Του Ιωάννη Τσαμουργκέλη
Η εμπλοκή του κου Cameron στον πολιτικό λαϊκισμό του δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ βρήκε μια σχετική διέξοδο στη συμφωνία του με τον κο Tusk – συμφωνία που ωστόσο παραμένει υπό την εκκρεμότητα της τελικής «λαϊκής» έγκρισης και της υπερνίκησης των υποδαυλισμένων από τον κο Cameron ευρωσκεπτικιστών.
Στον τομέα της μεταναστευτικής εργασίας η συμφωνία προβλέπει τη μη ένταξη των μεταναστών από την ΕΕ στα συστήματα κοινωνικών παροχών του Ηνωμένο Βασίλειο πριν συμπληρώσουν 7 έτη εργασίας. Επίσης προβλέπει για την προσαρμογή των κοινωνικών παροχών των παιδιών μεταναστών από την ΕΕ που εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε να προσαρμόζονται στο επίπεδο ζωής των χωρών προέλευσης. Και οι δύο αυτές ρυθμίσεις ικανοποιούν σε μεγάλο βαθμό τα ξενοφοβικά στρώματα των ψηφοφόρων. Ωστόσο, ελαφρύνουν τις δαπάνες του ασφαλιστικού συστήματος και σίγουρα αποτελούν προπομπό για ανάλογες απαιτήσεις από κράτη μέλη της ΕΕ που αντιμετωπίζουν προβλήματα στο ασφαλιστικό ή ακόμα και στο δημοσιονομικό επίπεδο.
Η πολυσυζητημένη ρύθμιση για τις τράπεζες παραπέμπει τυχόν διαφωνίες επί της διαχείρισης της νομισματικής πολιτικής από αυτές, σε διαπραγματεύσεις αποκλείοντας τη δυνατότητα μονομερούς veto. Με δεδομένο το πλαίσιο εποπτείας των τραπεζών από τη κεντρική τράπεζα της Αγγλίας και τις μέχρι τώρα ρυθμίσεις εποπτείας που έχει υιοθετήσει η ΕΕ μετά την κρίση, δεν προκύπτει κάποιο ουσιώδες θέμα. Κυρίως η ρύθμιση έρχεται ώστε να ισορροπήσει σταδιακά τις εντελώς διαφορετικές οπτικές της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας με αυτές της ΕΚΤ όσον αφορά την ίδια τη νομισματική πολιτική.
Ας μη ξεχνάμε ότι στη διάρκεια της κρίσης η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας ακολούθησε πολιτική πραγματικής ποσοτικής χαλάρωση αντίστοιχη με αυτή της FED, που ουδεμία σχέση είχε με την πολιτική της «αποστειρωμένης» ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ που χρηματοδοτούσε τις τράπεζες και όχι την πραγματική οικονομία. Ωστόσο, η καταρχήν αποδοχή της πολιτικής πραγματικής ποσοτικής χαλάρωσης από τη ΕΚΤ υπό την ηγεσία του κου Draghi σαφέστατα αφήνει εφεξής περιθώρια σταδιακής σύγκλισης των νομισματικών πολιτικών.
Πάντως πρέπει να επισημάνουμε ότι μια τέτοια ρύθμιση ουδόλως ενοχλεί το τραπεζικό κι οικονομολογικό κατεστημένο της ΕΕ και της ΕΚΤ που αλλιώς θα έπρεπε να συνυπάρξει άμεσα με διαφορετικές αντιλήψεις διαχείρισης της νομισματικής πολιτικής, όπως αυτές εκφράζονται από τις επιλογές των στελεχών και της ηγεσίας της κεντρικής τράπεζας τη Αγγλίας (και της FED). Συνεπώς και εδώ τα οφέλη είναι αμοιβαία και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των εξελίξεων χωρίς να επιτρέπουν την επίκληση «νίκης» της μιας ή της άλλης πλευράς.
Πάντως το κυρίαρχο θέμα που υποκρύπτεται πίσω από αυτή τη συμφωνία είναι ο τρόπος διαχείρισης των προβληματικών τραπεζών όπου ο νέος κανονισμός της ΕΚΤ προβλέπει ως προϋπόθεση δημοσιονομικής στήριξης το κούρεμα των καταθέσεων που σαφέστατα αυξάνουν του κινδύνους των τραπεζικών ιδρυμάτων και απομακρύνουν επενδυτές κι καταθέτες. Ο σημαντικός ρόλος του διεθνοποιημένου χρηματοπιστωτικού τομέα του Η.Β. στη βρετανική οικονομία επιβάλει την περιχαράκωση του έναντι τέτοιων πολιτικών, όπως εν τέλει εξασφαλίστηκε από τη συμφωνία Cameron-Tusk.
Τέλος, όσον αφορά τη μη συμπόρευση του ΗΒ στην περαιτέρω σύγκλιση των κρατών μελών της ΕΕ, η αποδοχή της Βρετανικής αποστασιοποίησης βασίζεται και βασίζει τη διαφορετικότητα των δικονομικών κανόνων και δίνει τη δυνατότητα στο ΗΒ να συνεχίσει επί των αρχών του κοινού δικαίου σε αντίθεση με το αστικό δίκαιο που κυριαρχεί στην ΕΕ και κυρίως, στην επέκταση του μέσω των κανονισμών και των αποφάσεων των οργάνων της ΕΕ που εγείρουν ουσιώδες θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Ωστόσο και στο θέμα αυτό έχει διαμορφωθεί και μεγεθύνεται ένα κύμα γενικευμένης αμφισβήτησης στην ΕΕ έναντι της δημοκρατικής νομιμοποίησης των κανονιστικών αρμοδιοτήτων και προβλέψεων των οργάνων της ΕΚΤ, καθώς αυτές δεν εδράζονται σε λαϊκή εντολή αλλά σε παρελθούσες διακυβερνητικές αποφάσεις που δεν αντανακλούν τους τρέχοντες πολιτικούς συσχετισμούς. Συνεπώς, και εδώ έχουμε μια συμφωνία που κατοπτρίζει ανησυχίες και πολιτικές πιέσεις και των δύο αντισυμβαλλόμενων μερών χωρίς να είναι εύκολο να προδικαστεί η επιβεβαίωση των επιχειρημάτων της μιας πλευράς έναντι της άλλης.
Άραγε η συμφωνία Cameron-Tusk είναι το προϊόν της διαπραγματευτικής πίεσης της Βρετανίας ή των ίδιων των πιέσεων εντός τη ΕΕ για χαλάρωση –και όχι σύγκλιση- των όρων συνύπαρξης των κρατών μελών σε αυτή;
* Ο κ. Ιωάννης Τσαμουργκέλης διδάσκει Διεθνή Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Έχει διατελέσει διευθύνον στέλεχος εταιρειών στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.