To 2022 ήταν ό,τι πιο κοντινό έχουμε δει τα τελευταία χρόνια σε κανονικότητα στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Το προ προβλέψεων αποτέλεσμα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε σε 7,6 δισ. ευρώ (+21%) με τα αμιγώς καθαρά οργανικά έσοδα να διαμορφώνονται στα 4,8 δισ. ευρώ (+12,1%). Οι προβλέψεις απομειώσεων από τα 5 δισ. ευρώ μειώθηκαν στα 1,3 δισ. ευρώ, ενώ τα καθαρά κέρδη προσέγγισαν τα 3,6 δισ. ευρώ από ζημιές 4,6 δισ. ευρώ το 2021.
Όσες ενστάσεις και αν έχει κάποιος για τα αποτελέσματα (υπάρχει ισχυρή ενίσχυση των εσόδων από trading) δεν μπορεί να παραγνωρίσει την πρόοδο που έχει γίνει στις βασικές γραμμές των επαναλαμβανόμενων εσόδων και του κόστους. Αφενός η παραγωγή εσόδων του ενήμερου χαρτοφυλακίου δανείου αρχίζει πλέον και φαίνεται εντονότερα με την αύξηση των επιτοκίων αφετέρου οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης έφεραν αποτέλεσμα.
Μπορεί ο μέτοχος να μην πάρει κάποιο μέρισμα για το 2022 ωστόσο δημιουργήθηκε νέο κεφάλαιο: Η καθαρή θέση αυξήθηκε στα 26,03 δισ. ευρώ από 23,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021, ενώ οι εποπτικοί δείκτες CET-1 αυξήθηκαν στα 21,3 δισ. ευρώ από 19,9 δισ. ευρώ.
Η πρόοδος στην ποιότητα του ενεργητικού ήταν ένα ακόμα - αναμενόμενο - κέρδος την χρονιά που πέρασε. Πλέον τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τέλος του 2022 είναι στο 6,1% με βαθμό κάλυψης προβλέψεων 60% (2021: 10%/ 55,4%). Δεν έχουμε δει ακόμα ευρωπαϊκούς μέσους όρους (>4%) ωστόσο, η μείωση σε αυτό το σημείο θα προέλθει από την αύξηση του απόλυτου αριθμού των δανείων σε βάθος διετίας.
To 2023 θα δούμε συνέχιση της αύξησης των εσόδων από τόκους στο πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο, αυτή είναι μια κοινή διαπίστωση και μαζί με την διατήρηση των υψηλών εσόδων από προμήθειες η χρονιά θα χαρακτηριστεί από την υψηλή παραγωγή οργανικού αποτελέσματος.
Από την άλλη πλευρά φέτος οι τράπεζες έχουν δώσει κατευθύνσεις για αύξηση των πιστωτικών απομειώσεων κατά 10-15 μονάδες βάσης. Η μέση αύξηση των εσόδων από τόκους που αναμένει η αγορά για το 2023 είναι της τάξης του 7% συμβαδίζοντας με τις εκτιμήσεις των διοικήσεων οι οποίες ωστόσο υποεκτιμούν την αύξηση των επιτοκίων που αναμένεται να συμβεί μέσα στο 2023 από την ΕΚΤ.
Αυτό οφείλεται και στην πρόθεση των τραπεζών να μην περάσουν το σύνολο της αύξησης στις χορηγήσεις τους διατηρώντας την ποιότητα του χαρτοφυλακίου τους. Οι τράπεζες έχουν κάνει τις προβλέψεις με επιτόκιο ΕΚΤ στο 2,25 - 2,5%, το οποίο, όμως, έχει ξεπεραστεί ήδη κατά 100 μονάδες βάσης.
Επίσης για κάθε άνοδο 100 μ.β. του Euribor οι 65 -75 μ.β. θα ωφελούν την Τράπεζα, μέσω της αύξησης των επιτοκίων στις χορηγήσεις, και τις 25-35 μ.β. θα τις κερδίζει ο δανειολήπτης με μείωση του επιτοκιακού περιθωρίου στο δάνειό του. Για τους καταθέτες, το όφελος στο επιτόκιο της κατάθεσης θα είναι το 50-60% της ανόδου κατά 100 μ.β. του Euribor.
Αν όλα πάνε βάσει των πλάνων, οι τράπεζες θα έχουν κατ’ ελάχιστον οργανική απόδοση ιδίων κεφαλαίων άνω του 10% στην χρονιά. Αυτό σημαίνει ότι η κερδοφορία θα είναι τουλάχιστον 2,3 δισ. ευρώ όταν η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών βρίσκεται στα 8,5 δισ. ευρώ.
Η δε σχέση της ενσώματης καθαρής θέσης, βρίσκεται μεν στο 0,61x με βάση τα περυσινά νούμερα, υποχωρεί ωστόσο στο 0,53x όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη βρίσκεται αισθητά άνω του 0,7x. Η παραγωγή δε του νέου κεφαλαίου θα ανάψει το πράσινο φως για τη διανομή μερίσματος μετά από 15 «στείρες» χρήσεις.
Στο κομμάτι της διαχείρισης των λειτουργικών τους μεγεθών, οι τράπεζες δείχνουν καλά προετοιμασμένες να γυρίσουν σε μια κανονικότητα. Ο λόγος που είναι τόσο φθηνές στο ταμπλό έχει να κάνει με το γενικότερο κλίμα που επικρατεί για τον κλάδο τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών.
Σίγουρα αυτό τις αδικεί στην παρούσα φάση, ειδικά η προοπτική της επενδυτικής βαθμίδας είναι απούσα από την προσδοκία των αποτιμήσεων. Αλλά όπως λένε και στο χωριό μου «καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα».