Κανείς δεν ξέρει αν η Ρωσία θα εισβάλει στην Ουκρανία. Επίσης, κανείς δεν ξέρει τι είδους κυρώσεις θα επιβληθούν στη Ρωσία στην περίπτωση που, παρά τις διαψεύσεις της, επιτεθεί στη γείτονά της. Αν φτάσουμε σε μια τέτοια κατάσταση, η διαταραχή της ροής των ρωσικών εξαγωγών προς τις δυτικές χώρες είναι μία ρεαλιστική εκδοχή. Ενεργειακές πρώτες ύλες και διάφορα μέταλλα είναι μερικά από τα προϊόντα που ήδη πονοκεφαλιάζουν τις δυτικές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις.
Ένας πόλεμος, ή μία απειλή πολέμου, ή έστω μία υποψία πως κάποιος μπορεί να ετοιμάζει πόλεμο, έχει πάντα συνέπειες και στο οικονομικό κλίμα, τη διάθεση των επιχειρήσεων και των επενδυτών και φυσικά στα χρηματιστήρια. Τις τελευταίες εβδομάδες παρακολουθούμε με προσοχή και ανησυχία την ένταση στα σύνορα της Ρωσίας με την Ουκρανία και τις διπλωματικές επαφές μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ, με τις χρηματιστηριακές αγορές να προετοιμάζονται για τα χειρότερα.
Όταν λέμε χειρότερα εννοούμε το ενδεχόμενο εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πέρα από τις άμεσες συνέπειες μίας τέτοιας εξέλιξης, στις δύο χώρες και στους κατοίκους τους, υπάρχουν και οι έμμεσες συνέπειες, κυρίως στην Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.
Αν η Ρωσία όντως εισβάλει στη γειτονική της χώρα, είναι πάρα πολύ πιθανό να παρατηρηθούν σοβαρές διαταραχές στη ροή των ρωσικών εξαγωγών, είτε λόγω διακοπής των εμπορευματικών μεταφορών εξ αιτίας συγκρούσεων, είτε λόγω επιβολής οικονομικών κυρώσεων προς τη Ρωσία.
Η Ρωσία προμηθεύει τον υπόλοιπο κόσμο με πολλές ενεργειακές πρώτες ύλες και αρκετά σημαντικά μέταλλα και ορυκτά. Δε χρειάζεται να πούμε πολλά πράγματα για την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο και την υπό κρατικό έλεγχο Gazprom. Εδώ και αρκετούς μήνες παρακολουθούμε με ενδιαφέρον, και μερικές φορές με αγωνία, την πορεία της τιμής του φυσικού αερίου που προμηθεύεται η Ευρώπη.
Στην περίπτωση σημαντικού περιορισμού ή και ολικής διακοπής της μεταφοράς φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, μέσω των διαφόρων συστημάτων αγωγών της Gazprom, πέρα από την πιθανότατη εκτίναξη των τιμών του αερίου και την τεράστια επιβάρυνση που θα υποστούν οι κρατικοί προϋπολογισμοί, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης, κάποιες χώρες θα βρεθούν κυριολεκτικά «στον αέρα».
Ορισμένες χώρες, όπως η Τσεχία, η Λετονία και η Μολδαβία, δεν έχουν άλλη πηγή προμήθειας φυσικού αερίου και πολλές άλλες, στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, προμηθεύονται πάνω από το μισό φυσικό τους αέριο από την Gazprom. Είναι προφανές πως, αν σταματήσει πλήρως η ροή του αερίου, αυτές οι χώρες θα αντιμετωπίσουν τεράστιο πρόβλημα επάρκειας καυσίμων και κατά πάσα πιθανότητα, ηλεκτρικού ρεύματος, ακόμα όμως και μία μερική διακοπή θα ήταν εξαιρετικά επιζήμια.
Στην περίπτωση του αργού πετρελαίου, η εξάρτηση από τις ρωσικές εξαγωγές είναι πολύ μικρότερη για την Ευρώπη, είναι όμως βέβαιο πως πιθανή διακοπή (μερική ή ολική) των ρωσικών εξαγωγών θα αναστατώσει την (ήδη ανεβασμένη) παγκόσμια αγορά αργού πετρελαίου, με σχεδόν βέβαιο αποτέλεσμα την περαιτέρω άνοδο της τιμής του. Προφανώς, το οικονομικό πλήγμα θα είναι πολύ μεγάλο, όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά για όλον τον κόσμο, αφού η αγορά αργού πετρελαίου είναι εντελώς διεθνοποιημένη και οι τιμές είναι οι ίδιες σχεδόν σε όλον τον κόσμο, σε αντίθεση με την αγορά φυσικού αερίου, όπου το αμερικανικό είναι διαχρονικά πολύ πιο φθηνό από αυτό που πληρώνουν και χρησιμοποιούν οι χώρες της Ευρώπης και της Ασίας.
Πέρα όμως από τις ενεργειακές πρώτες ύλες, η Ρωσία έχει δεσπόζουσα θέση και στην αγορά διαφόρων σημαντικών βιομηχανικών μετάλλων. Στην περίπτωση των μετάλλων, τα προβλήματα μπορεί να προέλθουν από μία πιθανή επιβολή αυστηρών κυρώσεων στις ρωσικές εξαγωγές.
Σχεδόν το 45% της παγκόσμιας παραγωγής παλλαδίου προέρχεται από τη Ρωσία, και κάθε μείωση της Ρωσικής παραγωγής επηρεάζει πάρα πολύ την τιμή του μετάλλου, το οποίο, όπως ξέρουμε, είναι απόλυτα απαραίτητο για την κατασκευή των καταλυτών των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων.
Θυμόμαστε πως, πέρυσι την άνοιξη, η πλημμύρα σε ένα από τα ορυχεία της Σιβηρίας οδήγησε την τιμή του μετάλλου σε ιστορικά υψηλές τιμές. Πιθανή διακοπή των ρωσικών εξαγωγών παλλαδίου θα δημιουργήσει μεγάλο πονοκέφαλο στις αυτοκινητοβιομηχανίες, η παραγωγή των οποίων έχει ήδη πληγεί σημαντικά από την έλλειψη μικροεπεξεργαστών. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούν αυτή τη στιγμή είναι να πρέπει να αρχίσουν να αγωνιούν για το πόσο παλλάδιο έχουν στις αποθήκες τους.
Η Ρωσία, ή μάλλον οι ρωσικές εταιρείες, όπως η Norilsk Nickel και η Rusal, παίζουν μεγάλο ρόλο στην αγορά νικελίου και αλουμινίου αντίστοιχα. Το 10% της παγκόσμιας παραγωγής νικελίου έρχεται από τα ορυχεία της Norilsk, ενώ η Rusal παράγει το 5% του επεξεργασμένου αλουμινίου παγκοσμίως. Με δεδομένο πως, σχεδόν σε όλα τα βιομηχανικά μέταλλα, η ζήτηση υπερβαίνει σταθερά την προσφορά, η ξαφνική μείωση της προσφοράς είναι σχεδόν βέβαιο πως θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των τιμών, οι οποίες είναι ήδη σε πολύ ψηλά επίπεδα.
Τις συνέπειες των υψηλών τιμών του αλουμινίου μας τις περιέγραψε πολύ πρόσφατα ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος. Πιθανή περαιτέρω αύξηση των τιμών του νικελίου, το οποίο βρίσκεται και αυτό σε υψηλά δέκα ετών, πέρα από την αύξηση του κόστους παραγωγής του ανοξείδωτου χάλυβα, θα προκαλέσει αναταράξεις και στη βιομηχανία μπαταριών για τα ηλεκτρικά οχήματα, αφού το νικέλιο είναι δομικό συστατικό πολλών από αυτές.
Ένα άλλο βιομηχανικό μέταλλο, η αγορά του οποίου εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από μία ρωσική εταιρεία, είναι το τιτάνιο. Το 25% της παγκόσμιας παραγωγής ελέγχεται από τη VSMPO-AVISMA, που είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής τιτανίου παγκοσμίως και προμηθεύει πολλές μεγάλες εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών, οι οποίες το χρησιμοποιούν στα μεγάλα επιβατηγά αεροπλάνα της πολιτικής αεροπορίας. Το τιτάνιο χρησιμοποιείται και στα πολεμικά αεροσκάφη, αλλά οι δυτικές εταιρείες όπως η Boeing αποφεύγουν τη χρήση ρωσικού τιτανίου, για προφανείς λόγους.
Σύμφωνα με πληροφορίες του διεθνούς Τύπου, η Airbus προμηθεύεται το μισό της τιτάνιο από τη ρωσική εταιρεία, ενώ η Boeing περίπου το 1/3 του δικού της. Παρά το γεγονός πως καμία από τις αεροπορικές βιομηχανίες δε θέλει να αποκαλύψει λεπτομέρειες σχετικά με το ύψος των αποθεμάτων που κατέχει αυτή τη στιγμή, είναι βέβαιο πως τυχόν προβλήματα στην προμήθεια τιτανίου δε θα χαροποιήσουν καμία από αυτές τις μεγάλες εταιρείες, οι οποίες προσπαθούν να συνέλθουν από τα μεγάλα πλήγματα που υπέστησαν από την πανδημία.
Όπως είπαμε και στο ξεκίνημα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πως θα εξελιχθεί η κρίση στα σύνορα Ρωσίας Ουκρανίας. Μακάρι να αποδειχθεί πως οι χθεσινές ενδείξεις για αποκλιμάκωση της κρίσης, οι οποίες προκάλεσαν την άνοδο των διεθνών χρηματιστηρίων και την πτώση της τιμής του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, είναι το ξεκίνημα μίας διαδικασίας συνεννόησης μεταξύ των εμπλεκομένων μερών.
Επειδή όμως η ελπίδα και οι ευχές δεν αποτελούν συνετή επενδυτική στρατηγική, καλό είναι να έχουμε και στο νου μας και ένα ακραίο αρνητικό σενάριο για το πώς μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα αν η συνεννόηση αποδειχθεί αδύνατη. Ειδικά αυτή την εποχή που οι χρηματιστηριακές αγορές και η παγκόσμια οικονομία διανύουν μία πολύ ευαίσθητη περίοδο, με τον ανερχόμενο πληθωρισμό, την αύξηση των επιτοκίων που σιγά σιγά αρχίζει και τις συνέπειες της πανδημίας στην αγορά εργασίας και τις παγκόσμιες εφοδιαστικές και μεταφορικές αλυσίδες να δημιουργούν μία εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση.