Η τραπεζική κρίση έχει περάσει τον Ατλαντικό και έχει πατήσει για τα καλά πάνω στο ευρωπαϊκό έδαφος. Στο μάτι του κυκλώνα βρίσκεται η Credit Suisse, η οποία έχει συσσωρευμένες αμαρτίες και προβλήματα ήδη από το 2020. Και το ερώτημα των επενδυτών είναι κατά πόσο αυτή η κρίση που πλησιάζει, θα περάσει και τα ελληνικά σύνορα.
Η Ελβετία είναι γνωστή για τα ρολόγια της και τις τράπεζες της. Δηλαδή για την ακρίβεια και την ασφάλεια που προσφέρει. Οπότε, το γεγονός πως η Credit Suisse ισορροπεί με το ένα πόδι σε κάποιο γκρεμό των Άλπεων, αποτελεί από μόνο του μια αφορμή για μια γενικευμένη κρίση. Το βαθύ κόκκινο στο πρόσημο των χρηματιστηριακών δεικτών και ο βρυχηθμός της χρηματιστηριακής αρκούδας διαπερνούν σαν ηλεκτροσόκ τη σκέψη των επενδυτών.
Διότι, μόνο με ηλεκτροσόκ μπορεί να συγκριθεί η χθεσινή πτώση της τάξεως του -4,55% στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που ολοκληρώθηκε με έναν όγκο συναλλαγών γύρω στα 176 εκατ. ευρώ. H μεγάλη πτώση με όγκο, ποτέ εκλαμβάνεται σαν θετικό σημάδι. Η καθοδική διάσπαση του επιπέδου των 1030 μονάδων πιθανότατα σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή της τάσης. Αρνητικές πρωταγωνίστριες για μια ακόμα ημέρα οι τραπεζικές μετοχές που υποχώρησαν από -4,17% μέχρι και -10,98%.
Πέρα από τις υπαρκτές χρηματιστηριακές ζημίες, στην ημερήσια διάταξη κυριαρχούν ανησυχίες και «πληροφορίες» που έχουν σαν μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς τον πιθανό κίνδυνο κατάρρευσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Η αλήθεια είναι πως με τις τρεις τραπεζικές καταρρεύσεις από την αρχή του 2023, τα πράγματα δεν δείχνουν ρόδινα.
Το γεγονός πως η Silvergate κατέρρευσε λόγω προβλημάτων στο οικοσύστημα των κρυπτονομισμάτων, ενώ η Silicon Valley Bank λόγω των μαζικών ρευστοποιήσεων αμερικανικών κρατικών ομολόγων σαν αποτέλεσμα των πειστικών αναλήψεων από την πλευρά των καταθετών, λίγη σημασία έχει.
Μπορεί οι δυο καταρρεύσεις να έχουν εντελώς διαφορετικές αφετηρίες, ωστόσο, στο τέλος της ημέρας η επενδυτική αποτίμηση γράφει «μείον δυο τράπεζες». Και αυτό μετράει, τόσο για τους ιδιώτες επενδυτές, όσο και για τους θεσμικούς.
H περίπτωση της ελβετικής Credit Suisse είναι εντελώς διαφορετική. Η τράπεζα βρίσκεται σήμερα στη δίνη της αβεβαιότητας και της αφερεγγυότητας, αναζητώντας λύσεις σωτηρίας και επιβίωσης, μετά από την άμεση ή έμμεση συμμετοχή της σε μια σειρά σκανδάλων κατά τη διάρκεια της τελευταίας 40ετίας.
Το 1986 είχε κατηγορηθεί για την αποδοχή χρημάτων ύψους 10 δισ. δολ. από τον Φιλιππινέζο Πρόεδρο Ferdinand Marcos και τη σύζυγο του Imelda, μέσω λογαριασμών που ανήκαν σε ανύπαρκτους καταθέτες, όπως ήταν ο «Williams Saunders» και «Jane Ryan». Χρήματα που είχαν χαρακτηριστεί ως κλοπιμαία.
Το 1999 η Credit Suisse είχε χάσει την άδεια λειτουργίας της στην Ιαπωνία, μετά από μαζική καταστροφή ενοχοποιητικών εγγράφων της τράπεζας.
Το 2000 η Credit Suisse είχε δεχθεί καταθέσεις ύψους $214 εκατ. από τον στρατιωτικό ηγέτη της Νιγηρίας Sani Abacha, με αποτέλεσμα η τράπεζα να τιμωρηθεί από την εποπτεύουσα αρχή Swiss Federal Banking Commission.
Το 2004, μετά την επαναλειτουργία της Credit Suisse στην Ιαπωνία, στέλεχος της τράπεζας συνελήφθη με την κατηγορία του ξεπλύματος μαύρου χρήματος που προέρχονταν από την yakuza, την περίφημη ιαπωνική μαφία.
Κατά την περίοδο 2004 – 2008 οι ελβετικές διωκτικές αρχές στράφηκαν κατά της τράπεζας για το ξέπλυμα $146 εκατ. που σχετίζονταν με δίκτυο ναρκωτικών στη Βουλγαρία. Όταν είχε αποκαλυφθεί το σχετικό σκάνδαλο, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΡΡ - European People's Party) είχε καλέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να αλλάξει τη στάση της απέναντι στην Ελβετία.
Ακολούθησαν τα δύο «σκάνδαλα» του 2021-2022, με την Archegos και την Greensill Capital, για να καταλήξουμε την άνοιξη του 2022, στην έρευνα από την πλευρά των Αμερικανικών διωκτικών αρχών για τη καταστροφή εγγράφων, που σχετίζονταν με δανειοδοτήσεις της Credit Suisse προς Ρώσους ολιγάρχες, όπως είχε αποκαλύψει το CNN.
Η σωτηρία της Credit Suisse, περνoύσε μέσα από ένα πρόγραμμα κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης και ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων. Μία εναλλακτική λύση θα ήταν η εξαγορά της από μια άλλη τράπεζα, με πιθανότερη υποψήφια την UBS.
Μια δεύτερη λύση θα ήταν η ενίσχυση από τους υπάρχοντες μετόχους, που ωστόσο ατονεί. Αφού η Saudi National Bank που είναι βασικός μέτοχος της CS, αρνείται να συμβάλλει κεφαλαιακά στη σωτηρία της τράπεζας.
Και η τρίτη λύση, που είναι ίσως και η τελευταία, είναι η παρέμβαση της ελβετικής κυβέρνησης, που δεν θα θέλει «να σκάσει στα χέρια της» η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας. Ήδη από τον Μάρτιο του 2022, έχει νομοθετηθεί η διάσωση των σημαντικών συστημικών τραπεζών της χώρας με δημόσιο χρήμα.
Μέσα σε αυτήν την αρνητική ατμόσφαιρα, και τη σημαντική υποχώρηση των τιμών των τραπεζικών μετοχών από τα προηγούμενα υψηλά τους, το βασικό ερώτημα των επενδυτών είναι πως αφού κινδυνεύουν με κατάρρευση ακόμα και ελβετικές τράπεζες, με τις ελληνικές τι γίνεται;
Και έπονται και άλλα:
Αφού η 16η τράπεζα των ΗΠΑ κατέρρευσε από τη ρευστοποίηση κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ, τι γίνεται με τις δικές μας τράπεζες που έχουν στα χαρτοφυλάκια τους ομόλογα του ελληνικού δημοσίου; Τι θα γίνει αν αρχίσουν οι ξένοι επενδυτές να ρευστοποιούν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου;
Αφού η 2η σε μέγεθος τράπεζα της Ελβετίας και η 16η τράπεζα των ΗΠΑ πιέστηκαν από τις μαζικές αναλήψεις των καταθετών τους, ποιες είναι οι δυνατότητες των ελληνικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν ένα αντίστοιχο κύμα αναλήψεων τύπου «bank run»;
Με απόφαση του Λευκού Οίκου υιοθετήθηκε η πλήρης εγγύηση του συνόλου των καταθέσεων στις αμερικανικές τράπεζες, πέραν της εγγυήσεως των $250.000 που προβλέπει ο FDIC. Υπάρχει ανάγκη για σχετική πρόβλεψη και στην Ευρώπη;
Αν επεκταθεί η κρίση, με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσουν οι τράπεζες την εμφάνιση ενός πιθανού νέου κύματος αθέτησης πληρωμών και κόκκινων δανείων;
Τι θα συμβεί αν οι εποπτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απαιτήσουν υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας; Από που θα βρεθούν τα κεφάλαια που θα ζητηθούν;
Όταν επενδυτές με μεγάλη ρευστότητα όπως είναι η ημικρατική τράπεζα Saudi National Bank, αρνούνται να συμμετάσχουν στις προσπάθειες διάσωσης μιας τράπεζας του επιπέδου και της εμβέλειας της Credit Suisse, ποιοι θα είναι οι επενδυτές που θα εξακολουθήσουν να αγοράζουν ελληνικές τραπεζικές μετοχές;
Τα ανωτέρω ερωτήματα δεν είναι τυχαία. Είναι πραγματικά ερωτήματα που υποβάλουν αρκετοί χρηματιστηριακοί επενδυτές στις εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και στις τράπεζες.