Έκλεισε χτες το πρώτο εξάμηνο για τη χρηματιστηριακή αγορά, με απώλειες στο Γενικό Δείκτη -1,43% και με αυξημένες συναλλαγές στα 77 εκατ. ευρώ. Δεδομένης της πορείας των διεθνών αγορών η αγορά στάθηκε καλύτερα μεν, αλλά δεν κατάφερε να αποφύγει το χαμηλότερο κλείσιμο των δεκαέξι τελευταίων μηνών.
Πράγματι, τα χρηματιστήρια ετοιμάζονται να καταγράψουν το χειρότερο εξάμηνο από το 1970 υπό το φόβο της ύφεσης και του στασιμοπληθωρισμού. Έχουν εξανεμιστεί περίπου 13 τρισ. δολάρια από τις παγκόσμιες χρηματαγορές, με τα 8 τρισ. δολάρια εξ' αυτών ν' αφορούν το σημαντικότερο δείκτη στον κόσμο τον S&P 500. Μόνο ο ενεργειακός κλάδος διασώζεται, λόγω των αυξήσεων των τιμών αερίου και πετρελαίου. Τα μακροοικονομικά στοιχεία αυτήν τη στιγμή δείχνουν προς την κατεύθυνση της ύφεσης, ο δε πληθωρισμός στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου καταγράφει ιστορικά υψηλά δεκαετιών.
Προτεραιότητα των Κεντρικών Τραπεζών είναι η τιθάσευση του πληθωρισμού και μόνο αν η πολιτική σύσφιξης εκ μέρους της FED δείξει να μειώνεται τότε ίσως αρχίσουμε να βλέπουμε μια χαραμάδα αισιοδοξίας. Οπωσδήποτε, οποιαδήποτε θετική εξέλιξη της πολεμικής σύρραξης, θα αποτελέσει το έναυσμα για την ομαλοποίηση, αλλά μέχρι τότε η επιφυλακτικότητα για τη συνέχεια της χρονιάς θα κυριαρχεί.
Στο συγκριτικό γράφημα του πρώτου εξαμήνου μεταξύ του ΓΔ- DJI- S&P 500 και DAX, η αγορά μας συνεχίζει να αποτυπώνει τη θετική αυτονόμησή της, με την επισήμανση ότι δεν ακολούθησε το ράλι των τελευταίων χρόνων των διεθνών αγορών.
Σε αυτό το πλαίσιο, και με τη λήξη του α΄ εξαμήνου, το ερώτημα που προκύπτει είναι ποια θα είναι η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και της ελληνικής σε ένα δεύτερο εξάμηνο που προβλέπεται δύσκολο από τους περισσότερους των διεθνών αναλυτών.
Για την ελληνική οικονομία, δοθείσης της έως τώρα πολύ καλής πορείας του τουρισμού, οι εκτιμήσεις είναι θετικές αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι το 60% των τουριστικών εσόδων προέρχεται από το γ΄ τρίμηνο και διαχέεται σε πολλούς σχετικούς με τον τουρισμό κλάδους. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,2%, αναθεωρημένος προς τα κάτω σε σχέση με την πρόβλεψη του Απριλίου (3,8%) λόγω της συνεχιζόμενης πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, και την αύξηση του κόστους και των τιμών εν γένει.
Ωστόσο, εάν εκλείψουν οι κίνδυνοι της περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, ή μια νέα πανδημική έξαρση σε συνδυασμό με την ομαλοποίηση της γεωπολιτικής αστάθειας στην Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσε να συνεχιστεί ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης του πρώτου τριμήνου.
Σε αυτό σημαντικό ρόλο θα παίξει και το ποσοστό απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι τιμές ενέργειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, αλλά ο πληθωρισμός λόγω και της υψηλότερης βάσης εκκίνησης του β΄ εξαμήνου θα μπορούσε να αποκλιμακωθεί και σε συνδυασμό με τη συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής να επιτευχθεί ο στόχος του υψηλού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και για όλο το 2022.
Η πορεία των εισηγμένων
Στο α' εξάμηνο, με οδηγό το πρώτο τρίμηνο και τις εκτιμήσεις των διοικήσεων, αναμένεται υψηλή κερδοφορία και διότι η περσινή χρονιά σε αυτό το διάστημα ήταν υποτονική λόγω των περιοριστικών μέτρων σε πολλούς τομείς. Η αύξηση των τιμών πρώτων υλών θα οδηγήσει πολλές εισηγμένες σε ρεκόρ κερδοφορίας καθώς θα εγγράψουν μη λειτουργικά κέρδη λόγω χαμηλότερου κόστους αποθεμάτων.
Επομένως δεν είναι εύκολα διατηρήσιμα τα κέρδη αυτά και στη συνέχεια, ήδη πολλά εμπορεύματα βρίσκονται άνω του 20% κάτω από τα καταγραφέντα υψηλά τους, αλλά από την άλλη η μείωση των αποτιμήσεων των εταιρειών στο χρηματιστήριο, προσφέρει κάποιες επενδυτικές επιλογές. Εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο τουριστικό τομέα, στο real estate και στην πληροφορική, αναμένεται να συνεχίσουν στα αχνάρια του πρώτου εξαμήνου δεδομένου ότι και αυτές οι μετοχές έχουν χρηματιστηριακά πιεστεί.
Η αποκλιμάκωση των τιμών των πρώτων υλών, θα οδηγήσει και σε συνέχιση των μεγάλων επενδυτικών έργων που δρομολογούνται με τη βοήθεια και του Ταμείου Ανάκαμψης, εφόσον η ζήτηση στο αισιόδοξο σενάριο, εξακολουθεί να παραμένει ισχυρή. Διότι αν η ζήτηση υποχωρήσει θα επιφέρει πλήγμα σε ορισμένους τομείς της οικονομίας και κατά συνέπεια στις εισηγμένες, σε συνδυασμό με τα αυξημένα επιτόκια και το υψηλό κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων.
Όμως θα υπάρχουν και εταιρείες που -ανάλογα τον κλάδο - θα επηρεαστούν από τα υψηλά κόστη και το μειωμένο περιθώριο κέρδους και ενδεχομένως τα αποτελέσματά τους να μην ακολουθήσουν το ρυθμό του α΄ εξαμήνου. Σημαντική βέβαια είναι η συνάρτηση με το αν η χρηματιστηριακή τους τιμή έχει καταστεί ελκυστική στα παρόντα επίπεδα.