.
Η περιπέτεια των Στρατιωτικών Νεκροταφείων
Από το πολύ καλό αφιέρωμα του ΑΠΕ στο θεμα των νεκροταφείων μεταφέρουμε τα εξής:
«Το 1984, έγινε η πρώτη επίσκεψη του τότε ΑΝΥΠΕΞ Κάρολου Παπούλια στην Αλβανία, όπου και υπογράφηκαν 5 συμφωνίες και συζητήθηκε και το θέμα των οστών των πεσόντων.
Της προσπάθειας αυτής ηγήθηκε αρχικά το ΥΠΕΞ. Στη συνέχεια το υπουργείο Εθνικής Άμυνας προσπάθησε να λύσει το θέμα την περίοδο 1990-1993, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα λόγω της αρνητικής στάσης της αλβανικής πλευράς.
Το 1997 και 1998, προωθήθηκαν για υπογραφή Πρωτόκολλα και Μνημόνια Συνεργασίας, σχετικά με το θέμα. Το ΥΠΕΞ Αλβανίας αρνήθηκε την υπογραφή τους, αλλά άρχισε να ζητά την μεταφορά των νεκρών στην Ελλάδα, αλλά στις 25-9-97, επιτεύχθηκε προφορική συμφωνία συνεργασίας μεταξύ των Υπουργείων άμυνας για την έναρξη ερευνών για ανεύρεση των νεκρών.
Από το 2005 και μετά εντάθηκαν οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος και τελικά υπογράφτηκε συμφωνία την 9η Φεβρουαρίου 2009, αλλά δεν έχει εφαρμοσθεί και υλοποιηθεί, με ευθύνη της αλβανικής πλευράς».