(Φωτ.: Αθήνα, 5/01/2016. Συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά με τον σύμβουλο του γ.γ .του ΟΗΕ για το κυπριακό, Espen Barth Eide)
Του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου
«Όταν δεν ξέρεις που θες να πας, το πιθανότερο είναι να βρεθείς εκεί που δεν θέλεις»
Δεν γνωρίζω αν αυτός ο άνθρωπος που διατύπωσε το εισαγωγικό γνωμικό… αναφερόταν και στην ελληνική εξωτερική πολιτική διαχρονικά, αλλά εκτιμώ ότι αυτό της «πάει γάντι». Γνωρίζω όμως ότι η απουσία ενιαίας στρατηγικής αντίληψης για την αντιμετώπιση της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής στον ελλαδικό χώρο και της συνεχιζόμενης ομηρείας της Κύπρου από την Τουρκία μας κάνει να πελαγοδρομούμε και να μην ξέρουμε που «θέλουμε να πάμε» σε αυτά τα δύο βασικά εθνικά μας ζητήματα, κινδυνεύοντας να καταλήξουμε εκεί που δεν θέλουμε…
Προβληματισμός για τις διεργασίες στο Κυπριακό και η σιωπή του πολιτικού κόσμου
Με το μυαλό μας στα προαναφερθέντα και διερμηνεύοντας τη σημειολογία των συναντήσεων που γίνονται τους τελευταίους μήνες για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, τους περίεργους… χαριεντισμούς και τις δηλώσεις που ακολουθούν αλλά και μετά την επεξεργασία των πληροφοριών που λαμβάνουμε, το μόνο που θα μπορούσαμε να εκφράσουμε είναι μια έντονη ανησυχία για αυτά που διαβλέπουμε ότι ακολουθούν. Σε πρόσφατο άρθρο εδώ στο liberal.gr (8 Δεκ 2015) είχαμε θέσει το ερώτημα γιατί άραγε να «υπάρχει τόση φούρια» για την επίλυση του Κυπριακού, ενώ σοβαρό προβληματισμό δημιουργεί και η εκκωφαντική σιωπή του… «καραβανιού» και ιδιαίτερα του συνήθως λαλίστατου υπουργού Εξωτερικών, κ. Κοτζιά.
Φαίνεται όμως ότι αυτή η σιωπή είναι μεταδοτική, καθόσον τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως σιωπούν και αυτά, αποφεύγοντας σαν τον διάβολο το λιβάνι την τοποθέτηση πάνω σε αυτό το εθνικό μας θέμα (σ.σ. ναι, υπάρχουν ακόμα πολλοί που θεωρούμε το Κυπριακό το μείζον εθνικό μας θέμα). Από την άλλη μεριά έχουμε μία ελληνική κοινή γνώμη ευρισκόμενη σε μία κρίση εσωστρέφειας και «ζαλισμένη» από τη συνεχιζόμενη περιδίνηση λόγω της οικονομικής κρίσεως που εξακολουθούμε να βιώνουμε και να δίνει την εντύπωση ότι και αυτή αδιαφορεί. Να θυμίσω ότι στα περίφημα debates στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ούτε μία ερώτηση τέθηκε από τους συμμετέχοντες δημοσιογράφους που να αφορά στα θέματα αυτά και φυσικά όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί απέφυγαν να τα θίξουν.
Το Κυπριακό είναι το εθνικό ζήτημα που απασχολεί, και πολύ σωστά αδιάλειπτα, την ελληνική εξωτερική πολιτική εδώ και 60 χρόνια. Κάθε εχέφρων Έλληνας επιθυμεί τη λύση του, αλλά εδώ είναι το κρίσιμο ερώτημα. Τι λύση; Γιατί τόση φούρια για οποιαδήποτε λύση και μάλιστα… τώρα; Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας γίνουμε συγκεκριμένοι.
Οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού προβλήματος περνάει από την Άγκυρα, καθόσον είναι θέμα εισβολής και κατοχής. Φαίνεται πως τόσο η ελλαδική όσο και η κυπριακή πολιτική ηγεσία πάει να το ξεχάσει, μετά και τους άστοχους χαριεντισμούς του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Νίκου Αναστασιάδη, με τον κατοχικό ηγέτη των Τουρκοκυπρίων (δυστυχώς ξέχασε και ο ίδιος ο κ. Αναστασιάδης ότι είναι ο διεθνώς αναγνωρισμένος Πρόεδρος) στο… κοινό πρωτοχρονιάτικο μήνυμα τους και οπωσδήποτε μετά τις ατυχείς δηλώσεις του στον CNN Turk ότι το Κυπριακό θα λυθεί από τις δύο κοινότητες (sic!). Δεν κατανοούμε γιατί θα πρέπει να αναβαθμίζουμε τις λεγόμενες «αρχές» της παράνομης αυτής αποσχιστικής οντότητας που δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος διεθνώς!
Δυσμενείς οι συνθήκες για την ελληνική πλευρά
Η παρούσα συγκυρία κάθε άλλο παρά ευμενής είναι για την ελληνική πλευρά. Στην Τουρκία έχουμε έναν πολιτικά πανίσχυρο Ερντογάν, ο οποίος επιζητεί πλέον καθεστωτική κυριαρχία. Τα γεωπολιτικά αδιέξοδα της τουρκικής ηγεμονικής πολιτικής είναι εμφανή και καθόσον μέχρι σήμερα καμία κίνηση στην περιφερειακή σκακιέρα δεν της «βγαίνει». Επιζητεί εναγωνίως κάποια επιτυχία και στρέφεται, πού αλλού; Στην «αδύναμη» Ελλάδα και στην Κύπρο! Η πίεση που ασκεί, είτε η αυτή η ίδια, είτε μέσω του διεθνούς παράγοντα σε συνδυασμό με ανατολίτικες κουτοπονηριές, αποσκοπεί σε μία εσπευσμένη επίλυση που κατ' επίφαση θα είναι «καζάν-καζάν» (το γνωστό κερδίζω-κερδίζεις ή αλλιώς win-win για όσους δεν θυμούνται τη σχετική δήλωση του… νεοσουλτάνου Ερντογάν), προτού η Κύπρος γίνει ενεργειακός παίκτης, οπότε και το Κυπριακό θα μετεξελιχθεί σε τέτοιο ζήτημα που ελάχιστα θα μπορεί να επηρεάσει. Και για ποιο «καζάν-καζάν» μιλάμε όταν η Τουρκική πλευρά δεν υποχωρεί σε κανένα από τα βασικά θέματα (εδαφικό, συνταγματικό, έποικοι και αποχώρηση κατοχικών στρατευμάτων).
Απέναντι στην Τουρκία υπάρχει μία Ελλάδα με συστημική χρεοκοπία, οικονομικά διασωληνωμένη, η οποία έχει δαπανήσει σχεδόν όλο το διπλωματικό της κεφαλαίο για να σταθεροποιηθεί στην ΟΝΕ, ενώ και το διεθνές της κύρος παραμένει χαμηλό. Το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο της χώρας δεν είναι αρραγές, η ανεπάρκεια των πολιτικών μας ηγετών είναι δεδομένη, ενώ και οι διοικητικές αδυναμίες της παρούσας διακυβέρνησης είναι πασιφανείς. Επιπροσθέτως υπάρχει πλέον σοβαρός προβληματισμός εάν η χώρα εξαιτίας της οικονομικής κρίσεως αλλά και άλλων πολιτικών παθογενειών είναι επαρκώς αμυντικά θωρακισμένη και είναι σε θέση να παρουσιάσει αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα, κάτι που η Τουρκία, όπως μας έχει μάθει,… λαμβάνει σοβαρά υπόψη.
Επομένως οι συνθήκες για οποιαδήποτε λύση τώρα, είναι κάτι παραπάνω από δυσμενείς και γι' αυτό δεν κατανοούμε τα τόσο πλατιά χαμόγελα του κ. Κοτζιά με τον ειδικό απεσταλμένο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το κυπριακό, Νορβηγό, κ. Barth Eide (φώτο), ο οποίος με τη σειρά του θα ήθελε αναμφίβολα να καταγράψει επιτυχία εκεί που όλοι οι άλλοι προκάτοχοι του… απέτυχαν. Τα γεγονότα και η πρακτικές της Τουρκία δεν επιτρέπουν αισιοδοξία, πολύ απλά γιατί αυτή δεν θα δεχθεί λύση του Κυπριακού, εάν δεν εξασφαλίζονται απολύτως οι στρατηγικοί της στόχοι, που στη ουσία αποσκοπούν στον έλεγχο όλης της Κύπρου. Η ελλαδική πολιτική ηγεσία με το να κρύβεται πίσω από το «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» έχει στην ουσία αυτοκαταργηθεί ως εγγυήτρια δύναμη. Αυτό, άλλωστε, προσπαθεί να μας πείσει ο κ. Κοτζιάς αναφερόμενος σε… αναχρονισμούς. Μόνο όταν θα υπάρξει πραγματικά δίκαιη και βιώσιμη λύση θα ήταν δυνατόν να καταργηθεί το καθεστώς των εγγυήσεων. Η εκτίμηση μας είναι ότι τόσο η κυβερνητική πλευρά όσο και ο λοιπός πολιτικός κόσμος προσπαθεί να μας πείσει ότι θα πρέπει να τελειώνουμε με αυτό το… «αγκάθι» που λέγεται Κυπριακό. Αν κάποιος πολιτικός ηγέτης θεωρεί ότι τον αδικούμε, ας μας πει ότι δεν είναι έτσι και θα του ζητήσουμε συγνώμη.
Τι δέον γενέσθαι
Πρέπει λοιπόν να κερδίσουμε χρόνο, πολύ χρόνο θα έλεγα, και να μην δεχθούμε εκβιαστικές πρακτικές. Όσο περνάει ο χρόνος, η Κύπρος θα ισχυροποιεί τη θέση της σε περιφερειακό και ενεργειακό επίπεδο, ενώ και η Ελλάδα, με σωστή και συνεκτική στρατηγική, θα μπορέσει να επαυξήσει τόσο τη «μαλακή» όσο και τη «σκληρή» της ισχύ, προκειμένου να κάνει βέλτιστη χρήση αυτών και να εγκαταλείψει επιτέλους την πολιτική κατευνασμού που εφαρμόζει ανεπιτυχώς εδώ και χρόνια. Μία δυσμενής για τα ελληνικά συμφέροντα λύση στην Κύπρο, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι συνδεδεμένη με όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων που δημιουργούνται από την αναθεωρητική πολιτική της γειτονικής μας χώρας και αργά ή γρήγορα θα διαπιστώσουμε την αρνητική της επίδραση, μα τότε θα είναι πολύ αργά.
«Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να αντιμετωπίσει το Κυπριακό όχι μόνο ως ένα ζήτημα αλληλεγγύης προς την Κύπρο, αλλά ως ένα συστατικό του τόξου αμέσων ελληνικών συμφερόντων». Ποιος το είπε; Ο Νίκος Κοτζιάς, ως Καθηγητής «Πολιτικών Θεωριών των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών» στο βιβλίο του «Η εξωτερική Πολιτική της Ελλάδας στον 21ο Αιώνα» (σελ. 333). Θα ευχηθούμε λοιπόν την προτεινόμενη πολιτική που περιέγραψε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος να την εφαρμόσει ως ΥΠΕΞ και ας αφήσει ως αναχρονισμούς τα περί εγγυητριών δυνάμεων.
Θουκυδίδης: «Ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Ας… δυναμώσουμε λοιπόν επιτέλους!
ΥΓ1. Για να προλάβω κάποιους, να τονίσουμε ότι είναι άλλο πράγμα ο πολιτικός ρεαλισμός και άλλο η ενδοτικότητα και ο κατευνασμός που αποδεδειγμένα ιστορικά προκαλεί μεγαλύτερη ενδοτικότητα και ανάγκη για… περισσότερο κατευνασμό.
ΥΓ2. Παρεμπιπτόντως, η δική μας αξιόπιστη ικανότητα προστασίας των δικαιωμάτων και συμφερόντων μας με όλα τα διαθέσιμα εθνικά μέσα είναι οι παράγοντες οι οποίοι εμπεδώνουν κλίμα καλής γειτονίας σεβασμού και εμπιστοσύνης και όχι τα «ζεϊμπέκικα», οι «κουμπαριές» και οι «τραγουδιστικές κορώνες»!