Η σημαντικότερη τραπεζική κρίση από το 2008, η μεγαλύτερη πληθωριστική κρίση από το 1980 και μία ιστορία που προκαλεί πάντοτε αναταράξεις αλλά έχει γίνει πλέον κάτι σαν συνήθεια στην αμερικανική πολιτική σκηνή, το debate για την αύξηση του ανώτατου ορίου του δημοσίου χρέους (debt ceiling), πλήττουν ταυτόχρονα τις ΗΠΑ. Μαζί, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη σπίθα που θα πυροδοτήσει την επόμενη παγκόσμια αναταραχή.
Μία αναταραχή που θα μπορούσε να έχει πολλαπλές εστίες και να οδηγήσει σε τέλμα την παγκόσμια οικονομία, διευρύνοντας παράλληλα τις ανισότητες. Οι εξελίξεις των επόμενων μηνών θα κρίνουν το κατά πόσο η αμερικανική οικονομία θα περάσει στο επόμενο στάδιο ή θα γίνει η ίδια πηγή προβλημάτων για ολόκληρη την υφήλιο. Αν και μοιάζει απίθανο, υπάρχει ένα καταστροφικό σενάριο. Να παραμείνει υψηλός ο πληθωρισμός, να σημειωθούν νέα επεισόδια στην τραπεζική κρίση και να γίνει πραγματικότητα η «χρεοκοπία» του αμερικανικού δημοσίου.
Η ING προειδοποιεί ότι τα δύο τελευταία (τραπεζική κρίση και χρεοκοπία) πρέπει να αποτραπούν με κάθε τρόπο. Αν δεν αποτραπούν, τότε θα πρέπει να ξεχάσουμε τον πληθωρισμό καθώς η Fed δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να σώσει την παρτίδα με μειώσεις επιτοκίων.
Ας δούμε πρώτα το θέμα του δημόσιου χρέους γιατί στα… χαρτιά αυτό είναι και το πιο επικίνδυνο. Μα καλά, θα έλεγε κανείς, είναι δυνατόν να χρεοκοπήσει η μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη; Ναι είναι η απάντηση. Το μόνο που χρειάζεται είναι να χάσει μία πληρωμή τόκων στα ομόλογά της. Μία αθέτηση πληρωμών συνεπάγεται πιστωτικό γεγονός και «χρεοκοπία» (default). Θα φτάσουμε εκεί αν δεν υπάρξει πολιτική συμφωνία για αύξηση του ορίου του χρέους και δεν γίνουν (που δεν θα γίνουν) οι απαραίτητες δημοσιονομικές περικοπές.
Πόσο πιθανό είναι αυτό; Οι αγορές δεν προεξοφλούν default αλλά οι πιθανότητες είναι αυξημένες. Τα 5ετή CDS ή ασφάλιστρα κινδύνου των ΗΠΑ διαμορφώνονται στις 75 μονάδες βάσης που είναι το υψηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια κρίση του 2008. Μάλιστα η διαφορά από τον πυρήνα της Ευρωζώνης είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στα χρονικά. Θα πρέπει ωστόσο να ξεκαθαρίσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα χρεοκοπήσουν… κανονικά, αλλά η αθέτηση πληρωμών χρέους είναι μία πολύ σοβαρή εξέλιξη για τις παγκόσμιες αγορές και την οικονομία και ο Αμερικανός πρόεδρος θα κουβαλάει τη ρετσινιά του default.
Όπως σημειώνει η ING, μία αθέτηση πληρωμών δεν θα έριχνε το σύστημα στο σενάριο που λυνόταν το θέμα του debt ceiling και οι κάτοχοι ομολόγων τελικά εξοφλούνταν. Όμως σε τέτοιες περιπτώσεις οι αρνητικές εξελίξεις μπορεί να είναι ραγδαίες και ανεξέλεγκτες. Στην ουσία, ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα απειλείται.
Για τις τράπεζες δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Οι αγορές αυτή τη στιγμή πιστεύουν ότι θα υπάρξουν και άλλα επεισόδια μετά τις Silicon Valley Bank, Signature Bank και First Republic. Τα πρόσφατα selloff και οι ανησυχίες για την PacWest και την Western Alliance, έριξαν την περασμένη εβδομάδα και άλλο νερό στον μύλο της τραπεζικής κρίσης, πριν τα πράγματα ηρεμήσουν την Παρασκευή. Άλλοι εκτιμούν ότι εξελίσσεται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία και άλλοι ότι θα τελειώσει σύντομα. Ο Κιθ Χόροβιτζ της Citi στέλνει ένα θετικό μήνυμα.
Σύμφωνα με τον γνωστό αναλυτή, ο τραπεζικός κλάδος αντιμετωπίζει προκλήσεις βραχυπρόθεσμα, αλλά γενικότερα το επιχειρηματικό μοντέλο των τραπεζών είναι υγιές. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το selloff δημιουργεί πολύ ελκυστικές μακροπρόθεσμες ευκαιρίες. Η Citi βλέπει περιθώρια ανόδου 22% για τη μετοχή της JPMorgan και 19% για την Bank of America, το επόμενο 12μηνο, 25% για την Goldman Sachs και 16% για την Morgan Stanley, δίνοντας σύσταση «buy» για τις JPMorgan Chase και Goldman Sachs.
Η τρίτη κρίση είναι αυτή της ακρίβειας. Είναι η κρίση που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και για τα τραπεζικά προβλήματα, υπό την έννοια ότι τα επιτόκια αυξήθηκαν τόσο απότομα για να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι με βάση κάποια τεχνικά στοιχεία η Fed έχει ολοκληρώσει την αποστολή της και θα πρέπει σύντομα να αρχίζει να βλέπει πιο ζεστά τη μείωση των επιτοκίων. Μένει να δούμε αν οι πληθωριστικές πιέσεις θα αποκλιμακωθούν τόσο γρήγορα όσο θα ήθελαν οι αγορές θα δουν τα επιτόκια να υποχωρούν.