Πρώτη δημοσίευση Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015
Του Ζαχαρία Μίχα*
Ενώ η δημοσιότητα κυριαρχείται, και όχι άδικα, από τις εξελίξεις στη Συρία, ιδίως μετά τη ρωσική ανάμιξη και την εμπλοκή μετά την κατάρριψη του Su-24, το μέτωπο του Αφγανιστάν όχι μόνο δεν έχει ηρεμήσει, αλλά αναζωπυρώνεται σταδιακά.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που έρχεται σε μια χρονική στιγμή όπου διαφαίνεται σχετική εξομάλυνση στις σχέσεις ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, μια εξομάλυνση η οποία για να επιτευχθεί δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο μέτωπο της Συρίας και του Ιράκ, αλλά θα συμπεριλάβει και άλλα «μέτωπα» όπως η Ουκρανία, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο υποστήριξης από την πλευρά της Μόσχας των προσπαθειών των δυτικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν... μέσω Κεντρικής Ασίας.
Η συνεργασία αυτή, στη συνέχεια θα πρέπει να λάβει υπόψη την ισορροπία στη νοτιοανατολική Ασία τουλάχιστον, αφού το μέτωπο του Αφγανιστάν επηρεάζεται από το δίπολο Ινδίας-Πακιστάν, με την Ινδία να εμπλέκεται ενεργά στο Αφγανιστάν με στόχο να αποκόψει το Πακιστάν από μια χώρα που παραδοσιακά θεωρούσε ως στρατηγικό της βάθος, εξ ου και η ιστορικά συνεχής εμπλοκή στα εσωτερικά της, κυρίως μέσω της πανίσχυρης υπηρεσίας πληροφοριών των ενόπλων δυνάμεων, της ISI (Inter-Services Intelligence).
Το «μεγάλο παιχνίδι» της ΝΑ Ασίας συνδέεται...
Το δε δίπολο Ινδίας-Πακιστάν με τη σειρά του, έχει το βλέμμα στραμμένο στην Κίνα, αφού το Ισλαμαμπάντ βλέπει στις σχέσεις με το Πεκίνο τον πιο «πειστικό» παράγοντα αποτροπής απέναντι στην Ινδία, η οποία αποτελεί ένα είδος «γεωπολιτικού επάθλου» ανάμεσα στη Ρωσία και της ΗΠΑ, μια χώρα που θεωρεί κύριο κίνδυνο εθνικής ασφάλειας την Κίνα. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που θυσίασε στο βωμό της εξισορρόπησής της το συντριπτικό συμβατικό πλεονέκτημα που απολάμβανε απέναντι στο Πακιστάν, με την πυρηνικοποίησή της το 1998, αφού το Πακιστάν ακολούθησε δύο εβδομάδες μετά, εξισορροπώντας αυτό το συμβατικό μειονέκτημα.
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή «γεωστρατηγική αλυσίδα» η οποία επηρεάζεται συνολικά, από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι σχέσεις ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον, με τις δυο πρωτεύουσες να πρέπει να προσέχουν τις κινήσεις τους ώστε να μην επηρεαστεί η μεταξύ τους ισορροπία...
Η Ρωσία και θέλει και μπορεί...
Τούτων λεχθέντων, οι τελευταίες εξελίξεις στο Αφγανιστάν, μοιραία θα αποτελέσουν αντικείμενο των συζητήσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας. Καθ' όλη τη διάρκεια της αμερικανικής εμπλοκής στη χώρα της Κεντρικής Ασίας, η συνεργασία της Ρωσίας ήταν ζωτικής σημασίας για τη λογιστική υποστήριξη των δυνάμεων και όχι μόνο. Οι Ρώσοι έχουν κάθε κίνητρο να συνεργαστούν με τους Αμερικανούς στο Αφγανιστάν, καθώς η επικράτηση των ισλαμιστών που θα μπορούσαν να «εξάγουν» τον εξτρεμισμό στις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, στην «αυλή» της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ανησυχούσε παραδοσιακά τη Μόσχα.
Ας μην ξεχνούμε για παράδειγμα και τις αγορές ρωσικών ελικοπτέρων από το αμερικανικό Πεντάγωνο, για λογαριασμό των αφγανικών ενόπλων δυνάμεων. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε και τον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Ρωσίας στον χώρο της Κεντρικής Ασίας, μια περιοχή για την οποία τρέφει σημαντικές φιλοδοξίες και η Κίνα.
Μετεξέλιξη της απειλής και αναρχία...
Στο Αφγανιστάν, η απειλή των Ταλιμπάν έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια μετεξέλιξη. Το «κίνημα», μετά τον θάνατο των χαρισματικών ηγεσιών -«πνευματική» και φυσική αντίστοιχα- του Οσάμα μπιν Λάντεν και του Μουλά Ομάρ άλλαξε χαρακτήρα και έγινε λιγότερο συμπαγές, καθώς πολέμαρχοι ανταγωνίζονταν ακόμα και δια των όπλων για την κατάληψη της ηγεσίας.
Αυτά τα δεδομένα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά οδήγησαν σε μείωση της βίας στο Αφγανιστάν, αφού ενίοτε η απόδειξη της ικανότητας ανάληψης ηγετικού ρόλου περνούσε μέσω και της επίδειξης μεγαλύτερης αγριότητας είτε σε συγκρούσεις με τους αντιπάλους πολεμάρχους στο πλαίσιο των Ταλιμπάν, είτε εναντίον περιοχών που θεωρούνταν «απελευθερωμένες», έχοντας περάσει – μόνο τυπικά – στον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης.
Μια κυβέρνηση η οποία δεν ελέγχει και πολλά τμήματα της χώρας πέραν της Καμπούλ, όπου οι επιθέσεις αυτοκτονίας από την πλευρά των Ταλιμπάν χρησιμοποιούνται για να υπενθυμίζουν ότι ούτε εκεί ο έλεγχος είναι απόλυτος, παρά την παρουσία ξένων, καλά εκπαιδευμένων στρατιωτικών δυνάμεων.
Οι ξένες δυνάμεις παραμένουν
Όσο δεν αλλάζει η κατάσταση στο έδαφος, με τις δυνάμεις των Ταλιμπάν να προελαύνουν προκαλώντας εύλογη ανησυχία στη Δύση, η διαφαινόμενη αναζωπύρωση της σύγκρουσης δημιουργεί εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη της προγραμματισμένης αποχώρησης των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ από τη χώρα, με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία να έχουν ήδη προβεί σε αναθεωρήσεις και να επεκτείνουν χρονικά την παραμονή δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων που διατηρούν, οι οποίες είχαν προγραμματιστεί να αποχωρήσουν (κάποιες αποχώρησαν και επιστρέφουν).
Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, 10.000 αμερικανικές δυνάμεις θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο Αφγανιστάν μέχρι το 2016, με τον αριθμό τους να μειώνεται στους 5.500 το 2017, ενώ και το ΝΑΤΟ ανακοίνωσε ότι στρατεύματά του θα συνεχίσουν να βρίσκονται στη χώρα μέχρι το 2020.
Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα είναι η επαρχία Χελμάντ, το κέντρο της παραγωγής οπίου, που παραμένει η σημαντικότερη «βιομηχανία» της χώρας παρά τις όποιες οργανωμένες προσπάθειες έγιναν από τα συμμετέχοντα στον διεθνή συνασπισμό κράτη και διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ, όπου οι σκληρές συγκρούσεις βρίσκονται σε εξέλιξη τουλάχιστον το τελευταίο εξάμηνο και τις τελευταίες μέρες είναι πλέον τόσο σφοδρές, με αποτέλεσμα να έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 90 απώλειες από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας.
Οι αρχές της επαρχίες απηύθυναν έκκληση στην κεντρική κυβέρνηση να βοηθήσει την επαρχία, αφού παρά την παρουσία αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων, ο έλεγχός της αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερής, ενώ ενδεχόμενη αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων θα οδηγήσει με συνοπτικές διαδικασίες στην κατάληψη της περιοχής από τους Ταλιμπάν.
Η κεντρική κυβέρνηση προβαίνει σε καθησυχαστικές και «περήφανες» δηλώσεις ότι ο έλεγχος της επαρχίας δεν πρόκειται να χαθεί. Είναι όμως προφανές, ότι το προηγούμενο της πόλης Κουντούζ στα βόρεια της χώρας που ανακαταλήφθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις ενώ είχε καταληφθεί από τους Ταλιμπάν, δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορεί πάντα να επαναλαμβάνεται.
Απόπειρες διαπραγμάτευσης
Το αδιέξοδο της κατάστασης φαίνεται και από τις προσπάθειες που καταβάλει η κυβέρνηση του προέδρου Ασράφ Γκάνι, να προσεταιριστεί το Πακιστάν του Ναουάζ Σαρίφ, για να επιχειρηθεί διαπραγμάτευση με τους Ταλιμπάν που θα οδηγήσει σε ειρήνευση. Το Αφγανιστάν, μέχρι πρόσφατα κατηγορούσε το Πακιστάν ότι υπέθαλπε τους Ταλιμπάν, αντιδρώντας στην αυτονόμηση της Καμπούλ και τη σύσφιξη των σχέσεών του με το Νέο Δελχί.
Πέραν της Ινδίας που θα δει στην πράξη να παρεμβάλλονται εμπόδια στην πολιτική της με το Αφγανιστάν, αντιρρήσεις φαίνεται πως υπάρχουν και στο εσωτερικό της χώρας, όπως άλλωστε φάνηκε από την παραίτηση του επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών, ο οποίος άσκησε δημοσίως κριτική στην κυβέρνηση, ότι επιχειρεί να προσεταιριστεί τους ισλαμιστές αντάρτες που υποτίθεται ότι επιθυμεί να εξουδετερώσει...
Παρά τις εξελίξεις αυτές, η παραγωγή ουσιώδους αποτελέσματος είναι αμφίβολη, ενώ η διαδικασία θα είναι μετά βεβαιότητας χρονοβόρα. Την ίδια στιγμή, η παρουσία διεθνών δυνάμεων στο έδαφος συνεχίζει να αποτελεί «αγκάθι», αν δεν αποκληθεί εκ προοιμίου αδιέξοδο: Η αποχώρησή τους μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση συνομολόγησης οποιασδήποτε συμφωνίας από την πλευρά των Ταλιμπάν, με την αφγανική πλευρά να φοβάται ραγδαίες, ανεξέλεγκτες και σίγουρα δραματικές εξελίξεις σε περίπτωση αποχώρησης και εν συνεχεία κατάρρευσης των συνομιλιών με το οποιοδήποτε πρόσχημα.
Η «γεωστρατηγική αλυσίδα»
Προς το παρόν, αυτό που πρέπει να συνειδητοποιηθεί είναι η διασύνδεση των μετώπων για τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον από τη Συρία και το Ιράκ, μέχρι την Ουκρανία, την κεντρική Ασία και το Αφγανιστάν. Κάθε «μέτωπο» έχει διαφορετική βαρύτητα για καθεμιά πλευρά, κάτι που δίνει περιθώριο τακτικών υποχωρήσεων προς αναζήτηση κοινού τόπου και συνεργασίας, η πορεία της οποίας θα οικοδομήσει σταδιακά ένα ελάχιστο εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δυο πλευρές, που αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση βιώσιμης διευθέτησης οπουδήποτε.
Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Μόσχα έχουν σημαντικά κίνητρα συνεργασίας, καθώς κάθε εναλλακτική επιβάλει κόστος σε μια συγκυρία προβληματική και για τους δυο, με την Κίνα να παρακολουθεί διακριτικά την κατάσταση αποφεύγοντας να εμπλακεί εάν δεν διακυβεύεται ζωτικό εθνικό της συμφέρον. Παρά τη φιλολογία περί «στρατηγικού άξονα» Μόσχας-Πεκίνου, η πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο περίπλοκη, με την Κίνα να μην ενοχλείται κιόλας ενώπιον της προοπτικής αλληλοεξουδετέρωσης των δυο σημαντικότερων γεωπολιτικών της ανταγωνιστών, καθώς και με τους δύο έχει σημαντικές διαφορές σε συγκεκριμένες περιοχές.
Εν ολίγοις, η τρέχουσα συγκυρία στο επίπεδο της περιφερειακής και της παγκόσμιας ισορροπίας και ασφάλειας χαρακτηρίζεται από τακτικές – κυρίως – ad hoc συμμαχίες επί τη βάση του «ο εχθρός [εναλλακτικά «αντίπαλος»] του εχθρού μου είναι φίλος». Απουσία «διεθνούς τάξης» σε μια μεταβατική περίοδο τα πάντα θυμίζουν κινούμενη άμμο που απειλεί να «καταπιεί» κάθε απρόσεκτο δρώντα.
* Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ-ISDA).