Την απαγόρευση του short selling από τη σημερινή συνεδρίαση και έως τις 24 Απριλίου αποφάσισε χθες το βράδυ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ακολουθώντας το παράδειγμα των ρυθμιστικών αρχών άλλων χωρών όπως Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Βελγίου, που επίσης από σήμερα προχώρησαν στην απαγόρευση των ανοικτών πωλήσεων.
Σε μια συγκυρία πρωτοφανών κλυδωνισμών στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές, όλες οι εποπτικές αρχές της Ε.Ε. ήταν σε διαρκείς διαβουλεύσεις τις τελευταίες ημέρες, προβληματισμένες για τα ακραία φαινόμενα που είχαν πάρει συστημική μορφή – ντόμινο.
Θυμίζουμε ότι τη Δευτέρα η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), προχώρησε στη λήψη προληπτικών μέτρων για τη χρήση του short selling στα χρηματιστήρια, μειώνοντας το όριο στο 0,1% για την υποχρέωση ενημέρωσης όσων είχαν αρνητικές θέσεις.
Έτσι λοιπόν, από σήμερα η ελληνική εποπτική αρχή έλαβε απόφαση απαγόρευσης των ανοικτών πωλήσεων, καθώς διαπίστωσε πως οι επιπτώσεις από την επιδημία COVID-19 συνιστούν σημαντική απειλή για την ελληνική αγορά. Η εποπτική αρχή έκρινε ότι η απαγόρευση είναι μέτρο κατάλληλο και ανάλογο για την αντιμετώπιση του επιπέδου της απειλής και δεν ενέχει αρνητική επίπτωση στην αποτελεσματικότητα της αγοράς δυσανάλογη προς τα οφέλη του.
Η απαγόρευση συνιστά προληπτικό μέτρο το οποίο, υπό τις εξαιρετικές συνθήκες λόγω της επιδημίας COVID-19, είναι απαραίτητο ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να εποπτεύει τις εξελίξεις στην ελληνική αγορά.
Πιο αναλυτικά, το δ.σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στη χθεσινή του συνεδρίαση αποφάσισε να απαγορεύσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, τις ανοικτές πωλήσεις ή άλλες συναλλαγές πέραν των ανοιχτών πωλήσεων, οι οποίες δημιουργούν ή αυξάνουν την καθαρή αρνητική θέση σε μετοχές εισηγμένες στο Χ.Α.
Η απαγόρευση ισχύει και για πωλήσεις μετοχών που στην ίδια συνεδρίαση ακολούθως καλύπτονται από αγορές μετοχών. Επίσης αφορά όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αρνητικής καθαρής θέσης με βάση τα άρθρα 5 και 6 και το Παράρτημα Ι, τμήμα 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 918/2012.