Από 7 έως 9 μονάδες (0,007% -0,009%) αύξησαν το μέσο επιτόκιο των υφιστάμενων και νέων καταθέσεων οι ελληνικές τράπεζες, έναντι μέσης αύξησης 19 έως 21 μονάδων στα υφιστάμενα και νέα δάνεια αντίστοιχα, με αποτέλεσμα το περιθώριο (spread) να αυξηθεί στο 5,34%-5,36%.
Αντίστοιχα υποχώρησαν και τα νέα δάνεια προς τις επιχειρήσεις που ήταν άνω των 4,5 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο 2022 όταν δόθηκαν λιγότερα από 1,5 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο. Στις τράπεζες της Ευρωζώνης, η μέση αύξηση επιτοκίων σε νέα δάνεια ήταν τον Φεβρουάριο 22 μονάδες στο 3,85% και για τις επιχειρήσεις η μέση αύξηση ήταν 21 μονάδες βάσης στο 3,54%. Τα επιτόκια για νέα δάνεια σε ατομικές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 31 μονάδες βάσης στα 4,54%. ενώ για νέα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια η μέση αύξηση είναι 14 μονάδες βάσης με μέσο επιτόκιο 3,24%.
Στις μακροχρόνιες καταθέσεις προθεσμίας στην Ευρώπη, οι τράπεζες αύξησαν κατά μέσο όρο τα επιτόκια κατά 28 μονάδες βάσης στο 1,92% ενώ άφησαν αμετάβλητα στο 0,12% το επιτόκιο στις βραχυχρόνιες καταθέσεις για τα νοικοκυριά. Στα νοικοκυριά για καταθέσεις προθεσμίας μεγαλύτερες του έτους προσφέρουν επιτόκια 1,85% τώρα αυξημένα κατά 32 μονάδες βάσης.
Στην Ελλάδα για προθεσμιακές καταθέσεις έως ένα έτος, τα μέσα επιτόκια είναι 1,03% από 0,46% (57 μονάδες άνοδος) για νοικοκυριά και 1,29% στις επιχειρήσεις από 0,96% (33 μονάδες άνοδος).
Στα νέα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενα μετά τον πρώτο χρόνο με σταθερό επιτόκιο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θέτουν μέσο επιτόκιο αυξημένο κατά 20 μονάδες σε 3,66%. Στα καταναλωτικά στην Ευρώπη το επιτόκιο αυξήθηκε 10 μονάδες βάσης στο 7,11%.
Τα δάνεια στην Ελλάδα
Τα μέσα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών τραπεζών έχουν ως εξής:
- Ανοιχτά καταναλωτικά 14,83% (10 μονάδες αύξηση)
- Ανοιχτά επιχειρηματικά 5,85% (16 μονάδες αύξηση)
- Ανοιχτά επαγγελματικά 7,30% (10 μονάδες αύξηση)
- Μέσο στεγαστικά με κυμαινόμενο 3,98% (8 μονάδες αύξηση)
- Επιχειρηματικά συγκεκριμένες διάρκειας με κυμαινόμενο 5,27% (35 μονάδες αύξηση)
- Επιχειρηματικά έως 250.000 ευρώ 6,47% (13 μονάδες αύξηση)
- Έως ένα εκατ. ευρώ 5,71% (8 μονάδες αύξηση)
- Πάνω από ένα εκατ. ευρώ 5,22% (37 μονάδες αύξηση)
- Δάνεια για ΜμΕ τακτής λήξης με κυμαινόμενο 5,42% (46 μονάδες αύξηση)
Γιατί αυξάνονται πρώτα τα επιτόκια στα δάνεια και μετά στις καταθέσεις
Όλες αυτές οι αυξήσεις προέρχονται από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ. Και όπως γίνεται φανερό, δεν είναι γραμμικές γιατί υπάρχουν πολλοί παράγοντες που θα πρέπει να σταθμίσουν οι τράπεζες αυξάνοντας τα επιτόκιά τους πρώτα για τα δάνεια και στη συνέχεια στις καταθέσεις.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι και οι ίδιες έχουν δανειστεί και τα επιτόκιά τους αυξάνονται. Για παράδειγμα όταν πλήρωναν ακόμα και διψήφια επιτόκια για εκδόσεις MREL, αυτές οι αυξήσεις στο κόστος του χρήματος πρέπει να περάσουν μέσα από τα έσοδά τους για να μην χάσουν κεφάλαια. Και είδαμε στην περίπτωση της αμερικανικής SVB τι σημαίνει η ανάγκη να έχεις έσοδα, όταν οι καταθέτες ζητούν τόκους και τα δικά σου δάνεια αποδίδουν λιγότερους. Αυτό δεν μπορεί να γίνει, όχι μόνο λόγω των κερδών που θέλουν να βγάλουν οι τράπεζες, αλλά κι επειδή δεν έχουν το δικαίωμα έναντι της κοινωνίας να αποσταθεροποιηθούν.
Έπειτα οι τράπεζες έχουν και το λεγόμενο το κόστος κινδύνου, γιατί κάποια δάνεια παραμένουν κόκκινα σε μέσο ποσοστό κοντά στο 6,5%, αλλά κι επειδή μπορεί να γίνουν κόκκινα κι άλλα φέτος μετά τις αυξήσεις επιτοκίων, που ευτυχώς ακόμα δεν είναι σημαντικά για να επιβαρύνουν πολύ το κόστος κινδύνου τους.
Έτσι οι τράπεζες υποχρεώνονται να δημιουργούν αποθεματικά για τα δάνεια που δίνουν και τα κεφάλαια αυτά έχουν μόνο κόστος, καθώς ο καταθέτης θέλει να πληρωθεί, ενώ τα κεφάλαια δεν μπορούν να δανειστούν αφού είναι απόθεμα ασφαλείας. Άρα τα έσοδα θα βγουν από την άλλη πλευρά ή από μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων ή από μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων στα δάνεια ή και από τις δύο πηγές.
Η πίεση για μεγαλύτερες αποδόσεις των αποταμιευτών είναι εύλογη, αλλά επιβαρύνει το κόστος του χρήματος για τις επιχειρήσεις και τα δάνεια που λαμβάνουν. Τα δάνεια είναι που φέρνουν ανάπτυξη και απασχόληση, για κάθε οικονομία ειδικότερα όμως για την ελληνική, η οποία υπέφερε πολλά χρόνια από έλλειψη επενδύσεων.
Συνεπώς το spread είναι καλύτερα όταν επιβαρύνεται από την πλευρά των καταθέσεων κι όχι από την πλευρά των δανείων, γιατί μόνο η ανάπτυξη στην οποία συμβάλλουν τα δάνεια για επενδύσεις δημιουργεί τις συνθήκες για καλύτερες αποδόσεις και στους αποταμιευτές στη συνέχεια.